Οι διαπραγματεύσεις στην 27η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP27), οι οποίες κόντεψαν να καταρρεύσουν λίγο πριν από τη λήξη τους, ολοκληρώθηκαν, μετά από παρατάσεις.
Το ζήτημα της δημιουργίας ενός Ταμείου για την κάλυψη των «απωλειών και των ζημιών» που έχουν υποστεί οι «ιδιαίτερα ευάλωτες» φτωχές χώρες από περιβαλλοντικές καταστροφές, απειλούσε να εκτροχιάσει τη Διάσκεψη. Δεν τέθηκε στην ημερήσια διάταξή της, παρά την τελευταία στιγμή, μετά τους πολλούς δισταγμούς και την κατηγορηματική εναντίωση, που εξέφραζαν για καιρό οι αναπτυγμένες, πλούσιες χώρες, και μόνο με όρο ότι θα αποκλειστεί η δυνητική απόδοση νομικών ευθυνών και η καταβολή αποζημιώσεων !!!
Οι «πλούσιες» χώρες, ανάμεσά τους αυτές της ΕΕ και οι ΗΠΑ, που με το λεγόμενο «εμπόριο ρύπων» και το «Χρηματιστήριο Διοξειδίου του Άνθρακα», επιβαρύνουν το περιβάλλον και τους λαούς των περιοχών του τρίτου κόσμου, έχουν μπλοκάρει προηγούμενες απόπειρες για τη δημιουργία τέτοιου Ταμείου.
Η Διάσκεψη αυτή, εν μέσω ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης, που τροφοδοτείται και από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον γενικότερο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και την ανισόμετρη ανάπτυξη, οδηγεί σε μία νέα φρενίτιδα για τον έλεγχο των πηγών και των δρόμων της ενέργειας (πετρελαίου και φυσικού αερίου), αλλά και για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών και άλλων «πράσινων εργαλείων» παραγωγής ενέργειας.
Και μόνον η άφιξη στο Σαρμ Ελ Σεϊκ της Αιγύπτου 45.000 εκπροσώπων αντιπροσωπειών από 200 χώρες, με εκατοντάδες ιδιωτικά τζετ -και συνεπώς περισσότερων εκπομπών- αποτελεί έναν ενδεικτικό συμβολισμό.
Η παρουσία 600 αντιπροσώπων του «λόμπι των ορυκτών καυσίμων», ήταν το δεύτερο συμβολικό γεγονός, τη στιγμή που ο αριθμός των αντιπροσώπων του συγκεκριμένου λόμπι είναι μεγαλύτερος από αυτόν του συνόλου των αντιπροσωπειών των δέκα μεγαλύτερων χωρών που επηρεάζονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, οι εντάσεις και οι συγκρούσεις σε άλλες γωνιές του πλανήτη και η κούρσα των εξοπλισμών, αποδεικνύουν ότι μπροστά στον οικονομικό και γεωπολιτικό ανταγωνισμό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, η προστασία του περιβάλλοντος θεωρείται δευτερεύον ζήτημα.
Τελικά μετά από τις έντονες πιέσεις των αναπτυσσόμενων και φτωχών χωρών, στην τελική ομόφωνη Ανακοίνωση περιλαμβάνεται και η απόφαση για τη δημιουργία Ταμείου χρηματοδότησης των φτωχότερων χωρών για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Αυτό το σημείο χαιρετίστηκε από πολλούς εκπροσώπους και θεωρήθηκε ως η μόνη θετική συμφωνία των συνομιλιών της COP27. Από τη Συμμαχία Μικρών Νησιωτικών Κρατών μάλιστα, που αποτελείται από νησιά των οποίων η ίδια η ύπαρξη απειλείται από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, χαρακτηρίστηκε «ιστορική».
Το «διά ταύτα» όμως του εν λόγω Ταμείου, που θα χρηματοδοτηθεί από τους «πλούσιους» ρυπαντές με κρατικά πακέτα, επιχειρηματικές επενδύσεις, δάνεια κ.ά., όπως και οι όροι για την αποδέσμευση κονδυλίων, είναι ζητήματα που έμειναν μετέωρα για παραπέρα παζάρια και θα απαντηθούν από μια μεταβατική επιτροπή, η οποία θα θέσει σε λειτουργία τη χρηματοδότηση στη συνάντηση για το κλίμα του επόμενου έτους στο Ντουμπάι.
Σε παταγώδη όμως αποτυχία οδηγήθηκε η συζήτηση για το ζήτημα της μείωσης της χρήσης των ορυκτών καυσίμων και των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Το όνειρο του περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από τους 1,5 βαθμούς Κελσίου, μέχρι τα τέλη του αιώνα, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, που δεν περιελήφθη ποτέ στις αποφάσεις και που είχε τεθεί σε προηγούμενες Διασκέψεις σαν «ευχή» και χωρίς συγκεκριμένες δεσμεύσεις, έσβησε, αφού οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ και, για να καλυφθεί ο στόχος αυτός, θα πρέπει μέχρι το 2030 να μειωθούν οι εκπομπές αυτές κατά 50%, πράγμα που αποτελεί ένα άλλο «όνειρο θερινής νυκτός».
