Ο Τζίμμυ Γκράλτον, Ιρλανδός κομμουνιστής που συμμετείχε ενεργά στον αγώνα των Ιρλανδών ενάντια στην αγγλική κυριαρχία αλλά και στον ιρλανδικό εμφύλιο, επιστρέφει στις αρχές της δεκαετίας του ’30 (μετά από 10ετη εξαναγκασμένη παραμονή στις ΗΠΑ) στη γενέτειρά του Εφρίνα, χωριό του ιρλανδικού βορρά, με την πρόθεση να στηρίξει την καταπονημένη μητέρα του.
Κατόπιν πιέσεων ωστόσο της ντόπιας νεολαίας, αποφασίζει να επαναλειτουργήσει το πολιτιστικό κέντρο που είχε ο ίδιος εγκαινιάσει πριν χρόνια στην άκρη του χωριού.
Το κέντρο ξαναστήνεται με συλλογική προσπάθεια κι από τις πρώτες κιόλας βδομάδες επαναλειτουργίας του συσπειρώνει τον ντόπιο λαϊκό πληθυσμό, όχι μόνο για χορούς και τραγούδια…
Τελευταίος σταθμός του μικρού αφιερώματος της στήλης στο βρετανικό πολιτικό σινεμά, το “JIMMY’ S HALL” του Κεν Λόουτς.
Την ικανότητα του ακαταπόνητου Βρετανού να ζωντανεύει ιστορικές περιόδους, πραγματικά περιστατικά και χαρακτήρες, την κοινωνούμε δεκαετίες τώρα. Και όταν ακόμα παρασύρεται από την πολιτικολογία, ίσως κι από κάποιον διδακτισμό, ανασαίνουμε αβίαστα την ειλικρίνεια των προθέσεών του.
Σ’ αυτή του την απόπειρα με τον μόνιμο συνεργάτη του Πωλ Λάβερτι στο σενάριο, έχουμε να κάνουμε με την πραγματική ιστορία του Τζίμμυ Γκράλτον, του μοναδικού Ιρλανδού ως φαίνεται που απελάθηκε ποτέ, ιστορία που δραματοποίησε αρχικά για το θέατρο ο Ντόναλντ Ο’ Κέλλυ, και διασκεύασε για την μεγάλη οθόνη ο Λάβερτι.
Τα βασικά μεγέθη είναι εξαιρετικά απλά, τα περιγράμματα αδρά, οι πινελιές χωρίς υπονοούμενα. Μια μερίδα άκληρων Ιρλανδών που διεκδικούν απερίφραστα το δίκιο τους και το δικαίωμά τους στη ζωή, ένας αμετανόητος κομμουνιστής που δεν λέει να παραδώσει τα όπλα, μια μερίδα αντιδραστικών τσιφλικάδων που σμίγουν με τις ντόπιες αρχές για ν’ αντιμετωπίσουν την επικείμενη απειλή, κι ένας άκαμπτος αντικομουνιστής ιερέας που πασχίζει ανίερα να επαναφέρει στον ίσιο δρόμο τα απολωλότα πρόβατα.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο συντάκτης της κριτικής παρουσίασης του JIMMY’S HALL στο FILM REVIEW, από τον Τζίμμυ κι όσους τον ακολουθούν, «ξεχύνεται χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουν, μια πηγαία λαχτάρα για γνώση κι ελευθερία. … Οι χαρακτήρες στο Jimmy’ s Hall είναι πειστικοί και πολυδιάστατοι, του ίδιου του Τζίμμυ ιδίως – ο οποίος όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες μεταμορφώνεται από τα γεγονότα…».
Αυτό που κάνει εν τέλει τούτη την ταινία σημαντική, είναι η πνοή της. Γιατί ο Γκράλτον κι οι φασαριόζοι σύντροφοί του, είναι πραγματικοί ως το μεδούλι, άντρες και γυναίκες από κόκκινη λάσπη, βγαλμένοι ίσια από την ταξική πάλη των ακτημόνων Ιρλανδών που μάχονται για ψωμί κι ελευθερία. Η δε μοναδική ερωτική σκηνή της ταινίας, ο χορός του Τζίμμυ και της Ούννα στο Χωλ, είναι σκηνή ανθολογίας.
Ας δούμε όμως τι είχε να πει για τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και το σινεμά του ο Λόουτς σε συνέντευξη σ’ εβδομαδιαίο ελληνικό περιοδικό: «[…] Η εκμετάλλευση παραμένει πάντα ίδια, αλλά οι τρόποι της αλλάζουν. Όλο και περισσότεροι νόμοι ψηφίζονται υπέρ των τραπεζών, όλο και λιγότεροι φόροι πληρώνονται από τους έχοντες. Η γνώση χρησιμοποιείται υπέρ των οικονομικά ισχυρότερων, των οποίων οι εργασιακές ευθύνες μειώνονται διαρκώς.[…] Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια της νέας γενιάς, όμως οι καιροί κάνουν τη σκέψη των ανθρώπων πιο εγωκεντρική και τη ζωή τους πιο απομονωμένη, πιο μοναχική. […]
Το πρόβλημα είναι 100% πολιτικό. Όλα άλλωστε ξεκινούν από τη σωστή πολιτική ανάλυση. Από το πού προέρχονται τα προβλήματα. […] Είναι σαφές πως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν αποτύχει, κι εκλογικά και ουσιαστικά. […] Την ίδια στιγμή η ακροδεξιά γιγαντώνεται. Χρειαζόμαστε μια σοβαρή αριστερά, η οποία θα μιλήσει πειστικά πάνω στο πώς τα προβλήματα προέρχονται από τις ταξικές ανισότητες και τα κέρδη των πολυεθνικών, πού οφείλεται η υψηλή ανεργία, ποιον ωφελεί και γιατί. Ποιος και γιατί απαξιώνει τα πανεπιστημιακά πτυχία και θεωρεί ωφέλιμη τη γνώση μόνον όταν εκείνη συνεπάγεται δουλειά με πολλά λεφτά. […]
Προσπαθώ να πετύχω έναν όσο το δυνατόν ειλικρινέστερο ρεαλισμό. Γυρίζω με χρονολογική σειρά και δίνω σταδιακά το σενάριο στους ηθοποιούς. Όχι ολόκληρο εξαρχής, ώστε και οι ίδιοι να είναι απροετοίμαστοι για τις εξελίξεις. Η επιθυμητή τεχνική είναι «να εξαφανίζομαι». Άμα αρχίζεις και σκέφτεσαι «α, τι ωραίο πλάνο!» αποσπάσαι από την αφήγηση, τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως θεατής.[…]».
Δεν είναι λίγα αυτά που καταφέρνει στο “JIMMY’ S HALL” ο συμπαθής δημιουργός: αποτυπώνει όχι μόνο την αξία του λαϊκού πολιτισμού, τη σημασία της συλλογικής πάλης και την αξιοπρέπεια του ταξικά συνειδητοποιημένου μαχητή, αλλά και την αγριότητα του εχθρού, το ρόλο των μεγαλοϊδιοκτητών και της ατομικής ιδιοκτησίας. Και σαλπίζει, τέλος, την αναγκαιότητα του ανυποχώρητου αγώνα.
Μια μόλις ανάσα πριν τα ογδόντα, ο έφηβος Κεν Λόουτς, παραδίνει φλογερά μαθήματα ταξικών αγώνων και διαλεκτικής. Πάντα επίκαιρα, το δίχως άλλο.
Θέμις