Παζάρια και συμφωνίες για «δίκαιη» μοιρασιά

Στις 9 Απρίλη στις Βρυξέλλες πραγματοποιήθηκε η 21η Σύνοδος ΕΕ- Κίνας, στους άξονες που είχαν ήδη τεθεί από την άτυπη τετραμερή συνάντηση στο Παρίσι, μεταξύ Μέρκελ, Μακρόν, Γιούνκερ και Σι Τζιπίνγκ. Την ΕΕ εκπροσώπησε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Tουσκ, και την Κίνα ο πρωθυπουργός, Λι Κετσιάνγκ. Οι δύο πλευρές μετά από παζάρια, «δύσκολες αλλά καρποφόρες διαπραγματεύσεις», σύμφωνα με τον Τουσκ, κατέληξαν σε κοινή δήλωση, όπου σε ό,τι αφορά τις διμερείς εμπορικές τους σχέσεις τονίζεται η δέσμευση να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους με βάση την αμοιβαιότητα, την ισότιμη μεταχείριση και τον δίκαιο ανταγωνισμό με κοινούς όρους λειτουργίας των αγορών, την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Γερμανία και Γαλλία επιζητούν διακαώς την ελεύθερη πρόσβαση και το άνοιγμα στην αχανή κινέζικη αγορά για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, τον περιορισμό των κινέζικων κρατικών επιδοτήσεων, ένα αυστηρό πλαίσιο απαγόρευσης πρόσβασης στην τεχνογνωσία υψηλών τεχνολογιών από τις κινέζικες εταιρείες, θέτοντας παράλληλα ζητήματα ασφάλειας στον κυβερνοχώρο. Η Κίνα αποτελεί βασικό εμπορικό εταίρο της ΕΕ, καλύπτει το 20% των εισαγωγών της ΕΕ, ενώ απορροφά το 11% των εξαγωγών της, εμφανίζοντας πλεόνασμα έναντι των ευρωπαϊκών εταιρειών. Οι δηλώσεις Γιούνκερ ότι «…εμείς στην Ευρώπη επιμένουμε πως οι εταιρείες μας στην Κίνα πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τις κινεζικές στην Ευρώπη», αποτυπώνουν ακριβώς τις απαιτήσεις των δύο ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ο πρωθυπουργός, Λι Κετσιάνγκ, διαβεβαίωσε ότι δεν θα υποχρεώνονται οι ξένες εταιρείες να μοιράζονται ευαίσθητα δεδομένα και τεχνογνωσία με τις κινέζικες.
Στην κοινή δήλωση επιβεβαιώνεται η δέσμευση για καταπολέμηση του «προστατευτισμού» και των μονομερών ενεργειών, καθώς και η σταθερή υποστήριξη των κανόνων που διέπουν το πολυμερές εμπορικό σύστημα με επίκεντρο τον ΠΟΕ (Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου), προάγοντας ταυτόχρονα και μια σειρά από μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με τον Τουσκ «Τόσο η Κίνα όσο και η Ευρώπη έχουν μεγάλο οικονομικό συμφέρον να διατηρηθούν οι σημαντικές ροές εμπορικών συναλλαγών, οι οποίες πραγματοποιούνται χάρη στο σύστημα εμπορίου που βασίζεται σε κανόνες. Ωστόσο, για να συνεχιστεί η λειτουργία αυτού του συστήματος, πρέπει να επικαιροποιηθεί σύντομα. Για την ΕΕ αυτό σημαίνει σοβαρή μεταρρύθμιση του ΠΟΕ, η οποία θα καλύπτει κατά προτεραιότητα τις βιομηχανικές επιδοτήσεις». Είναι προφανές ότι αυτή η σύγκλιση στην «πολυμέρεια» αποτελεί αποστασιοποίηση από την πολιτική που προωθούν οι ΗΠΑ στο επίπεδο των εμπορικών συμφωνιών, τη στιγμή που τρέχουν οι νέες διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ τόσο με την Κίνα όσο και με την ΕΕ. Μετά τις επιλογές Τραμπ, την αναθεώρηση και το πάγωμα σειράς εμπορικών συμφωνιών, η Κίνα κερδίζει έδαφος, εμφανίζεται ως ο ρυθμιστής και ο θεματοφύλακας των κανόνων του ελεύθερου εμπορίου. Στο κοινό ανακοινωθέν σημειώνεται επίσης η ανάληψη κοινών συνεργειών για τη σύνδεση Ευρώπης – Ασίας, βιώσιμων σιδηροδρομικών διαδρομών μεταφορών, στα πλαίσια του κινέζικου σχεδίου «Μια Ζώνη – Ένας Δρόμος» και του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών, ενώ υπογραμμίζεται η σθεναρή υπεράσπιση της Συμφωνίας του Παρισιού, η διατήρηση της Συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Με δεδομένο ότι η προσέγγιση ΕΕ- Κίνας και η σαφής αναβάθμιση των σχέσεών τους, το τελευταίο διάστημα βασίζεται στην αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ απέναντι στην ΕΕ, αλλά και την ολοένα εντεινόμενη διείσδυση της Κίνας στην Ευρώπη, οι δύο πλευρές προσπάθησαν να συγκεράσουν τις διαφορές και να ικανοποιήσουν τα επιμέρους συμφέροντά τους.
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση της Κίνας, αξιοποιώντας τις ρωγμές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και βέβαια τους κλυδωνισμούς και την αβεβαιότητα διαρκείας που έχει προκαλέσει το Brexit, προωθεί με ένταση τα κολοσσιαία επενδυτικά της σχέδια, αυξάνοντας την οικονομική διείσδυση και πολιτική επιρροή στην Ευρώπη. Τα κυβερνητικά στελέχη επαναλαμβάνουν ότι η Κίνα δεν σκοπεύει να «τορπιλίσει» την ενότητα της ΕΕ, ωστόσο ούτε ο Μακρόν με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό ούτε η Μέρκελ αποδυναμωμένη στην τελευταία της θητεία, μπορούν να εξασφαλίσουν και να επιβάλουν μια ενιαία ευρωπαϊκή γραμμή στην προσέγγιση με την Κίνα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ιταλίας, της 3ης ευρωπαϊκής οικονομίας που προχώρησε σε μονομερή συμφωνία και ένταξη στους «νέους δρόμους του μεταξιού». Η ανάδειξη εθνικιστικών δυνάμεων, ιδιαίτερα στις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες που προσβλέπουν σε θεσμικές αλλαγές της ΕΕ δημιουργεί ήδη σοβαρούς τριγμούς και επαναδιαπραγματεύσεις κατευθύνσεων που οδηγούν σε νέους συσχετισμούς. Η κάθε χώρα ακολουθεί τη δική της στρατηγική και υπογράφει τις δικές της συμφωνίες, την ίδια στιγμή που στις Βρυξέλλες προσπαθούν να κρατήσουν μια ενιαία στάση, να βάλουν όρους για τον έλεγχο της κινέζικης διείσδυσης. Παρά λοιπόν τις όποιες συγκλίσεις, το κύριο χαρακτηριστικό των σχέσεών τους είναι ο αδυσώπητος ανταγωνισμός, οι βασικές αντιθέσεις Γαλλίας – Γερμανίας με την Κίνα, στο μέτρο που αυξάνει την επιρροή της, οξύνονται.