Οι ηγέτες των χωρών Αφρικής – Ασίας, – Ν. Αμερικής άκουσαν με καχυποψία τις διαβεβαιώσεις του Αμερικανού Προέδρου Μπάιντεν, ότι η Αμερική θα πετύχει τους στόχους που έθεσε μέχρι το 2030 και τις υποσχέσεις του για περισσότερα χρήματα προς τα φτωχότερα έθνη που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή, αφού οι ΗΠΑ δεν έχουν εκπληρώσει ακόμη τις υποχρεώσεις από τις προηγούμενες δεσμεύσεις τους. Πιο συγκεκριμένα η δέσμευση που συμφωνήθηκε το 2009 για τη χρηματοδότηση των φτωχών χωρών από πλουσιότερες χώρες με 100 δισ. δολάρια ετησίως, για το κλίμα, μέχρι το τέλος του 2020, δεν έχει ακόμη επιτευχθεί δύο χρόνια μετά τη λήξη της προθεσμίας.
Στο τελικό κείμενο προβλέπεται η προώθηση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και άλλων μορφών Ενέργειας «με χαμηλές εκπομπές», ενισχύοντας τον ανταγωνισμό γύρω και από αυτές τις δραστηριότητες.
Στα πλαίσια της αντιπαράθεσης αυτής για «πράσινες μπίζνες», η κυβέρνηση Μπάιντεν με νόμο πριμοδοτεί αμερικάνικα μονοπώλια της «πράσινης φράξιας» με τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις και μεγάλες φοροαπαλλαγές, που καταστρώνουν σχέδια για νέα εργοστάσια στις ΗΠΑ ή μονάδες παραγωγής Ενέργειας από ΑΠΕ, συνολικού κόστους τουλάχιστον 16,2 δισ. δολ., ενώ στις ΗΠΑ μεταβαίνουν και βιομηχανίες ηλεκτροκίνησης (οχημάτων και μπαταριών, BMW, «Hyundai» και «Toyota»), προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της ΕΕ, που θεωρούσαν προνόμιό τους το πεδίο αυτό.
Χαρακτηριστικές του ανταγωνισμού ήταν και οι δηλώσεις της Γερμανίδας υπουργού Εξωτερικών Α. Μπέρμποκ, η οποία πίεσε την Κίνα να συμβάλει σημαντικά σε ένα λεγόμενο Ταμείο για τις Κλιματικές Καταστροφές, με το επιχείρημα ότι είναι από τους μεγάλους ρυπαντές, αλλά και της Γερμανίδας υπουργού Ανάπτυξης Σ. Σούλτσε, η οποία είπε ότι «η Κίνα έχει το 28% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου» και άρα «πρέπει να συμβάλει στην αντιμετώπιση της ζημιάς».
Για να έρθει στο τέλος η δήλωση του επικεφαλής του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, που αποτυπώνει συνοπτικά την έκβαση της COP27: «Οι αντιπροσωπείες έκαναν ένα σημαντικό βήμα προς τη δικαιοσύνη με το ταμείο απωλειών και ζημιών, αλλά δεν πίεσαν για την επείγουσα μείωση των εκπομπών για την υπερθέρμανση του πλανήτη… Ο πλανήτης μας βρίσκεται ακόμα στην εντατική… Πρέπει να μειώσουμε δραστικά τις εκπομπές τώρα και αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν αντιμετώπισε αυτή η COP» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Δεδομένου λοιπόν ότι τα λαϊκά στρώματα και οι φτωχές χώρες υφίστανται και θα υποστούν τις συνέπειες και της περιβαλλοντικής καταστροφής, έχει μεγάλη σημασία η αγωνία και η ευαισθησία για το περιβάλλον και το κλίμα να μην αφεθεί να αξιοποιηθεί από τα πανίσχυρα «πράσινα» ή μη πλανητικά μονοπώλια και τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία, να μην υπάρξουν αυταπάτες για τις Διασκέψεις και Συμφωνίες, που, όπως σημειώναμε και στο προηγούμενο φύλλο μας, αποτυπώνουν κυρίως τους συσχετισμούς και τον άγριο ανταγωνισμό τους και το «οικολογικό» κίνημα θα πρέπει να αποκτήσει πολιτικά χαρακτηριστικά και να συνδεθεί με το εργατικό-λαϊκό κίνημα ενάντια στην ιμπεριαλιστική-καπιταλιστική βαρβαρότητα, που γεννά και τα φαινόμενα αυτά.