Ο Τζίμμυ Γκράλτον, Ιρλανδός κομμουνιστής που συμμετείχε ενεργά στον αγώνα των Ιρλανδών ενάντια στην αγγλική κυριαρχία αλλά και στον ιρλανδικό Εμφύλιο, επιστρέφει στις αρχές της δεκαετίας του ’30 (μετά από 10ετή εξορία στις ΗΠΑ) στη γενέτειρά του Εφρίνα, χωριό του ιρλανδικού Βορά, θέλοντας να στηρίξει την καταπονημένη μητέρα του. Μετά από πιέσεις της ντόπιας νεολαίας ωστόσο, ο Τζίμμυ αποφασίζει να επαναλειτουργήσει το πολιτιστικό κέντρο που είχε ο ίδιος εγκαινιάσει πριν χρόνια στην άκρη του χωριού.
Το κέντρο ξαναστήνεται με συλλογική προσπάθεια κι από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες επαναλειτουργίας του συσπειρώνει τον ντόπιο λαϊκό πληθυσμό, όχι μόνο για χορούς και τραγούδια.
Επανερχόμαστε στο “JIMMY’S HALL” του Κεν Λόουτς, για να θυμηθούμε τον ηρωικό αγώνα των Ιρλανδών για την ανεξαρτησία, και τη Ματωμένη Κυριακή της 21ης Νοέμβρη του 1920, όταν Βρετανοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ εναντίον άοπλων Ιρλανδών στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα στο Δουβλίνο (Κρόουκ Παρκ), με αποτέλεσμα να τραυματιστούν θανάσιμα και να χάσουν τη ζωή τους πάνω από 30 Ιρλανδοί πολίτες. Βάναυσα αντίποινα των Βρετανών μετά την επιχείρηση του IRA υπό τον Μάικλ Κόλλινς το ίδιο εκείνο πρωί, όταν Ιρλανδοί μαχητές εξολόθρευσαν 15 Βρετανούς ασφαλίτες, μέλη της διαβόητης συμμορίας του Καΐρου. Ενέργεια που προκάλεσε πανικό στις Βρετανικές Αρχές, με πλήθος Βρετανών ενεργούμενων να καταφεύγουν στο Κάστρο του Δουβλίνου για να προφυλαχτούν.
Για να επιστρέψουμε όμως στον ακαταπόνητο Κεν Λόουτς, την ικανότητά του να ζωντανεύει ιστορικές περιόδους και πραγματικά περιστατικά, την κοινωνούμε δεκαετίες τώρα. Κι όταν ακόμα παρασύρεται από την πολιτικολογία, ενίοτε κι από κάποιον διδακτισμό, ανασαίνουμε την ειλικρίνεια των προθέσεών του.
Σ’ αυτήν του την απόπειρα με τον μόνιμο συνεργάτη του Πωλ Λάβερτι στο σενάριο, έχουμε να κάνουμε με την πραγματική ιστορία του Τζίμμυ Γκράλτον, του μοναδικού Ιρλανδού ως φαίνεται που απελάθηκε ποτέ, ιστορία που δραματοποίησε αρχικά για το θέατρο ο Ντόναλντ Ο’ Κέλλυ και διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη ο Λάβερτι.
Τα βασικά μεγέθη είναι εξαιρετικά απλά και τα περιγράμματα πεντακάθαρα: Μια μερίδα άκληρων Ιρλανδών που διεκδικούν το δίκιο τους και το δικαίωμά τους στη ζωή, ένας αμετανόητος κομμουνιστής που δεν λέει να παραδώσει τα όπλα, μια μερίδα αντιδραστικών τσιφλικάδων που σμίγουν με τις ντόπιες αρχές προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν την επικείμενη απειλή, κι ένας άκαμπτος αντικομουνιστής ιερέας που πασχίζει με ανίερα μέσα να επαναφέρει στον ίσιο δρόμο τους “παραστρατημένους”.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο συντάκτης της κριτικής παρουσίασης του JIMMY’S HALL στο FILM REVIEW, από τον Τζίμμυ κι όσους τον ακολουθούν, «ξεχύνεται χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουν, μια πηγαία λαχτάρα για γνώση κι ελευθερία. … Οι χαρακτήρες στο Jimmy’ s Hall είναι πειστικοί και πολυδιάστατοι, του ίδιου του Τζίμμυ ιδίως – ο οποίος όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες μεταμορφώνεται από τα γεγονότα… ».
Αυτό που κάνει εν τέλει τούτη την ταινία σημαντική, είναι η πνοή της. Γιατί ο Γκράλτον κι οι φασαριόζοι σύντροφοί του, είναι πραγματικοί ως το μεδούλι, άντρες και γυναίκες από κόκκινη λάσπη, βγαλμένοι ίσια από την ταξική πάλη των ακτημόνων Ιρλανδών που μάχονται για ψωμί κι ελευθερία. Η δε μοναδική ερωτική σκηνή της ταινίας, ο χορός του Τζίμμυ και της Ούννα στο Χωλ, είναι σκηνή ανθολογίας.
Ας δούμε όμως τι είχε να πει για τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και το σινεμά του ο Λόουτς σε συνέντευξή του στο Αθηνόραμα:
«[…] Η εκμετάλλευση παραμένει πάντα ίδια, αλλά οι τρόποι της αλλάζουν. Όλο και περισσότεροι νόμοι ψηφίζονται υπέρ των τραπεζών, όλο και λιγότεροι φόροι πληρώνονται από τους έχοντες. […] Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια της νέας γενιάς, όμως οι καιροί κάνουν τη σκέψη των ανθρώπων πιο εγωκεντρική και τη ζωή τους πιο απομονωμένη, πιο μοναχική. […] Το πρόβλημα είναι 100% πολιτικό. […] Είναι σαφές πως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν αποτύχει, κι εκλογικά και ουσιαστικά. […] Την ίδια στιγμή η ακροδεξιά γιγαντώνεται. Χρειαζόμαστε μια σοβαρή αριστερά, η οποία θα μιλήσει πειστικά πάνω στο πώς τα προβλήματα προέρχονται από τις ταξικές ανισότητες και τα κέρδη των πολυεθνικών, πού οφείλεται η υψηλή ανεργία, ποιον ωφελεί και γιατί. […] Προσπαθώ να πετύχω έναν όσο το δυνατόν ειλικρινέστερο ρεαλισμό. […] Η επιθυμητή τεχνική είναι «να εξαφανίζομαι». Άμα αρχίζεις και σκέφτεσαι «α, τι ωραίο πλάνο!» αποσπάσαι από την αφήγηση, τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως θεατής.[…]»
Δεν είναι λίγα αυτά που καταφέρνει στο “JIMMY’ S HALL” ο συμπαθής δημιουργός: αποτυπώνει όχι μόνο τη σημασία της κοινωνικής συνθήκης, την αξία του λαϊκού πολιτισμού και την αξιοπρέπεια του ταξικά συνειδητοποιημένου μαχητή, αλλά και την αγριότητα του εχθρού, τον ρόλο των μεγαλοϊδιοκτητών και της ατομικής ιδιοκτησίας. Σαλπίζοντας, τέλος, την αναγκαιότητα του ανυποχώρητου αγώνα.
Μια μόλις ανάσα πριν τα ογδόντα, ο έφηβος Κεν Λόουτς, παραδίνει φλογερά μαθήματα ταξικών αγώνων και διαλεκτικής. Πάντα επίκαιρα, το δίχως άλλο.