Από τις 14 έως 25 Φλεβάρη 1956 συνερχόταν το διαβόητο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ. Το άρθρο που ακολουθεί, με τίτλο «20ο Συνέδριο: η αρχή του τέλους της Σ.Ε.» αναδημοσιεύεται χωρίς αλλαγές όπως πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Μ-Λ ΚΚΕ «Κομμουνιστής» στις 6 Φλεβάρη 1992.
Η περεστρόικα δεν ήταν καμιά αφετηρία «ανανέωσης του σοσιαλισμού», όπως την πρόβαλαν οι εμπνευστές της κι όπως αμετανόητα εξακολουθούν ορισμένοι να ισχυρίζονται, εγκωμιάζοντας, παρά τα όσα έχουν γίνει, τις «αρχικές διακηρύξεις» της. Ήταν το τέρμα του πολύχρονου εκφυλισμού του ρεβιζιονισμού, που η κυριαρχία του ξεκίνησε με το διαβόητο Χρουστσωφικό 20ο συνέδριο.
Αυτή η διαπίστωση δεν ανήκει σήμερα μόνο στους μαρξιστές – λενινιστές που καταπολέμησαν το σοβιετικό αναθεωρητισμό από την εμφάνισή του, αλλά και στους ίδιους πλέον τους σοβιετικούς κομμουνιστές και τα κυριότερα κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις που αυτοί συγκρότησαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση ύστερα από τη διάλυση του ΚΚΣΕ.
Σήμερα που όλο και περισσότεροι κομμουνιστές κατανοούν πως το σημείο στροφής στη Σ.Ε. από τη σοσιαλιστική στην αντισοσιαλιστική πολιτική βρίσκεται στο 20ο συνέδριο, είναι χρήσιμο να μελετηθεί ξανά η περίοδος αυτή της επιβολής και εδραίωσης του ρεβιζιονισμού στην εξουσία. Σε μεγάλη μάζα των αγωνιστών του αριστερού κινήματος πολλές πτυχές της περιόδου αυτής είτε παραμένουν ακόμα ουσιαστικά άγνωστες, είτε υπάρχει συχνά γιʼ αυτές μια συγκεχυμένη εικόνα, λόγω της αποσιώπησης ή της στρεβλής πληροφόρησης με την οποία ο ρεβιζιονισμός σκέπασε την ιστορία.
Ορισμένα γεγονότα και στοιχεία αυτής της περιόδου, στο ξανακοίταγμά τους κάτω από το φως και όλων των μετέπειτα εμπειριών, αποκτούν ένα καινούργιο ενδιαφέρον και η ανάδειξή τους ξανά μπορεί να δώσει ένα υλικό χρήσιμο στη μελέτη των προβλημάτων.
ΟΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Ο ρεβιζιονισμός δρα στο όνομα του μαρξισμού, αλλά σημαίνει την υιοθέτηση θεωρητικά και την εφαρμογή πρακτικά των θέσεων της αστικής τάξης εναντίον του προλεταριάτου. Το 20ο συνέδριο αποτελεί την αφετηρία της ρεβιζιονιστικής κυριαρχίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα αναθεωρητικά – αστικά στοιχεία δεν δρούσαν και προηγούμενα και ότι δεν κατάφερναν να καταλάβουν συχνά και πριν από το 20ο συνέδριο καίριες θέσεις στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό. Οι αναθεωρητικές αντιλήψεις, εκφράζοντας τις επιβιώσεις της αστικής επιρροής στο εσωτερικό και τη συνθηκολόγηση μπροστά στην ιμπεριαλιστική πίεση από το εξωτερικό, δεν είχαν πάψει στην πραγματικότητα ούτε στιγμή να εκδηλώνονται και πριν και να μάχονται για την επικράτησή τους, και το ζήτημα συνεπώς ποιος-ποιόν, ο σοσιαλισμός ή ο καπιταλισμός, δεν είχε πράγματι κριθεί οριστικά -όπως εξάλλου επιβεβαίωσαν οι εξελίξεις στη συνέχεια. Ιδιαίτερο κίνδυνο αντιπροσώπευαν τέτοιες αντιλήψεις όταν προέρχονταν ή υιοθετούνταν από ηγετικούς παράγοντες του κόμματος και του κράτους.
Η εμφάνιση στους κόλπους του Κόμματος τέτοιων αντιλήψεων και η πάλη αντίστοιχα για την επικράτηση ή την κατανίκησή τους, αποτελεί έκφραση και συμπύκνωση της ταξικής πάλης που διεξάγεται αδιάλειπτα στην κοινωνία. Πράγματι οι τάξεις, η ταξική πάλη και οι ταξικές αντιθέσεις εξακολουθούν να υπάρχουν πάντα και να εκδηλώνονται σʼ όλη την ιστορική περίοδο του σοσιαλισμού, και ο αγώνας ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, ανάμεσα στη σοσιαλιστική και την αντισοσιαλιστική – καπιταλιστική κατεύθυνση, παίρνοντας συχνά κάτω από ορισμένες συνθήκες μορφές οξύτατης σύγκρουσης, αντανακλάται αναπόφευκτα μέσα στο Κόμμα.
