Το βράδυ της 27 Σεπτέμβρη 1941, ενώ η μπότα της γερμανοφασιστικής κατοχής πατούσε βαριά όλη την Ελλάδα, σ’ ένα μικρό σπίτι στο τέρμα της οδού Μαυρομιχάλη στην Αθήνα, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση που κατέληξε στη δημιουργία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).
Στη συνάντηση αυτή που ήταν κατάληξη προγενέστερων επαφών -κατά τις οποίες διαπιστώθηκε και η άρνηση και η αποφυγή των αστικών δυνάμεων και παραγόντων για ένα απελευθερωτικό μέτωπο ενάντια στον κατακτητή – πήραν μέρος εκτός από τον εκπρόσωπο του ΚΚΕ και τρεις ακόμα εκπρόσωποι μικρών κομμάτων [Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ), Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ), Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ)] που ενέκριναν το ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ και το πρώτο του διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, που πρότεινε το ΚΚΕ και το οποίο μοιράστηκε πλατιά.
Η δημιουργία του ΕΑΜ στηρίχθηκε στη γενική πολιτική κατεύθυνση που χάραξε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ακολούθησε και το επαναστατικό ΚΚΕ για τον αντιφασιστικό αγώνα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, που αποτυπώθηκε και στο γνωστό ως πρώτο γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη για τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο.
Σ’ αυτήν πρωτοστάτησε το ΚΚΕ, που αν και η γερμανική κατοχή το βρήκε βαριά χτυπημένο από τη φασιστική δικτατορία του Μεταξά και με το μεγάλο μέρος της ηγεσίας του στις φυλακές και στις εξορίες και τις οργανώσεις του σοβαρά αποδυναμωμένες, με τους αγώνες, τις θυσίες και τη θαρραλέα δράση και στάση των μελών και στελεχών του στα πεδία των μαχών και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, έγινε η ψυχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενάντια στην τριπλή υποδούλωση της χώρας μας στον γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό φασισμό.
Με επικεφαλής τους κομμουνιστές, το ΕΑΜ άπλωσε με ταχύτητα την επιρροή του σε όλη τη χώρα και στις πόλεις και στην ύπαιθρο.
Μπαίνοντας μπροστά στην πάλη για την απελευθέρωση και την επιβίωση του λαού, οργανώνοντας μεγάλες κινητοποιήσεις, απεργίες και συλλαλητήρια, αποκτώντας ακόμα μεγαλύτερη ισχύ στον αγώνα με τη δημιουργία πρώτα απ’ όλα του ΕΛΑΣ και του ΕΛΑΝ, με τη δημιουργία της ΕΠΟΝ και άλλων μορφών αντιστασιακής οργάνωσης και πάλης, έγινε η πιο ισχυρή εθνικοαπελευθερωτική δύναμη που συσπείρωσε τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και των άλλων λαϊκών στρωμάτων που κατόρθωσε να απελευθερώνει μεγάλες περιοχές της χώρας και να εγκαθιστά εκεί δομές λαϊκής εξουσίας που συνενώθηκαν κάτω από την “κυβέρνηση του βουνού”, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΑΕΑ).
Το ΕΑΜ, στηριζόμενο από τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού, διαθέτοντας λαϊκό στρατό και οργανώσεις σε κάθε γωνιά της χώρας, αλλά και απελευθερωμένες περιοχές με εγκαθιδρυμένη λαϊκή εξουσία, αναδείχθηκε σε πανίσχυρη πολιτική δύναμη της χώρας, που μπορούσε να κατευθύνει τις παραπέρα πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, που μπορούσε να κατακτήσει το “έπαθλο” που έγραφε ο Ν. Ζαχαριάδης στο ιστορικό “Ανοιχτό γράμμα προς το λαό της Ελλάδας” μετά την εισβολή του ιταλικού φασισμού: “μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό”.
Όμως η ηγεσία του ΕΑΜ και πρώτα απ’ όλα η ηγεσία του ΚΚΕ δεν στάθηκε άξια, ύστερα από το διώξιμο των κατακτητών, να οδηγήσει την ΕΑΜική εποποιία ως την άνοδο των λαϊκών δυνάμεων στην εξουσία. Αντίθετα, με διαδοχικές πράξεις της, που η μία ήταν καταστροφικότερη από την προηγούμενη, δηλαδή, κυρίως με τη συμφωνία του Λιβάνου, τη συμφωνία της Καζέρτας και τη συμφωνία της Βάρκιζας, έδωσαν τη δυνατότητα να ξαναεπιβληθούν οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές στην Ελλάδα και η μαύρη ελληνική αντίδραση στην εξουσία.
