Επαρχιακή Βραζιλία – σε απροσδιόριστη μελλοντική στιγμή.
Απόκληροι διαφόρων ηλικιών και προελεύσεων, έχουν δημιουργήσει μια ιδιότυπη κομμούνα, όπου ίσοι κι αδελφωμένοι κάτω απ’ τον ήλιο, ζουν απελευθερωμένοι από κοινωνικές συμβάσεις, ενισχυόμενοι κατά τα φαινόμενα από ένα ψυχοτρόπο; χαπάκι (που θα μπορούσε ενδεικτικά ν’ αντιστοιχίζεται με το παραδοσιακό πεγιότ των ιθαγενών της Ν. Αμερικής).
Η ανέφελη ζωή τους σκιάζεται από τη δολιότητα του διεφθαρμένου δημάρχου που τους στερεί το πόσιμο νερό, και διαταράσσεται επικίνδυνα, όταν δέχονται αιφνίδια δολοφονική επίθεση από ένοπλους Αμερικανούς μισθοφόρους.
Δεν αργούν ν’ αντιδράσουν.
Ο βραζιλιάνικος λαός έχει πολύ σημαντικότερους λόγους να καυχιέται, από τις επιδόσεις του στο ποδόσφαιρο και το φασαριόζικο καρναβάλι του Ρίο ντε Τζανέιρο, που καθιέρωσαν οι καθολικοί Πορτογάλοι κατακτητές. Οι προγονικές του καταβολές που πάνε 11000 χρόνια πίσω [η Βραζιλία κατοικείται από τα τέλη της τελευταίας εποχής των παγετώνων (9000 π.Χ.)], και στα 1500 μ.Χ., όταν καταφθάνει στη χώρα ο Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ, καταγράφονται τρία περίπου εκατομμύρια ιθαγενείς, οργανωμένοι σε 2000 φυλές και εθνότητες. Οι Πορτογάλοι δεν θα περιοριστούν στην υποδούλωση των ειρηνικών Ινδιάνων, που εξολοθρεύονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από την κακουχία και τις αρρώστιες. Αντίστοιχο καθεστώς δουλείας θα ισχύσει και για τους βίαια εκπατρισμένους Αφρικανούς εργάτες των ορυχείων χρυσού, των φυτειών ζαχαροκάλαμου ή της αποδοτικότατης υλοτομίας των δέντρων περναμπούκο.
Στα 1789, εκτός από τη Γαλλική Επανάσταση, ξεσπάει και το βραζιλιάνικο κίνημα ανεξαρτησίας ενάντια στους τυχοδιώκτες Μπαντεϊράντες, που κορυφώνεται υπό τον Ζουακίμ ντα Σίλβα Ζαβιέρ, γνωστό ως Τιραντέντες. Καταπνίγεται βάναυσα, και θα περάσει ένας αιώνας έως ότου καταργηθεί η δουλεία (1888), κι ελευθερωθούν οι 750.000 εργάτες σκλάβοι.
Το «Bacurau» βρίθει ιστορικών αναγωγών. Οι συμπαθείς Μπακουριανοί έχουν περί πολλού το μουσείο ιστορίας τους, όπου εκτίθενται εργαλεία, τελετουργικά αντικείμενα, όπλα και σύμβολα των προγόνων τους, των οποίων τα ήθη και έθιμα αναβιώνουν· στο χορό μα και στον πόλεμο (ο εκδικητής Λούνγκα θυμίζει πολεμιστή ιθαγενούς φυλής). Κι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συστατικά της δημιουργικής μαγιάς που επεξεργάζονται οι δύο σκηνοθέτες και σεναριογράφοι, είναι το νήμα που συνδέει τους αλλοτινούς Ινδιάνους της Βραζιλίας, με τούτους τους αλλοπαρμένους θιασώτες της ελευθερίας.