Είναι γεγονός ότι στον καιρό του Στάλιν οι ρεβιζιονιστικές αντιλήψεις στις διάφορες εκφράσεις τους κριτικάρονταν αυστηρά και αντιμετωπίζονταν με σταθερότητα και οι αντεπαναστατικές δραστηριότητες των αναθεωρητικών – αστικών στοιχείων υποβάλλονταν σε περιορισμούς και καταπολεμούνταν. Ιδιαίτερα γνωστοί από την άποψη αυτή είναι οι σφοδροί αγώνες που διεξάχθηκαν από το ΚΚΣΕ με επικεφαλής το Στάλιν πριν τον πόλεμο εναντίον των τροτσκιστών, ζηνοβιεφικών και μπουχαρινικών, αγώνες για την υπεράσπιση και στερέωση του σοσιαλισμού και για την αποτροπή των προσπαθειών καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Λιγότερο γνωστό είναι ότι και μετά τον πόλεμο αντιμετωπίστηκαν επίσης εκδηλώσεις αντεπαναστατικών δραστηριοτήτων στις οποίες συμμετείχαν σημαίνοντες κομματικοί και κρατικοί παράγοντες, όπως είναι οι περιπτώσεις της «υπόθεσης του Λένινγκραντ», των εθνικιστών της Γεωργίας κ.ά.
Τα δυο-τρία τελευταία χρόνια πριν το θάνατο του Στάλιν, υπήρχαν ήδη τα σημάδια μιας έντασης και αναζωπύρωσης των εσωτερικών αντιθέσεων. Η ενίσχυση της θέσης των φορέων αντιμαρξιστικών – αντιλενινιστικών αντιλήψεων σε διάφορους τομείς, επιστημονικό, εκπολιτιστικό κ.ά., η γραφειοκρατική απόσπαση πολλών υπευθύνων από την πραγματικότητα και τα προβλήματα των μαζών είναι φαινόμενα που ορισμένα μπορούν να διαπιστωθούν μέσα από τα ίδια τα τελευταία γραπτά έργα του Στάλιν («Ο Μαρξισμός και τα προβλήματα γλωσσολογίας» 1950, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» 1952). Ακόμα, η οχύρωση πίσω από προνόμια και οι εκδηλώσεις αστικής διαφθοράς αξιωματούχων του κράτους πιστοποιούνται άμεσα, με τις καταγγελίες τέτοιων φαινομένων στο 19ο συνέδριο.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ
Τα «προβλήματα γλωσσολογίας» -που η πρακτική αξία τους σήμερα φαίνεται πόσο μεγάλη ήταν σʼ ένα πολυεθνικό κράτος όπως η ΕΣΣΔ- αποτελούσαν μια συστηματική συνόψιση, ανάπτυξη και εκλαΐκευση της μαρξιστικής άποψης για τη γλωσσολογία, και στην ουσία αποτελούσαν επίσης και μια γενικότερη ανάδειξη των ζητημάτων βάσης – εποικοδομήματος. Στο εποικοδόμημα δινόταν τώρα, κάτω από την πίεση των προβλημάτων και των αναγκών που είχαν ανακύψει, ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό βάρος. Υπογραμμιζόταν έτσι η σημασία του εποικοδομήματος, η οργανωτική, κινητοποιητική και μεταμορφωτική δύναμή του στην κοινωνική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τον ορισμό του Στάλιν, «Η βάση είναι το οικονομικό καθεστώς της κοινωνίας σ’ ένα δοσμένο στάδιο της ανάπτυξής της. Το εποικοδόμημα είναι οι πολιτικές, νομικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές απόψεις της κοινωνίας και οι πολιτικοί, νομικοί και άλλοι θεσμοί που αντιστοιχούν σ’ αυτές».
Αυτό που έχει σημασία να σημειωθεί εδώ, χαρακτηριστικό των συνθηκών που επικρατούσαν σε ορισμένους επιστημονικούς τομείς, είναι το γεγονός ότι στα «προβλήματα γλωσσολογίας» καταγγέλλεται το ακαδημαϊκό μονοπώλιο ορισμένων κύκλων που εμφανίζονταν σαν αυθεντίες, και γίνεται δημόσια συζήτηση, αντίκρουση και καταδίκη των αντιμαρξιστικών τους απόψεων. Αποκαλύπτεται η ύπαρξη ανάμεσα σε επιστημονικούς κύκλους ενός καθεστώτος «σαν του Αρακτσέεβ», όπως το αποκαλεί ο Στάλιν (από το όνομα το αντιδραστικού πολιτικού, κόμητα Αρακτσέεβ, που στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα είχε επιβάλει μια χωρίς φραγμό αστυνομική διχτατορία και στρατιωτική καταπίεση).