★★★

Προκαλώντας όλο και πιο έντονη ανησυχία σε Γαλλία και Γερμανία, υπογραμμίζοντας τις εύθραυστες ισορροπίες στην ΕΕ, λίγες μέρες μετά τη Σύνοδο ΕΕ- Κίνας, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση της πρωτοβουλία «16+1», στο Ντουμπρόβνικ της Κροατίας μεταξύ 16 χωρών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης (Σερβία, Μαυροβούνιο, Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Κροατία, Σλοβενία, Τσεχία, Πολωνία, Σλοβακία, Λετονία, Λιθουανία και Εσθονία) και της Κίνας, όπου πλέον με τη συμμετοχή της Ελλάδας μετονομάζεται σε «17+1». Η συμμετοχή της Ελλάδας στην κινέζικη πρωτοβουλία υπακούει στη λογική της εξάρτησης και της επαιτείας, την οποία βαφτίζει «ανάπτυξη» και πολύπλευρη εξωτερική πολιτική η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αναζητώντας ισχυρούς προστάτες, ξεπουλώντας σημαντικές υποδομές που στήθηκαν με τις θυσίες του ελληνικού λαού, η κυβέρνηση προπαγανδίζει ότι δημιουργεί προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας. Η ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας έχει βασιστεί στις «βέλτιστες πρακτικές» που χρόνια τώρα οραματίζεται και προωθεί εντατικά η ΕΕ στα εργασιακά, δηλαδή στις βάρβαρες συνθήκες καπιταλιστικού κάτεργου, με ανύπαρκτα δικαιώματα για τους εργαζόμενους. Αυτές είναι η περίφημες θέσεις εργασίας που δημιουργούν οι άρπαγες, λεγόμενοι επενδυτές.
Η πρωτοβουλία «17+1» εντάσσεται στο τεράστιο σχέδιο επενδύσεων της Κίνας και στη διασφάλιση της δυναμικής της παρουσίας στην Ευρώπη και κυρίως στα Βαλκάνια. Η Κίνα ασκώντας ιμπεριαλιστική πολιτική έχει ήδη επενδύσει στις φτωχές Βαλκανικές χώρες υπέρογκα ποσά, χρηματοδοτώντας κατασκευαστικά έργα, εξαγοράζοντας κρίσιμες υποδομές, στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών. Η οικονομική εξάρτηση από την Κίνα και η αύξηση της πολιτικής της επιρροής, δημιουργεί το υπόβαθρο για ανατροπή στις γεωπολιτικές ισορροπίες, αναδεικνύει την Κίνα, εκτός από τη Ρωσία, σε σημαντικό αντίπαλο για τον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό στην περιοχή των Βαλκανίων.
Οι μεγάλες δυνάμεις ερίζουν στα Βαλκάνια και αυτό μόνο ευημερία, ανάπτυξη και ειρήνη δεν συνεπάγεται για τους λαούς, όπως έχει επανειλημμένα καταδείξει η ιστορία.