Στο Γκλώστερ της Μασαχουσέτης, μια οικογένεια ψαράδων οι οποίοι βιοπορίζονται αποκλειστικά από το ψάρεμα με το ψαροκάικό τους, βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με νέα, υπέρογκα τέλη και κυρώσεις, που απειλούν να τους εξοβελίσουν από τη ντόπια αγορά.
Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εδώ. Δεδομένου ότι τόσο η μάνα κι ο πατέρας, όπως κι ο μεγαλύτερος γιος είναι κωφοί, βασίζονται στη Ρούμπι, τη μικρότερη 17χρονη κόρη και τη μόνη που ακούει (C.O.D.A. σημαίνει παιδί κωφών ενηλίκων) όλους τους ήχους στους οποίους οφείλουν ν’ ανταποκρίνονται στη διάρκεια του ψαρέματος (όπως π.χ. τις κόρνες των άλλων καϊκιών). Η Ρούμπι ωστόσο, ενθαρρυμένη από τον καθηγητή μουσικής του σχολείου – καθώς διαθέτει μια εξαιρετική φωνή, ονειρεύεται μουσικές σπουδές στο διεθνώς αναγνωρισμένο Μουσικό Κολλέγιο Berklee, και παρακολουθεί κρυφά μαθήματα μουσικής και φωνητικής, κάποια από τα οποία μοιράζεται με τον συμμαθητή κι εκλεκτό της καρδιάς της Μάιλς.
Τα πράγματα περιπλέκονται, όταν ο πατέρας κι ο αδερφός της, οι δύο ψαράδες της οικογένειας, ξεκινούν μια σειρά από συναντήσεις και συζητήσεις για τη μοίρα του επαγγέλματος με τους υπόλοιπους ψαράδες της περιοχής, και χρειάζονται τη “διερμηνεία” της Ρούμπι, σε ώρες που συμπίπτουν με τα μαθήματα μουσικής.
Το γεγονός ότι το εξαιρετικά χαμηλού κόστους και ταξικών αναφορών C.O.D.A. (το οποίο στηρίχτηκε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό στις γαλλικές εταιρείες παραγωγής Vendôme και Pathé), βραβεύτηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας, δεν εξαγνίζει σε καμιά περίπτωση την αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου για την οπαδική αποθέωση του Ζελένσκι, και τη δαιμονοποίηση απάντων των επί γης Ρώσων, που πήρε διαστάσεις μαζικής υστερίας. Το πράγμα ερμηνεύεται ευκολότατα, βέβαια, αν αναλογιστεί κανείς ότι το δήθεν δημοκρατικό Χόλυγουντ, βρίσκεται εν τοις πράγμασι στην υπηρεσία μιας βιομηχανίας πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, και σε αγαστή σχέση και συνεργασία με την κυβέρνηση του ψυχροπολεμικών προθέσεων Τζο Μπάιντεν.
Η ταινία ωστόσο, διασκευή της δημοφιλέστατης στη χώρα μας “Οικογένειας Μπελιέ”, διαθέτει σημαντικές αρετές: Σε πρώτο πλάνο, όπως ακριβώς και στη γαλλική ταινία, παρακολουθούμε μια συγκινητική ιστορία ενηλικίωσης και ριζικής χειραφέτησης. Σ’ ένα δεύτερο όμως επίπεδο, η χαρισματική, ριζοσπάστρια Σιάν Χέντερ (δημιουργός του αιρετικού “Orange is the new black”), καταφέρνει να μεταδώσει με σεβασμό, χιούμορ κι ανάλαφρη κομψότητα, τους πόθους, τα πάθη, τους ιδιαίτερους κώδικες και την ανυποχώρητη αξίωση των άκληρων κωφών για μια αξιοπρεπή πριν απ’ όλα ζωή, σκιαγραφώντας παράλληλα με αίσθημα και βαθιά κατανόηση τις αξεπέραστες δεσμεύσεις που μοιραία αναλαμβάνουν οι “διερμηνείς” τους, ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στον κόσμο των ήχων και το σιωπηλό σύμπαν των νοημάτων. Και σ’ ένα τρίτο, πρόκειται για ένα χαμηλότονο, ρεαλιστικότατο ωστόσο σχόλιο για την ταξική περιθωριοποίηση μιας ευρύτατης κοινότητας στην Αμερική της αδυσώπητης κυριαρχίας της αγοράς (οι κωφοί ψαράδες δεν έχουν τίποτα επί της ουσίας να χωρίσουν με τους μη κωφούς συναδέλφους τους: οι επιθέσεις που δέχονται από τη μεγάλη αγορά, και τα δεινά που προκύπτουν, είναι απολύτως κοινά).