«Είναι γενικά αναγνωρισμένο -σημείωνε ο Στάλιν- πως δεν υπάρχει καμμιά επιστήμη που να μπορεί νʼ αναπτυχθεί και να εξαπλωθεί χωρίς μια πάλη απόψεων, χωρίς την ελευθερία της κριτικής. Αλλά αυτός ο γενικά αναγνωρισμένος κανόνας ήταν αγνοημένος και “καταπατημένος”. Σχηματίστηκε μια κλεισμένη στον εαυτό της ομάδα από αλάθευτους ηγέτες οι οποίοι, αφού προφύλαξαν τους εαυτούς τους ενάντια σε κάθε δυνατότητα κριτικής, βυθίστηκαν στην ωραία ευχαρίστηση και στην αυθαιρεσία… Πώς μπόρεσε να γίνει αυτό; Αυτό έγινε γιατί το καθεστώς σαν του Αρακτσέεβ που εγκαθιδρύθηκε στη γλωσσολογία, καλλιεργεί το πνεύμα ανευθυνότητας και ευνοεί τέτοιες παρεκτροπές.
Η συζήτηση αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμη, πριν απʼ όλα γιατί ξεσκέπασε αυτό το καθεστώς σαν του Αρακτσέεβ και το γκρέμισε εκ βάθρων».
Αν και η αναφορά γινόταν σʼ ένα συγκεκριμένο τομέα (της γλωσσολογίας), μπορεί να συμπεράνει κανείς από την ίδια την έμφαση, την υπογράμμιση και τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος πως αυτός ο τομέας είναι μόνο ένα παράδειγμα, ενώ στην πραγματικότητα παρόμοια προβλήματα εκδηλώνονταν ευρύτερα στους τομείς του εποικοδομήματος.
Στα επόμενα κρίσιμα χρόνια θα αποδειχθεί η αυξανόμενη σημασία και ο αποφασιστικός ρόλος του εποικοδομήματος, όταν από τη θέση ενεργητικής υπεράσπισης της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού και δραστήριου παράγοντα για το αποτελείωμα και την καταστροφή της παλιάς βάσης και των παλιών τάξεων, το εποικοδόμημα θα περάσει βαθμιαία από μια «παθητική» θέση, σε μια θέση ανοιχτής υπόσκαψης του σοσιαλισμού και ενεργητικής στήριξης της διαδικασίας παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Η συνέχιση της επανάστασης στη σφαίρα του εποικοδομήματος, και στο πλαίσιο αυτό η αντιπαράθεση και επιστημονική αντίκρουση των αντιμαρξιστικών – αντιλενινιστικών ιδεών και το γκρέμισμα των αντιδραστικών οχυρών των «ακαδημαϊκών αυθεντιών» και όλων των δυνάμεων που υποσκάπτουν το σοσιαλισμό, αποτελεί προϋπόθεση για τη στερέωση της σοσιαλιστικής εξουσίας και για την αδιάκοπη προώθηση της σοσιαλιστικής υπόθεσης. Αν αυτό δε γίνεται κι αν αντίθετα αφεθούν να κυριαρχήσουν στους διάφορους τομείς του εποικοδομήματος οι αστικές ιδέες, συγκαλυμμένες με «μαρξιστικό» περίβλημα είτε και απροκάλυπτα, θα επέλθει αναπόφευκτα ανατροπή. Αυτό έχει πλήρως επιβεβαιωθεί σήμερα από την εμπειρία της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Η σημασία του εποικοδομήματος και ο αποφασιστικός ρόλος του στη στερέωση και ανάπτυξη του σοσιαλιστικού συστήματος, θα υπογραμμιστεί ακόμα εντονότερα, στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, που η αναγκαιότητά της πρόβαλε μέσα από τις ίδιες τις εμπειρίες της ρεβιζιονιστικής ανατροπής στη Σ.Ε. Μέσα από μια γενικότερη και πληρέστερη θεώρηση των προβλημάτων που ανέδειξε η ίδια η αρνητική εξέλιξη στη Σ.Ε., ο Μάο Τσετούνγκ, με την εγκύκλιο της 16 Μάη -που αποτέλεσε το εναρκτήριο σάλπισμα της ΜΠΠΕ- θα καλέσει το Κόμμα στο σύνολό του «να ξεσκεπάσει ολότελα την αντιδραστική αστική τάση των λεγόμενων «ακαδημαϊκών αυθεντιών» που αντιμάχονται το Κόμμα και το σοσιαλισμό, να καταδικάσει και να αποκηρύξει τις αντιδραστικές αστικές ιδέες στη σφαίρα της ακαδημαϊκής εργασίας, της εκπαίδευσης, της δημοσιογραφίας, της λογοτεχνίας, και να πάρει στα χέρια του τις πολιτιστικές αυτές σφαίρες. Για να το κατορθώσει, είναι απαραίτητο, παράλληλα, να καταδικάσει και να αποκηρύξει τους εκπροσώπους της αστικής τάξης που έχουν εισδύσει στο Κόμμα, την κυβέρνηση, το στρατό κι όλες τις σφαίρες της κουλτούρας, να τους διώξει ή να τους μεταθέσει».
ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ «ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ»
Παρόμοια φαινόμενα «σαν του Αρακτσέεβ» -εναντίον των οποίων με τόση δριμύτητα καταφέρθηκε ο Στάλιν στα άρθρα του «Ο Μαρξισμός και τα προβλήματα της γλωσσολογίας»- όχι μόνο δεν έλειπαν από άλλους τομείς, αλλά εκδηλώνονταν ακόμα και σε τέτοιους ιδιαίτερα κρίσιμους τομείς, όπως της πολιτικής οικονομίας και κατά συνέπεια και συγκεκριμένων εφαρμογών της στην οικονομική πολιτική του κράτους. Πράγματι στα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας επικρατούσαν συχνά σοβαρές συγχύσεις, διατυπώνονταν ακόμα αντιμαρξιστικές θεωρίες, ενώ σημειώνονταν χαρακτηριστικά κρούσματα επικίνδυνης γραφειοκρατικής απόσπασης από τα λαϊκά προβλήματα, όπως προκύπτει μέσα από τις ίδιες τις παρατηρήσεις του Στάλιν στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».
Κραυγαλέο δείγμα τέτοιας απόσπασης, που ενισχυόταν από τις συγχύσεις που επικρατούσαν γύρω από τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας, περιγράφεται με χαρακτηριστικό τρόπο από το Στάλιν στο έργο του αυτό. Αναφέρεται εκεί σαν «ένα από τα πολλά παραδείγματα», μια πρόταση που έκαναν «οι οικονομολόγοι μας κι αυτοί που φτιάχνουν τα πλάνα» για τη σχέση των τιμών του μπαμπακιού και του σπόρου που πουλιόταν στους βαμβακοκαλλιεργητές, μια πρόταση «που δεν μπορούσε παρά να εκπλήξει τα μέλη της Κ.Ε.» γιατί ήταν τελείως έξω απʼ την πραγματικότητα, και που όπως σημειώνει ο Στάλιν, αν έπαιρνε νομική ισχύ «θα καταστρέφαμε τους βαμβακοκαλλιεργητές και θα μέναμε χωρίς μπαμπάκι».
Πολύ μεγαλύτερη σημασία από κάποιο παράδειγμα, όπως το παραπάνω, βλαβερής γραφειοκρατικής αντιμετώπισης προβλημάτων από υπεύθυνα όργανα της οικονομικής πολιτικής έχει ασφαλώς η διάδοση τέτοιων θεωριών γενικότερης σημασίας, όπως εκείνης που μερικά χρόνια αργότερα, ύστερα από το 20ο συνέδριο, θα καταφέρει να γίνει κυρίαρχη και θα μείνει γνωστή σαν η ρεβιζιονιστική «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων».
Όλος ο πυρήνας και όλες οι βασικές πλευρές αυτής της θεωρίας, που στην κεντρική ιδέα της αναπαρήγαγε ορισμένες παλιότερες παρόμοιες αντιλήψεις του Μπουχάριν, κριτικάρονται, ανασκευάζονται και καταρρίπτονται με θεμελιωμένα επιστημονικά επιχειρήματα από το Στάλιν στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού». Η κριτική στη θεωρία αυτή συγκεντρώνεται εδώ στην κριτική των απόψεων ιδιαίτερα του οικονομολόγου Γιαροσένκο, είναι ωστόσο φανερό σήμερα πως παρόμοιες απόψεις είχαν απήχηση, έβρισκαν έδαφος και έκφραζαν δυνάμεις πολύ πιο επικίνδυνες από το Γιαροσένκο, που φώλιαζαν στα όργανα του κόμματος και του κράτους και μέσα στις γραμμές της ίδιας της ηγεσίας του ΚΚΣΕ.
Σύμφωνα με το Στάλιν, ποιο είναι το κύριο λάθος του Γιαροσένκο;
«Αν χαρακτηρίσουμε την άποψη του σ. Γιαροσένκο με δυο λόγια, τότε πρέπει να πούμε ότι είναι αντιμαρξιστική, επομένως πολύ λαθεμένη.
Το κύριο λάθος του σ. Γιαροσένκο συνίσταται στο ότι αυτός απομακρύνεται από το μαρξισμό στο ζήτημα του ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων στην εξέλιξη της κοινωνίας, μεγαλοποιεί υπερβολικά το ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ επίσης υποτιμάει υπερβολικά το ρόλο των παραγωγικών σχέσεων και καταλήγει δηλώνοντας ότι οι παραγωγικές σχέσεις στο σοσιαλισμό είναι μέρος των παραγωγικών δυνάμεων…
…Γιʼ αυτό ακριβώς περιορίζει το πρόβλημα της Πολιτικής Οικονομίας του σοσιαλισμού στο καθήκον της ορθολογικής οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων ρίχνοντας στην άκρη τις παραγωγικές οικονομικές σχέσεις και αποχωρίζοντας απ’ αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις. Επομένως, αντί για μαρξιστική πολιτική οικονομία, ο σ. Γιαροσένκο μας δίνει κάτι σαν τη “Γενική επιστήμη της οργάνωσης” του Μπογκντάνωφ. Μ’ αυτό τον τρόπο, παίρνοντας τη σωστή ιδέα, ότι οι παραγωγικές δυνάμεις είναι οι περισσότερο μεταβλητές και επαναστατικές δυνάμεις της παραγωγής, ο σ. Γιαροσένκο οδηγεί την ιδέα αυτή ως τον παραλογισμό, μέχρι την άρνηση του ρόλου των παραγωγικών οικονομικών σχέσεων στο σοσιαλισμό, επί πλέον αντί για ολοκληρωμένη κοινωνική παραγωγή μας δίνει μια μονόπλευρη αδύνατη τεχνολογία της παραγωγής, κάτι σαν την «κοινωνικό-οργανωτική τεχνική» του Μπουχάριν».
