Καθώς η Ευρώπη εισπράττει μεγάλο μέρος των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, η ΕΕ βρίσκεται σε συναγερμό και τα ηγετικά ιμπεριαλιστικά κράτη που την κατευθύνουν προχωρούν εσπευσμένα σε γενικό επανακαθορισμό των πολιτικών της στον στρατιωτικό, ενεργειακό και οικονομικό τομέα.
Για το σκοπό αυτό -και ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει διαβεί την τρίτη εβδομάδα και ένα τεράστιο κύμα τριών και πλέον, ήδη, εκατομμυρίων προσφύγων καταφεύγει σε ευρωπαϊκές χώρες- πραγματοποιήθηκαν στις 10-11 Μάρτη έκτακτη άτυπη σύνοδος κορυφής των 27 κρατών της ΕΕ στις Βερσαλλίες και στις 14/3 συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup), με αντικείμενα την στρατιωτική ενίσχυση της ΕΕ, τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησής της από τη Ρωσία και την αντιμετώπιση των συνεπειών της πολεμικής κρίσης στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία μαζί με τη στρατιωτική σύγκρουση έχει φέρει και το ξέσπασμα ενός άγριου οικονομικού πόλεμου που διεξάγεται με την επιβολή πρωτοφανούς έκτασης οικονομικών κυρώσεων και αποκλεισμών της Δύσης στη Ρωσία, στις οποίες η τελευταία απαντάει με δικά της οικονομικά αντίποινα. Το αποτέλεσμα του συνεχιζόμενου πολέμου δεν περιορίζεται μόνο σε μια μεγάλη πίεση προς την ρωσική οικονομία. Έχει και αντίστροφο αντίκτυπο στην οικονομία της ΕΕ, καθώς είναι γνωστό πως Ρωσία και ΕΕ έχουν μια πολύ ισχυρή οικονομική διασύνδεση. Η Ρωσία ήταν πέρσι ο πέμπτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ στις εξαγωγές της και ο τρίτος ως προς τις εισαγωγές. Οι 27 χώρες-μέλη της ΕΕ εισάγουν το 45% του φυσικού αερίου και του άνθρακα και το 25% του πετρελαίου από την Ρωσία.
Ο αντίκτυπος αυτού του οικονομικού πολέμου γίνεται ακόμα βαρύτερος γιατί εκδηλώνεται και σε μια χρονική στιγμή όπου η οικονομική κρίση, ο πληθωρισμός και η ύφεση στις δυτικές οικονομίες -μετά και από τα δύο χρόνια της πανδημίας- βρίσκονται σε μια πορεία έξαρσης. Το ποιο θα είναι το πραγματικό κόστος αυτής της εξέλιξης στις δυτικές οικονομίες είναι ακόμα ζητούμενο καθώς, όσο πολλαπλασιάζονται οι οικονομικές κυρώσεις και οι επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία, μεγεθύνονται οι διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο και στις αγορές και όπως το ομολογεί και η τελευταία απόφαση του Eurogroup: «Ο οικονομικός αντίκτυπος του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί και αυξάνει τους κινδύνους που απορρέουν από τα συνεχιζόμενα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, τις υψηλότερες τιμές ενέργειας και τον πληθωρισμό που παραμένει υψηλός για περισσότερο από ό,τι αναμενόταν».
Ο πόλεμος έφερε στην ΕΕ μια εσωτερική συσπείρωση και την έσπρωξε σε ένα κοινό μέτωπο με τις ΗΠΑ απέναντι στη «ρώσικη απειλή», προκαλεί μια αναδιάταξη των διεθνών σχέσεων και έχει δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες αβεβαιότητας και κινδύνων, που ωθούν την ΕΕ σε επαναπροσδιορισμό του πλαισίου πολιτικών της με το οποίο θα κινηθεί μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Αυτός ο επαναπροσδιορισμός, όσον αφορά τη διεθνή πλευρά του, περιλαμβάνει τη βαθιά μεταβολή των σχέσεών της με τη Ρωσία σε μια κατεύθυνση συρρίκνωσής τους, ρήξης και οξύτερης αντιπαράθεσης. Λαμβάνει, επίσης, υπόψη και πώς να διαμορφώσει τη θέση της μέσα στο διεθνή ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, με τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η ρώσικη εισβολή, δεδομένου ότι τα άλλα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, οι ΗΠΑ και η Κίνα, κινούνται με τους δικούς τους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους μέσα στις εξελίξεις του πολέμου στην Ουκρανία, ένα μέρος των οποίων έχει κατεύθυνση και προς την ΕΕ.