Επ’ αφορμή της βράβευσής του με Όσκαρ και BAFTA β’ ανδρικής ερμηνείας για το ρόλο του Φρανκ Ρόσσι, του κωφού ψαρά-πατέρα της οικογένειας, ο Τρόι Κότσουρ, ο ταλαντούχος κωφός (θεατρικός κατά βάση μέχρι πρόσφατα) ηθοποιός, δήλωσε, μεταξύ άλλων: «[…] Οι κωφοί ηθοποιοί έχουμε μεγαλύτερη εκφραστική γκάμα, γιατί αναγκαζόμαστε από τις συνθήκες. Μπορούμε να δώσουμε σ’ έναν σκηνοθέτη την ίδια σκηνή με 10 διαφορετικούς τρόπους. Εμπιστευτείτε μας!» Δεν παρέλειψε κλείνοντας, ν’ αφιερώσει το βραβείο του «στην Κοινότητα Κωφών, την κοινότητα “CODA” και την κοινότητα των ανθρώπων με αναπηρίες», σχολιάζοντας: «Αυτή είναι η στιγμή μας!»
Και η συμπρωταγωνίστριά του Μαρλί Ματλίν, γνωστή μας από το «Παιδιά ενός κατώτερου θεού» του 1986 (Όσκαρ α’ γυναικείας ερμηνείας και καλύτερης ταινίας), καταθέτει: «Προφανώς και αντιμετωπίζω προκλήσεις, καθώς έχω τέσσερα παιδιά, αλλά είμαι τυχερή, γιατί έχω ένα σπουδαίο σύζυγο και μια μεγάλη οικογένεια, κι όλοι υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον. […] Η μεγαλύτερη κόρη μου, η Σάρα, “μίλησε” το πρώτο της σημάδι στη νοηματική γλώσσα όταν ήταν 6 μηνών – ήταν το σημάδι για το “τηλέφωνο”. Όπως όλα τα παιδιά, καθένα τους έμαθε να “μιλάει” με σημάδια σε διαφορετικά στάδια, ανάλογα με το πότε ήταν έτοιμοι να μάθουν, αλλά ήταν σε κάθε περίπτωση, πριν μπορέσουν να μιλήσουν. […] Νομίζω ότι η νοηματική γλώσσα είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο επικοινωνίας με τα παιδιά, […] και σίγουρα τα πράγματα γίνονται ευκολότερα αν γνωρίζετε ότι το παιδί σας είναι πεινασμένο ή θέλει περισσότερα, γιατί σας το λένε με σημάδια, αντί να κραυγάζουν ή να κλαίνε. […]».
Μια χαρακτηριστικά “χειροποίητη”, ευτελούς κόστους ταινία, καμωμένη με πανάκριβα υλικά.
Όσκαρ καλύτερης ταινίας, Όσκαρ και BAFTA β’ ανδρικής ερμηνείας, Όσκαρ και BAFTA διασκευασμένου σεναρίου για τη Σιάν Χέντερ, και τέσσερα αντίστοιχα βραβεία στο φεστιβάλ του Σάντανς.