Το ζήτημα της σημασίας των παραγωγικών σχέσεων τίθεται έτσι ξανά με ιδιαίτερη έμφαση.
Ο Στάλιν συμπληρώνει -ή και διορθώνει ακόμα- ανεπαρκείς, δικές του θεωρητικές διατυπώσεις της προηγούμενης περιόδου, όπως υπαγόρευε εξάλλου ο έλεγχος και η δοκιμασία της πράξης. Για πολλά χρόνια είχε επικρατήσει να γίνεται λόγος για την «πλήρη αντιστοιχία των παραγωγικών σχέσεων με το χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων» στο σοσιαλισμό. Τώρα γινόταν η διαπίστωση πως:
«…δεν πρέπει να εννοήσουμε με την απόλυτη έννοια τις λέξεις “πλήρης αντιστοιχία”. Δεν πρέπει να τις εννοήσουμε σαν να μην υπάρχει τάχατες στο σοσιαλισμό κανενός είδους καθυστέρηση των παραγωγικών σχέσεων σε σχέση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων…
…ο σ. Γιαρασένκο κάνει λάθος όταν ισχυρίζεται ότι στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει καμμιά αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Αντιθέσεις ασφαλώς υπάρχουν και θα υπάρχουν, εφʼ όσον η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων καθυστερεί και θα καθυστερεί από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Σε περίπτωση σωστής πολιτικής των καθοδηγητικών οργάνων, αυτές οι αντιθέσεις δεν μπορούν να μετατραπούν σε εναντιώσεις και το πράγμα εδώ δεν μπορεί να φτάσει μέχρι τη σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Άλλη υπόθεση, αν θα ακολουθήσουμε λαθεμένη πολιτική, σαν αυτήν που συσταίνει ο σ. Γιαροσένκο. Σʼ αυτήν την περίπτωση η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη και οι παραγωγικές μας σχέσεις μπορούν να μετατραπούν σε σοβαρή τροχοπέδη της παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων».
Οι διαπιστώσεις αυτές του Στάλιν και οι προειδοποιήσεις του έκφραζαν ένα σημαντικό βήμα στη συνειδητοποίηση των νέων προβλημάτων που είχαν ανοιχθεί στην πορεία της ίδιας της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης, και αποτέλεσαν την πιο ολοκληρωμένη θεωρητική συνόψιση των ζητημάτων την περίοδο αυτή.
Αυτές οι προειδοποιήσεις δεν υπήρξαν αρκετές για να αλλάξει η ροή των γεγονότων.
Πανομοιότυπες αντιλήψεις με αυτές που κριτικάρονταν εδώ, όπως ήδη το σημειώσαμε, έμελλε να υψωθούν σε κυρίαρχη γραμμή με το 20ο συνέδριο.
Η σχέση ανάμεσα στο εποικοδόμημα και την οικονομική βάση, ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία, ανάμεσα στην επανάσταση και την παραγωγή, ύστερα από το 20ο συνέδριο θα αλλοιωθεί, θα διαστρεβλωθεί και θα ανατραπεί από τους αναθεωρητές. Αυτοί θα επιβάλουν μια κατεύθυνση σε πλήρη ρήξη με το λενινισμό.
Ο Λένιν κριτικάροντας στον καιρό του τους Τρότσκι και Μπουχάριν είχε υπογραμμίσει: «Η πολιτική είναι η συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας… Η πολιτική δεν μπορεί παρά να έχει την προτεραιότητα πάνω στην οικονομία… Το να σκεφτόμαστε αλλοιώτικα σημαίνει να ξεχνούμε την Αλφαβήτα του μαρξισμού». Και ακόμα πως «χωρίς μια ορθή πολιτική θέση, μια δοσμένη τάξη δεν μπορεί να διατηρήσει την κυριαρχία της και κατά συνέπεια δεν μπορεί πολύ περισσότερο να εκπληρώσει τα καθήκοντά της στην παραγωγή» (Λένιν: «Ξανά για τα συνδικάτα, τη σημερινή κατάσταση και τα λάθη των Τρότσκι και Μπουχάριν»).
Οι αναθεωρητές ύστερα από το 20ο συνέδριο θα βεβαιώσουν πως «στις συνθήκες του σοσιαλισμού, η οικονομία έχει πιο μεγάλη σημασία παρά η πολιτική» και ο Χρουστσώφ θα διακηρύξει πως «για να μιλήσουμε καθαρά, το κυριότερο πράγμα στη δουλειά των κομματικών οργανώσεων είναι η παραγωγή».
Η λαθεμένη πολιτική, που αυτοί με το 20ο συνέδριο εγκαινίασαν, κλόνισε, υπόσκαψε και διέλυσε τελικά τις σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Έτσι όχι μόνο έβαλε φρένο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και οδήγησε μέσα από μια πολύχρονη διαδικασία διάβρωσης και αποσύνθεσης των πάντων σε μια βαθιά κρίση τη σοβιετική οικονομία και ολόκληρη τη σοβιετική κοινωνία.