Η συμμετοχή στη διάσκεψη του Λιβάνου (17-20.5.1944), στη διαδικασία συγκρότησης κυβέρνησης “εθνικής ενότητας” με τα αστικά κόμματα, που κίνησαν οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές και οι εντολοδόχοι τους στην ελληνική πλουτοκρατική ολιγαρχία και η υπογραφή της συμφωνίας του Λιβάνου αποτέλεσαν πράξη πολιτικού συμβιβασμού και υποταγής της Εαμικής αντίστασης στα σχέδια των Εγγλέζων και των ελληνικών αστικών κομμάτων, που ήταν και απόντα από την αντιχιτλερική αντίσταση.
Η συμφωνία της Καζέρτας (24.9.1944) που έβαλε τον ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές της κυβέρνησης “εθνικής ενότητας” και του Άγγλου στρατηγού Σκόμπυ, σήμανε στρατιωτική υποταγή και άνοιγμα του δρόμου για τη διάλυση του ΕΛΑΣ και τον αφοπλισμό της ΕΑΜικής αντίστασης από το δυναμικότερο βραχίονά της.
Η συμφωνία της Βάρκιζας (12.2.1945), ήταν μια πράξη συνθηκολόγησης, παράδοσης των όπλων, νομιμοποίησης της δίωξης των αγωνιστών της αντίστασης και εγκαθίδρυσης των αντιδραστικών δυνάμεων στην εξουσία, η οποία υπογράφτηκε μετά την ηρωική αντίσταση 33 ημερών του λαού της Αθήνας και του Πειραιά στην ένοπλη αγγλική επέμβαση τον Δεκέμβρη του 1944 και αφού οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ δεν έριξαν όλες τις δυνάμεις που διέθεταν σε αυτή την κρίσιμη μάχη, κρατώντας τις κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ μακριά από τη σύγκρουση.
Η αιτία που οδήγησε σ’ αυτές τις ολέθριες πολιτικές πράξεις βρίσκεται στην πολιτική που κυριάρχησε στην καθοδήγηση του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής, η οποία δεν συνέδεσε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με το ζήτημα της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας και προσανατόλισε τον αγώνα του ΕΑΜ σε μια κατεύθυνση ο μεταπελευθερωτικός “τρόπος διακυβέρνησης” να καθορισθεί με “προκήρυξη εκλογών με βάση την αναλογική” -όπως αναφέρεται και στο ιδρυτικό του ΕΑΜ. Βρίσκεται στο ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν έβλεπε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως αντιιμπεριαλιστικό-ταξικό αγώνα. Επιπλέον δεν θεωρούσε ότι μπορεί να “τα βγάλει πέρα με τους Άγγλους” και γι’ αυτό επεδίωκε ένα συμβιβασμό που εκφράστηκε με τη γραμμή της συμμετοχής σε “κυβέρνηση εθνικής ενότητας” με τα αστικά κόμματα, παρόλο που η Εαμοελασίτικη αντίσταση είχε δημιουργήσει συσχετισμό δυνάμεων μέσα στη χώρα που της επέτρεπε να προχωρήσει στην κατάληψη της εξουσίας και να βάλει τα θεμέλια για μια ανεξάρτητη λαϊκοδημοκρατική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Το ΕΑΜ, παρόλο που δεν κατάφερε να επιτελέσει το έργο της απαλλαγής από κάθε ιμπεριαλιστική εξάρτηση και να αποτρέψει την επιστροφή της ελληνικής αντίδρασης στην εξουσία, διώχνοντας τον φασίστα καταχτητή και προσφέροντας τα μέγιστα στα χρόνια της κατοχής στον αγώνα επιβίωσης του ελληνικού λαού και πρωταγωνιστώντας στην οργάνωση της απελευθερωτικής πάλης, έγραψε μια απαράμιλλη εποποιία που έχει ριζώσει μέσα στον ελληνικό λαό με τον οποίο δέθηκε με δεσμούς αίματος .
Οι συκοφαντίες και τα ψεύδη που εκτόξευσε η μαύρη εμφυλιακή και μετεμφυλιακή αντίδραση αλλά και όλη η αντικομμουνιστική προπαγάνδα μέχρι σήμερα, ενάντια στο ΕΑΜ, δεν μπόρεσαν και δεν μπορούν να θίξουν την αίγλη του. Βρίσκεται στην κορυφή της ιστορίας των απελευθερωτικών αγώνων του ελληνικού λαού στον 20ό αιώνα και είναι μια πηγή μεγάλων διδαγμάτων για το λαϊκό κίνημα και, ιδιαίτερα, για το κομμουνιστικό κίνημα που στάθηκε ο πρωτεργάτης του.