Ταξικό, διεκδικητικό γυναικείο κίνημα στις συνθήκες του σήμερα
Η καθιέρωση της 8ης Μάρτη ως «Ημέρα της γυναίκας» έγινε ύστερα από πρόταση της Γερμανίδας κομμουνίστριας Κλάρα Τσέτκιν, στην Δεύτερη Διεθνή Συνδιάσκεψη των σοσιαλιστριών γυναικών στην Κοπεγχάγη, το 1910. Καθιερώθηκε στη μνήμη των εργατριών από τα υφαντουργεία και τα ραφτάδικα της Νέας Υόρκης, των οποίων η κινητοποίηση στις 8 του Μάρτη 1857 πνίγηκε στο αίμα. Τότε που χιλιάδες εργάτριες υφάντριες και κλωστοϋφαντουργίνες οργάνωσαν μεγάλη απεργία και διαδήλωση απαιτώντας καλύτερες συνθήκες και λιγότερες ώρες δουλειάς (τότε δούλευαν 14 ώρες) και ίση αμοιβή με τους άνδρες συναδέλφους τους. Η αστυνομία έδωσε αιματηρό τέλος στη διαδήλωση, πολλές γυναίκες συνελήφθησαν και μερικές δολοφονήθηκαν.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, το γυναικείο κίνημα πέτυχε αλλού μεγάλες, αλλού μικρότερες, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις λαμπρές νίκες. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, υπήρξε σαφής βελτίωση στη θέση της γυναίκας, γεγονός το οποίο καθόλου τυχαίο δεν ήταν. Καθοριστική σημασία σε αυτό, όπως και σε όλες τις κατακτήσεις του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, έπαιξε η σοσιαλιστική επανάσταση του 1917.
Σήμερα, το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα βρίσκει τη γυναίκα αντιμέτωπη με ανεργία σε υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με τους άντρες, ακόμη πιο ελαστικές σχέσεις εργασίας, μερική απασχόληση, μισθούς χαμηλότερους από εκείνους των αντρών, συνθήκες εργασίας χωρίς αξιοπρέπεια, απολύσεις εγκύων, σεξουαλικές παρενοχλήσεις, θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ακόμη και δολοφονιών. Αυτά επιφύλασσε και για τη γυναίκα, το στυγνό εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που καταγράφει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ), για τον μήνα Οκτώβριο του 2021, το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες (17,5%) είναι όπως πάντα σταθερά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των αντρών (9,9%).
Και στο επίπεδο των αμοιβών, εξακολουθεί να υπάρχει το λεγόμενο «χάσμα», η διαφορά αμοιβών μεταξύ αντρών-γυναικών. Στην ΕΕ, οι γυναίκες αμείβονται κατά16 % λιγότερο από τους άνδρες. Μάλιστα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις χώρες, οι οποίες έχουν κάνει ανεπαρκή πρόοδο στη μείωση του χάσματος στις αμοιβές μεταξύ των φύλων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εντοπίστηκαν, έλλειψη στη διαφάνεια των αμοιβών στην αγορά εργασίας, αναποτελεσματικά ένδικα μέσα και ανεπαρκείς εξουσίες και πόροι των εθνικών φορέων για την ισότητα των φύλων.
Και καθώς η ΕΕ παριστάνει την ευαίσθητη σε τέτοια ζητήματα, αναλαμβάνει υποτίθεται δράσεις για να παρέμβει. Έτσι, θεσπίζει νόμους όπως «τα δικαιώματα της ΕΕ για την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής» ή καθιερώνει την ετήσια «Ημέρα για την Ισότητα των Αμοιβών». Ανέξοδες και κούφιες διακηρύξεις, την ίδια στιγμή που μέσα από τη νεο-φιλελεύθερη πολιτική της, τις επιταγές και τις οδηγίες της, πηγάζουν όλα τα αντεργατικά μέτρα, μέτρα που ενισχύουν και διευρύνουν τις ανισότητες, μέτρα που επιτίθενται στις κατακτήσεις ολόκληρου αιώνα, όπως η κατάργηση του 8ωρου, της Κυριακάτικης αργίας κτλ. μέτρα που συρρικνώνουν έως αφανίζουν τελείως τις κοινωνικές υπηρεσίες, το κράτος-πρόνοιας και τόσα άλλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ειδικά για τα δικαιώματα των γυναικών που ίσχυαν, είναι η περίπτωση όπου με οδηγία της ΕΕ δεν απαγορεύεται πλέον η απόλυση εγκύου γυναίκας, ή άλλες παλιότερες οδηγίες που στο όνομα της ισότητας εξίσωσαν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης μεταξύ αντρών-γυναικών.