ΤΟ 19ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ
Το 19ο συνέδριο, που συνήλθε τον Οχτώβρη 1952, θα σημειώσει την ανάγκη ανάπτυξης της κριτικής των μαζών και θα καλέσει σε ιδεολογική δράση για την εξάλειψη των λαθών και των επιβιώσεων του παλιού που εμποδίζουν την πρόοδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η εισήγηση της Κ.Ε. θα αναφερθεί σε ορισμένα έντονα δείγματα αστικού εκφυλισμού και διαφθοράς που είχαν εκδηλωθεί σε οργανώσεις του κόμματος, επιχειρήσεις και οργανισμούς, στο φαινόμενο του ακαδημαϊκού μονοπωλίου αλα Αρακτσέεβ, στην εμφάνιση έργων στον πολιτιστικό, καλλιτεχνικό και επιστημονικό τομέα που αντιμάχονταν το σοσιαλιστικό σύστημα. Η εισήγηση έκανε λόγο για μερικούς καθοδηγητές ορισμένων οργανώσεων που τις είχαν μετατρέψει σε κλειστά κυκλώματα «θέτοντας τα συμφέροντα της ομάδας τους πάνω από τα συμφέροντα του κόμματος και του κράτους», για μερικούς διευθυντές ορισμένων βιομηχανικών επιχειρήσεων οι οποίοι «ξέχασαν πως οι επιχειρήσεις που τους εμπιστεύτηκαν τη διεύθυνση ανήκουν στο κράτος και προσπαθούν να τις μετατρέψουν σε φέουδά τους», για ορισμένα κρούσματα σε σοβιετικούς αγροτοοικονομικούς οργανισμούς, όπου μερικοί «αντί να επαγρυπνούν για τα συμφέροντα της δημόσιας οικονομίας των κολχόζ, καταγίνονται να κλέβουν την κολχόζνικη περιουσία».
Στον Απολογισμό της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ, στο 19ο συνέδριο, ο Μαλένκοφ τονίζοντας τη σημασία της κριτικής από τα κάτω, σημείωνε πως η κριτική:
«… Όσο πιο πολύ πλαταίνει στη βάση, από τα κάτω, δηλαδή από τη λαϊκή βάση, τόσο πιο έντονα θα εκδηλωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις και η δημιουργική ικανότητα του λαού μας και τόσο πιο βαθιά θα διεισδύσει μέσα στις μάζες η επίγνωση του καθήκοντος και η συνείδηση ότι είναι τα αφεντικά μέσα στη χώρα…
…Ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι να δημιουργήσει τους πιο ευνοϊκούς όρους, τις πιο κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε κάθε τίμιος Σοβιετικός άνθρωπος να μπορεί να κριτικάρει με τόλμη και χωρίς φόβο τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειες μέσα στην εργασία των οργανώσεων και της διοίκησης.
Οι αίθουσες συνελεύσεων των διαφόρων οργανώσεων, οι αίθουσες συνεδριάσεων και συνδιασκέψεων όλων των υπευθύνων οργάνω, πρέπει να μεταβληθούν πραγματικά σʼ ένα μεγάλο δικαστήριο όπου θα ακούγεται η τολμηρή και ζωντανή κριτική για τα σφάλματά μας και για τις ελλείψεις μας».
Το 19ο συνέδριο του ΚΚΣΕ θα θέσει νέους υψηλούς στόχους, δίνοντας μέσα από τους εκπληκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης που προβλέπονταν και που πραγματοποιούνταν με το παραπάνω, μια πραγματική αίσθηση των δυνατοτήτων του σοσιαλιστικού συστήματος. Στο πενταετές σχέδιο, που αναπτύχθηκε παραπέρα με τις οδηγίες του 19ου συνεδρίου, προβλεπόταν η βιομηχανική παραγωγή να αυξηθεί κατά 70%, η παραγωγή μέσων παραγωγής κατά 80%, η παραγωγή ειδών κατανάλωσης κατά 65%. Προβλεπόταν επίσης σημαντική άνοδος της συνολικής απόδοσης της αγροτικής οικονομίας, παραπέρα άνοδος του υλικού και εκπολιτιστικού επιπέδου της ζωής των εργαζομένων, αύξηση του εθνικού εισοδήματος κατά 60%. Πράγματι, το πεντάχρονο πλάνο (1951 – 1955) ως προς τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί μέσα σε τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες. Η συνολική βιομηχανική παραγωγή στο τέλος του πεντάχρονου θα αυξηθεί τελικά σε σύγκριση με τη συνολική παραγωγή του 1950 κατά 85%. Η παραγωγή μέσων παραγωγής κατά 91%, η παραγωγή ειδών λαϊκής κατανάλωσης πάνω από το προβλεπόμενο. Τέτοια επιτεύγματα αναδείκνυαν αναμφισβήτητα την υπεροχή του σοσιαλισμού, που προχωρούσε με ασύγκριτα υψηλότερους ρυθμούς απʼ ό,τι οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης.