Αυτό όμως που κυρίως αξίζει να υπογραμμιστεί, είναι τ’ ότι ο τόνος δεν μπαίνει στην ανεμελιά της καθημερινής ζωής, στο γλέντι ή το ζευγάρωμα, αλλά στην αποφασιστικότητα της αντίστασης, που είναι κατ’ ανάγκην συλλογική και βίαιη. Και οι διώκτες τους κατονομάζονται (εξαιρετικά εύστοχη η σύνδεση με το ναζισμό) και τιμωρούνται. Η αναλογία μεταξύ των Πορτογάλων κατακτητών και των Αμερικανών εκμεταλλευτών είναι προφανής και ψηλαφήσιμη, όπως άλλωστε και η επικινδυνότητα των «απελεύθερων» του Bacurau, εξ ου και σβήνεται από το χάρτη.
Για την ταινία και τους συμβολισμούς της, ο Ζουλιάνο Ντορνέλες σε προ διετίας συνέντευξή του στο περιοδικό CULTURE καταθέτει: «Πολλές χώρες δεν διδάσκονται από την ιστορία τους. Το Bacurau είναι μια ταινία για την Ιστορία και τη Μνήμη. Το Bacurau θα μπορούσε να είναι μια μικρογραφία της Βραζιλίας που θα θέλαμε να έχουμε. Μια πολυφυλετική κοινωνία όπου οι άνθρωποι αυτομορφώνονται. Έχει να κάνει με την αντίσταση, με το πως αντιμετωπίζει κανείς δύσκολες καταστάσεις. […] Δεν είναι σύνηθες να βλέπει κανείς μαύρους στο σερτάο, τη βραζιλιάνικη ενδοχώρα, γιατί όταν τους έφεραν από την Αφρική σκλάβους δούλευαν στις φυτείες κοντά στα παράλια, […] Το Bacurau είναι μια ταινία για τη βραζιλιάνικη ιστορία. Όταν θα την δουν οι Βραζιλιάνοι, θα κάνουν αυτή τη σύνδεση. […] Δεν επιδιώκαμε να κάνουμε μια πολιτική ταινία. Θέλαμε να κάνουμε μια ταινία είδους (genre) αλλά κυρίως μια τίμια βραζιλιάνικη ταινία. Μιλώντας όμως για τη βραζιλιάνικη κοινωνία και τις αντιθέσεις της, η ταινία γίνεται πολιτική. Η κοινότητα του Bacurau λέει όχι στην εισβολή των ξένων και αυτόματα η ταινία γίνεται πολιτική. […] Το σερτάο, στα βορειοανατολικά της χώρας, είναι μια δύσκολη περιοχή, δεν υπάρχει αρκετό νερό, οι άνθρωποι εκεί περνάν δύσκολα. Είμαστε μια μεγάλη χώρα, έχουμε τεχνογνωσία, αυτό το πρόβλημα με το νερό θα μπορούσε να είχε λυθεί εδώ και πολλά χρόνια. Καταφέρνεις πολλά όμως με τον έλεγχο του νερού. Γιατί να το δώσεις δωρεάν αν μπορείς να το πουλήσεις; […] Όταν αρχίσαμε το μοντάζ πιστεύαμε πως δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να βγει πρόεδρος ο Μπολσονάρου. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω πως έγινε».
Η ταινία χάνει στα σημεία, ενδίδοντας συχνά στην αφηγηματική φλυαρία, την περιπλοκή και την αποσπασματικότητα, αδυναμίες που δεν μειώνουν ωστόσο τη δύναμη του εξαιρετικού φινάλε, τίποτα λιγότερο από ένα στεντόρειο κάλεσμα σε παλλαϊκή εξέγερση. Μηνύοντας ταυτόχρονα πως η μετάβαση σε μια κοινωνία ισότητας κι ελευθερίας δεν μπορεί να είναι ειρηνική.
Μεγάλο βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ των Καννών (2019).
Θέμις