Η θέση της Ελληνίδας γυναίκας στην οικογένεια, στη συντριπτική πλειοψηφία εξακολουθεί να παίζει καθοριστικά αποτρεπτικό ρόλο στη χειραφέτησή της. Καθώς είναι εκείνη που σηκώνει όλο το βάρος του νοικοκυριού, της οικογένειας και της ανατροφής των παιδιών, είτε εργάζεται, οπότε είναι εργαζόμενη και ταυτόχρονα νοικοκυρά, είτε είναι άνεργη, όποτε περιορίζεται αποκλειστικά στον ρόλο της νοικοκυράς. Το ζήτημα της ανατροφής των παιδιών, που φυσικά και δεν είναι μόνο γυναικείο ζήτημα συνδέεται με την απουσία δομών κοινωνικού κράτους, επιδομάτων και συνολικά με μια πολιτική έμπρακτης ενίσχυσης και στήριξης των οικογενειών με παιδιά, τα οποία κάθε κυβέρνηση αποσιωπά όταν αναφέρεται στην περιβόητη «γήρανση του πληθυσμού».
Καθώς το κομμουνιστικό κίνημα παλεύει για την ενότητα της εργατικής τάξης και όλου του λαού ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, χρώμα, θρησκεία, εθνικότητα, διατηρεί σαφείς αποστάσεις από το φεμινιστικό κίνημα που βλέπει και εργάζεται για τη «γυναικεία απελευθέρωση» στρέφοντας μάλιστα τα βέλη του ενάντια στην πατριαρχία, τον ανδροκρατισμό και τον «φαλλοκρατισμό». Αυτή η τάση του γυναικείου κινήματος είναι σαφώς διαχωριστική, δημιουργεί συνθήκες εμφυλίου πολέμου, αλλά «ξεχνάει», υποτιμά και καλύπτει το αστικό – καπιταλιστικό σύστημα, διοχετεύοντας σε δευτερεύοντα κανάλια τον αγώνα.
Ένα πραγματικά επαναστατικό, διεκδικητικό γυναικείο κίνημα, δεν μπορεί παρά να είναι ταξικό, να παλεύει για το ψωμί, τη δουλειά, την απελευθέρωση και για τα δυο φύλα. Τα αιτήματα ενός νέου γυναικείου κινήματος δεν είναι αποκομμένα από αυτά για τα οποία παλεύει ο εργαζόμενος λαός. Είναι άμεσα συνυφασμένα με το συνδικαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα την ταξική πλευρά του και την πραγματική αριστερά.
Γυναίκες εργαζόμενες μέσα στα σωματεία στους χώρους δουλειάς, δίνουν κοινούς αγώνες με τους άντρες συναδέλφους τους και παλεύουν:
• για την κατάργηση όλων των διακρίσεων (και της νομοθεσίας που τις πιστοποιεί και τις αναπαράγει)
• για την ισότητα ανδρών και γυναικών στην εργασία (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα)
• για τη δημόσια και δωρεάν υγεία και περίθαλψη, ελεύθερη και υψηλής ποιότητας
• για το δικαίωμα στην άμβλωση, την αντισύλληψη και τα επιδόματα υγείας, ενάντια στο «εμπόριο σαρκός», ιδιαίτερα στις μετανάστριες
• για την πλήρη προστασία της μητρότητας και της μονογονεϊκής οικογένειας
• για τη δημόσια και δωρεάν παιδική φροντίδα και την εκπαίδευση
• Πάνω απ’ όλα για το δικαίωμα στη δουλειά.