Αυτή παρέμενε η κύρια πλευρά του ζητήματος.
Αλλά τα αρνητικά φαινόμενα που είχαν σημειωθεί, οι κίνδυνοι που είχαν επισημανθεί δεν είχαν πάψει να εκδηλώνονται, αντίθετα αυξάνονταν και παρατείνονταν επικίνδυνα. Τα αναθεωρητικά – αστικά στοιχεία στην ηγεσία του κομματικού και κρατικού μηχανισμού, που είχαν λουφάξει καραδοκώντας την κατάλληλη στιγμή για να εμφανιστούν, θα περνούσαν σε λίγο καιρό σε μια αποφασιστική κλιμάκωση της ανατρεπτικής τους δραστηριότητας με σκοπό την άλωση των καθοδηγητικών οργάνων.
Η κατεύθυνση της κριτικής που πρέπει να ασκείται από τις μάζες, είχε αναμφίβολα σωστά τονισθεί. Αλλά το σχήμα εκείνο που θα αναδείκνυε με τον πιο ουσιαστικό τρόπο το περιεχόμενο μιας τέτοιας κατεύθυνσης, η μέθοδος που θα επέτρεπε -όπως θα σημειώσει αργότερα ο Μάο- «να ξεσηκώσουμε τις πλατιές μάζες, να τους δείξουμε τη σκοτεινή μας πλευρά, απροκάλυπτα, μ’ ένα κυκλικό τρόπο “και από κάτω”», δεν πρόκειται να ανακαλυφθεί και να χρησιμοποιηθεί παρά αρκετά χρόνια αργότερα, στην Πολιτιστική Επανάσταση. Στο δικό της κάλεσμα θα τονιστεί: «Εμπιστευτείτε τις μάζες, στηριχτείτε σ’ αυτές και σεβαστείτε τις πρωτοβουλίες τους. Διώξτε το φόβο. Μη φοβάστε τις ταραχές… Αφήστε τις μάζες να αυτοδιαπαιδαγωγηθούν μέσα σʼ αυτό το μεγάλο επαναστατικό κίνημα».
Ο Ιωσήφ Στάλιν, πέθανε λίγους μήνες μετά το 19ο συνέδριο, στις 5 Μάρτη 1953, αφού είχε επάξια σηκώσει, όσο λίγοι στην ιστορία, τόσο μεγάλο φορτίο για τόσο μεγάλο διάστημα.
Το κάλεσμα για ιδεολογική δράση εναντίον των υπολειμμάτων και των παραδόσεων του παλιού κόσμου θα συναντήσει έτσι αυξανόμενες δυσκολίες, ενώ αντίθετα θα ενισχυθεί η χειραγώγηση και ο έλεγχος από τα πάνω, στο όνομα της ενίσχυσης της «συλλογικής καθοδήγησης» και με την όλο και συχνότερη επίκληση της δράσης «σύμφωνα με τους σοβιετικούς νόμους». Ένα τμήμα της κομματικής γραφειοκρατίας, οχυρωμένο σαν μια νέα προνομιούχα τάξη, εκπροσωπούμενο από το Χρουστσώφ, θα προετοιμάσει συνωμοτικά τα βήματα που θα οδηγήσουν στο 20ο συνέδριο.
ΤΟ 20ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Το πώς έγινε δυνατή η ρεβιζιονιστική ανατροπή, το ποιες συνθήκες έδωσαν τη δυνατότητα στους αναθεωρητές να σφετεριστούν την κομματική και κρατική καθοδήγηση της ΕΣΣΔ και να την οδηγήσουν τελικά έτσι εκεί που την οδήγησαν είναι ένα ζήτημα που θα φωτιστεί ασφαλώς στο μέλλον, μέσα από τις συνειδητές συλλογικές προσπάθειες του κινήματος και με τη συμβολή των ίδιων πρώτα-πρώτα των σοβιετικών κομμουνιστών και αυτό θα απαιτήσει αναμφισβήτητα συστηματική και μακρόχρονη έρευνα και έμπρακτο έλεγχο των συμπερασμάτων. Η εξέλιξη πάντως από το 19ο ως το 20ο συνέδριο δεν ήταν «ομαλή» και ανώδυνη, ούτε αναίμακτη και χωρίς αντιστάσεις.
Λίγο μετά το θάνατο του Στάλιν θα εκτελεστεί ο Μπέρια, υπουργός των εσωτερικών και αναπληρωτής του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ. Η εκτέλεσή του θα παρουσιαστεί σαν το ξεκαθάρισμα ενός ανθρώπου που βαρύνεται με τερατώδη εγκλήματα και αντικομματική και αντικρατική δραστηριότητα. Είναι στην ουσία το προοίμιο της ρεβιζιονιστικής αντεπίθεσης που σε λίγο θα κατευθυνθεί με παρόμοια επιχειρηματολογία ενάντια στο Στάλιν και το έργο του. Στις 10 Ιούλη 1953, η «Πράβντα» θα προκαταλάβει τις αντιδράσεις των αιφνιδιασμένων κομμουνιστών και θα απαιτήσει πειθαρχία, τονίζοντας: «Οποιοδήποτε στέλεχος, όποιο αξίωμα κι αν κατέχει, πρέπει να βρίσκεται κάτω από το διαρκή έλεγχο του κόμματος. Οι κομματικές οργανώσεις πρέπει να ελέγχουν τακτικά τη δουλειά όλων των οργανώσεων και υπηρεσιών, τη δράση όλων των καθοδηγητικών στελεχών. Είναι απαραίτητο επίσης να μπει κάτω από συστηματικό και συνεχή έλεγχο η δράση των οργάνων του Υπουργείου Εσωτερικών».