Όσον αφορά την εσωτερική πλευρά του, εστιάζεται στο πώς θα μπορέσει η ΕΕ να αντεπεξέλθει στην οικονομική κρίση και στη μεγάλη ενεργειακή κρίση που φούντωσαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα η σύνοδος κορυφής της ΕΕ, και πρωταρχικά η Γερμανία και η Γαλλία, έθεσαν σε πρώτο πλάνο την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της ΕΕ. Σε ειδικό κεφάλαιο της διακήρυξης της συνόδου, με τίτλο «ενίσχυση αμυντικών δυνατοτήτων» οι ηγέτες της ΕΕ «επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλεια της ΕΕ, να ακολουθήσουν στρατηγική γραμμή πλεύσης όσον αφορά την άμυνα και να αυξήσουν την ικανότητα της ΕΕ να δρα αυτόνομα» και συμφώνησαν «να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες και να αναπτύξουν περαιτέρω κίνητρα για συνεργατικές επενδύσεις σε κοινά έργα και κοινές προμήθειες». Η Γερμανία, πρωτεργάτης στην προώθηση αυτής της στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, έχει ήδη πάρει απόφαση να διαθέσει το τεράστιο πόσο των 100 δισ. ευρώ για τον εξοπλισμό της, με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς να ανακοινώνει ότι συμφώνησαν «να ξοδέψουν περισσότερα για την άμυνα».
Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της ΕΕ, με προοπτική να αποκτήσει «αυτονομία» στρατιωτικής δράσης, αναγγέλλεται με τη συμπλήρωση ότι θα γίνει «σε συντονισμό με το ΝΑΤΟ». Μια διατύπωση που θίγει το ακανθώδες ζήτημα πώς θα συμπορευθεί ο στόχος της στρατιωτικής αυτονομίας της ΕΕ με τη συμμετοχή της στη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως η στρατιωτική αυτονομία εγκυμονεί προοπτικά τη λήψη αποστάσεων και τη στρατιωτική απαγκίστρωση της ΕΕ από τις ΗΠΑ, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα όπου η συμμετοχή των ευρωπαϊκών κρατών στο ΝΑΤΟ υπάγει τη στρατιωτική δράση τους σε ένα πλαίσιο συμμαχίας που ηγεμονεύεται από τις ΗΠΑ.
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής πως το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται με αποκλίσεις ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ, καθώς μια μερίδα κρατών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης δίνει προτεραιότητα στην Ατλαντική Συμμαχία και προτιμά η οικονομική ενίσχυση για στρατιωτικές δαπάνες να κατευθυνθεί στο ΝΑΤΟ αντί στην ΕΕ. Δεν μπορεί να μη σημειωθεί, επίσης, πως η προώθηση της θέσης για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών της ΕΕ με στόχο την στρατιωτική αυτονομία της γίνεται σε μια χρονική συγκυρία όπου, κάτω από την πίεση της ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία, οι ενέργειες των ΗΠΑ αποβλέπουν μέσα από την «ενότητα του δυτικού στρατοπέδου απέναντι στη ρωσική απειλή» να ενισχύσουν την επικυριαρχία τους πάνω σε αυτό.
Από την άποψη αυτή, έχει ιδιαίτερη σημασία η επίσκεψη του προέδρου των ΗΠΑ Τζ. Μπάιντεν στην Ευρώπη στις 24 Μάρτη με τη διπλή αποστολή «να συμμετάσχει -όπως ανακοίνωσαν οι Βρυξέλλες- στη Σύνοδο Κορυφής με τους ηγέτες της ΕΕ για να συζητήσει την ενίσχυση της διατλαντικής συνεργασίας για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας» και παράλληλα -όπως ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος- «να συμμετάσχει στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ για να συζητήσει τις συνεχιζόμενες προσπάθειες αποτροπής και άμυνας ως απάντηση στην απρόκλητη και αδικαιολόγητη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς και για να επιβεβαιώσει “σιδερένια” δέσμευση προς τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ».
Οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών της ΕΕ δεν κατάφεραν, στη σύνοδο κορυφής στις Βερσαλλίες, να καταλήξουν σε μια συγκεκριμένη απόφαση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και περιορίστηκαν σε ένα κάλεσμα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «να προτείνει, έως τα τέλη Μαΐου 2022, ένα σχέδιο με στόχο την επίτευξη της ανεξαρτησίας της ΕΕ από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα». Και ο λόγος που δεν κατέληξαν είναι ότι το ζήτημα της ενεργειακής απεξάρτησής τους από τις εισαγωγές ρώσικου φυσικού αερίου συναντά μεγάλες δυσκολίες και έχει προκαλέσει διαφωνίες και στο εσωτερικό της ΕΕ.
Είναι χαρακτηριστικό πως η Γερμανία αρνείται να υποστηρίξει κυρώσεις στο ρώσικο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο, γιατί θεωρεί ότι θα μπει σε κίνδυνο ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ευρώπης. Η πρώτη οικονομική δύναμη στην ΕΕ, με μεγάλο βαθμό ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, δια του καγκελαρίου της δήλωσε ότι «η Ευρώπη σκόπιμα άφησε έξω από τις κυρώσεις το ρωσικό ενεργειακό εφοδιασμό. Δεν υπάρχει επί του παρόντος κανένας άλλος τρόπος διασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρώπη για παραγωγή θερμότητας, για μεταφορά, ηλεκτρική ενέργεια και παροχή βιομηχανίας». Και πρόσθεσε -όσον αφορά την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από την Ρωσία- πως «αυτό δεν συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Γι’ αυτό η απόφασή μας να συνεχίσουμε τις δραστηριότητες των εμπορικών εταιρειών στον ενεργειακό τομέα με τη Ρωσία ήταν σκόπιμη».
