Πιστή στην αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική της, η κυβέρνηση της ΝΔ, με μια διάταξη που αναμένεται να συμπεριληφθεί σε νομοσχέδιο που φέρνει αυτή τη φορά το Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών στη Βουλή, επιχειρεί ένα ακόμα χτύπημα στο συνταγματικό δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία, αναγνωρίζοντας προφανώς τη δύναμη των απεργιακών κινητοποιήσεων στις εργατικές και κοινωνικές διεκδικήσεις.
Αναλυτικότερα, αναφορικά με την κήρυξη απεργίας στις δημόσιες επιχειρήσεις, το Υπουργείο προτείνει την αντικατάσταση της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του νόμου 1264/1982 ως εξής: «Προκειμένου για εργαζόμενους του άρθρου 19, παρ. 2, κήρυξη απεργίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν περάσουν 4 πλήρεις ημέρες από τη γνωστοποίηση των αιτημάτων και των λόγων που τα θεμελιώνουν με έγγραφο που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή στους εργοδότες, στο υπουργείο το οποίο ασκεί τη σχετική εποπτεία και στο υπουργείο Εργασίας. Η μη τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας εκ μέρους της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία καθιστά την απεργία αυτοδικαίως παράνομη».
Με άλλα λόγια, αν δεν υπάρξει από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του Δημοσίου έγκαιρη προειδοποίηση προς τις Διοικήσεις των Δημόσιων Οργανισμών (τουλάχιστον 4 ημερών), η απεργία θα θεωρείται αυτομάτως παράνομη! Έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες, μια απεργία στον δημόσιο τομέα θα κηρύσσεται παράνομη χωρίς καν να χρειάζεται η προσφυγή των διάφορων Οργανισμών στα δικαστήρια. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν να αξιοποιήσουν το χρονικό διάστημα που είχαν μέχρι τώρα για την εκδίκαση και έκδοση απόφασης από τα δικαστήρια ώστε να απεργήσουν. Συνεπώς, το νομοθετικό πλαίσιο αυστηροποιείται περαιτέρω και η συμμετοχή σε κάθε είδους απεργιακή κινητοποίηση γίνεται από δύσκολη έως ποινικά κολάσιμη!
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς τη λύσσα με την οποία αντιμετωπίζεται από τις αστικές κυβερνήσεις το ζήτημα της απεργίας και των κινητοποιήσεων των εργαζομένων. Ας θυμηθούμε τα μέτρα Χρυσοχοΐδη το 2020 για τις συναθροίσεις και τον περιορισμό των διαδηλωτών σε μια λωρίδα του δρόμου, αλλά και στην υποχρέωση των οργανώσεων να κοινοποιούν τις κινητοποιήσεις τους στην αστυνομία – κι όλα αυτά με πρόσχημα την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, της δημοκρατικής νομιμότητας και της κοινωνικής ισορροπίας (sic). Λίγο μετά, αναλαμβάνει δράση ο Χατζηδάκης – ο νόμος που εισηγήθηκε αύξησε κατά πολύ το προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας σε περίπτωση απεργίας στους οργανισμούς κοινής ωφελείας, αποδυναμώνοντας στην πράξη τη συμμετοχή των εργαζομένων, ενώ προώθησε την απεργοσπασία, ποινικοποιώντας τη «σωματική ή ψυχολογική βία» στην περιφρούρηση των απεργιών. Τέλος, ο νόμος Γεωργιάδη ήρθε να επισφραγίσει όλη αυτή την προσπάθεια της ΝΔ να εκφοβίσει κάθε μορφή αγώνα απέναντι στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες. Τώρα, με τη νέα διάταξη, οι εργαζόμενοι που θέλουν να απεργήσουν και να κλιμακώσουν τον αγώνα τους, απειλούνται με νέες ποινές – ο κατάλογος πιθανότατα περιλαμβάνει πειθαρχικά, διαθεσιμότητα, παρακράτηση μισθού, απολύσεις και πρόστιμα.
Η υπό συζήτηση διάταξη δεν γίνεται τυχαία τώρα και δεν είναι άσχετη με το ξεπούλημα των δημόσιων υπηρεσιών και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών των μετακινήσεων, του νερού, της ενέργειας. Η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί να δημιουργήσει ένα νομοθετικό πλέγμα προστασίας και εξάλειψης κάθε είδους “απειλής”, ώστε ανενόχλητη να ξεπουλήσει τη δημόσια περιουσία, ελαχιστοποιώντας τη δυνατότητα αντίδρασης από πλευράς των εργαζομένων στις συγκοινωνίες, στο Δημόσιο και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (ΔΕΚΟ). Ο συνεχής περιορισμός του δικαιώματος της απεργίας σε βαθμό εκμηδένισης από το νεοφιλελεύθερο καθεστώς Μητσοτάκη πρέπει να μας βρει απέναντι! Οι εργατικοί αγώνες είναι αναφαίρετο δικαίωμα και δεν ποινικοποιούνται!