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι τοποθετήσεις της Ουγγαρίας και της Αυστρίας και ακολούθησαν και εκείνες της Ολλανδίας που τόνισε πως οι κυρώσεις δεν πρέπει να προκαλέσουν «μη διαχειρίσιμους κινδύνους στον ενεργειακό εφοδιασμό», ακόμα και της Βρετανίας που με τον πρωθυπουργό της Μπ. Τζόνσον δήλωσε πως «θέλει χρόνο η από κοινού απεξάρτηση».
Είναι φανερό πως, παρά το ότι η δυτική προπαγάνδα εστιάζει στα μεγάλα οικονομικά πλήγματα που δέχεται η Ρωσία από τις εκτεταμένες οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ σε βάρος της, δεν μπορεί να αποκρύψει τα ενεργειακά και οικονομικά προβλήματα που έχει δημιουργήσει αυτός ο πόλεμος και στη Δύση και τις δυσκολίες στην αντιμετώπισή τους. Δυσκολίες που αποτυπώνονται και στην αναβολή λήψης σχετικών αποφάσεων από τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ.
Η ενεργειακή απεξάρτηση από την Ρωσία αναδεικνύεται σε ένα περίπλοκο πρόβλημα, τόσο γιατί οι όροι και οι εκτεταμένες διασυνδέσεις των ευρωπαϊκών μονοπωλίων με τους ενεργειακούς κολοσσούς της Ρωσίας δεν είναι εύκολο να σπάσουν άμεσα χωρίς σοβαρούς κλονισμούς στην ευρωπαϊκή οικονομία, όσο και γιατί η εύρεση εναλλακτικού ενεργειακού εφοδιασμού προσκρούει και σε άλλα εμπόδια. Λ.χ. η στροφή στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), που εμφανίζεται σαν μια δυνατότητα γρήγορης αντικατάστασης του ενεργειακού εφοδιασμού, συνεπάγεται σημαντική άνοδο του ενεργειακού κόστους, ενώ εγείρει και ζήτημα η ΕΕ να μεταπέσει σε ενεργειακή εξάρτηση από τις ΗΠΑ, που είναι και ο κύριος παγκόσμιος προμηθευτής LNG.
Δεν είναι, ωστόσο, μόνο το ενεργειακό πρόβλημα που με τις διαστάσεις που απέκτησε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει προκαλέσει αντιθέσεις μεταξύ των κρατών της ΕΕ, όσον αφορά τη διαχείρισή του, με άλλα κράτη να υποστηρίζουν άμεσες ενεργειακές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας και άλλα όχι. Διαφωνίες έχουν εκδηλωθεί και στην αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων του πολέμου. Η σχετική πρόταση της Γαλλίας για την έκδοση «ευρωομόλογου», δηλαδή για τον κοινό δανεισμό της ΕΕ που θα χρησιμοποιηθεί ως «εργαλείο» για το ξεπέρασμα των προβλημάτων της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης, απορρίφθηκε από τη Γερμανία και την Ολλανδία, με αποτέλεσμα η απόφαση της συνόδου των Βερσαλλιών να καταγράψει απλά μια έκκληση «για καλύτερη δυνατή χρήση των πόρων της ΕΕ».
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι πως η σύνοδος κορυφής της ΕΕ με τις αποφάσεις της για την «ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων» της, για «εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές», που να «αντικατοπτρίζουν τη νέα γεωπολιτική κατάσταση» και για «υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές, οι οποίες διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους για κάθε κράτος» προεξοφλεί μια γιγαντιαία εκτροπή των οικονομικών πόρων προς τις στρατιωτικές δαπάνες και την επιβολή νέων ακόμα πιο σφικτών πολιτικών δημοσιονομικής διαχείρισης. Δρομολογεί, με άλλα λόγια, μια νέα πιο εκτεταμένη μείωση των κοινωνικών δαπανών των κρατικών προϋπολογισμών και ταυτόχρονα την πιο βαθιά οικονομική αφαίμαξη των ευρωπαϊκών λαών με βαρύτερες φορολογίες και περικοπές μισθών και λαϊκών εισοδημάτων, που θα βαπτιστούν ως «θυσίες» που απαιτεί «η νέα γεωπολιτική κατάσταση», η οικονομική και ενεργειακή κρίση και «η ασφάλεια».
Αυτό προανήγγειλε, στην πραγματικότητα, με κυνικό τρόπο ο ύπατος εκπρόσωπος για την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, Ζ. Μπορέλ, με τον λόγο του στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ότι «ζούσαμε πάνω από τις ανάγκες μας» στη μακρόχρονη περίοδο ειρήνης στην Ευρώπη και ότι «τώρα πρέπει να καταβάλουμε το κόστος» και ότι «για να κερδίσουμε τον Πούτιν θα πρέπει να χαμηλώσουμε ή να κλείσουμε τα καλοριφέρ και να ελέγχουμε τα λεβητοστάσια στα υπόγεια των πολυκατοικιών»…