Δεν πρόκειται εδώ για τον έλεγχο ακριβώς του Κόμματος, αλλά για τον έλεγχο πάνω σʼ αυτό, για πίεση στα μέλη και στελέχη του με σκοπό την άκριτη εναρμόνισή τους με τις αποφάσεις της ηγεσίας, που προσωποποιούσε πάντα στα μάτια των μελών του κόμματος τις νίκες της σοσιαλιστικής υπόθεσης. Η βασική γραμμή του κόμματος που παρέμενε σε επαναστατική κατεύθυνση, τα μεγάλα επιτεύγματα που εξακολουθούσαν να πραγματοποιούνται, η δύναμη της παράδοσης των συνεχών νικών περιόριζαν τις ανησυχίες για τις διεργασίες που συντελούνταν στα ηγετικά κλιμάκια και που παρέμεναν αθέατες συχνά από τη μεγάλη μάζα.
Ο Χρουστσώφ θα κάνει λόγο αργότερα για ένα «λενινιστικό πυρήνα» στην ηγεσία του κόμματος.
Επρόκειτο ασφαλώς για μια οπορτουνιστική ομάδα, που κούρνιαζε μεταμφιεσμένη δίπλα στο Στάλιν. Η ομάδα αυτή, αφού προετοίμασε το έδαφος και κατάφερε να σφετεριστεί την καθοδήγηση, πρόβαλε ανοιχτά στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, το Φλεβάρη 1956, τη ρεβιζιονιστική της πλατφόρμα.
Με το 20ο συνέδριο οι αναθεωρητές εξαπέλυσαν μια δημόσια συκοφαντική επίθεση ενάντια στο Στάλιν. Με πρόσχημα την «πάλη κατά της προσωπολατρίας» επιτέθηκαν στο επαναστατικό έργο του και στην ουσία ενάντια στις μεγάλες κατακτήσεις που είχε πετύχει προηγούμενα ο σοβιετικός λαός, συκοφαντώντας τη διχτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλιστικό σύστημα. Απορρίπτοντας ολοκληρωτικά το έργο του Στάλιν αυτοί απαρνήθηκαν στην ουσία το μαρξισμό-λενινισμό που ο Στάλιν είχε υπερασπίσει. Η ουσία των αποφάσεων του 20ου συνεδρίου ήταν η αναθεώρηση των αρχών του μαρξισμού-λενινισμού, η υιοθέτηση και διακήρυξη μιας σειράς αντιμαρξιστικών θεωριών, που η εφαρμογή τους θα οδηγούσε αναπότρεπτα στην αλλαγή του χαρακτήρα του σοβιετικού κόμματος και του κράτους.
Αν και ο Χρουτσώφ υπήρξε ο ίδιος ιδιαίτερα θορυβώδης στα εγκώμια προς το Στάλιν όσο εκείνος ζούσε, θα υποβάλει μια «μυστική έκθεση» στους αντιπροσώπους στο 20ο συνέδριο καταγγέλλοντας τα «εγκλήματα του Στάλιν» και ζητώντας την «εξάλειψη των συνεπειών της προσωπολατρίας».
Στην «έκθεση» αυτή, ο Χρουστσώφ, δίνοντας από τη δική του σκοπιά μια εικόνα της διαδρομής από το 19ο ως το 20ο συνέδριο, θα σημειώσει:
«Πρώτα-πρώτα πρέπει να εξετάσουμε το γεγονός ότι τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου είδαν τα ζητήματα αυτά με διαφορετικούς τρόπους κατά διάφορες στιγμές. Στην αρχή, πολλοί υποστήριξαν ενεργώς το Στάλιν, γιατί ο Στάλιν ήταν ένας από τους γερούς μαρξιστές και η λογική του, η δύναμή του και η θέληση επηρέαζαν πολύ τα στελέχη και την εργασία του κόμματος».
Από την έκθεση αυτή έχει ενδιαφέρον να συγκρατήσουμε και τούτη την παρατήρηση του Χρουστσώφ:
«Είναι φανερό ότι ο Στάλιν είχε σχέδια να βγάλει από τη μέση τα παλαιά μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Συχνά έλεγε ότι τα μέλη του Π.Γ. πρέπει να αντικατασταθούν με νέα. Η πρότασή του, μετά το 19ο συνέδριο, σχετικά με την εκλογή 25 μελών στο Προεδρείο της ΚΕ, είχε σκοπό την απομάκρυνση των παλαιών μελών του Π.Γ. και την εισαγωγή σ’ αυτό λιγότερο πεπειραμένων προσώπων, που θα τον ακολουθούσαν τυφλά σε όλα».
Αν ο Στάλιν είχε πράγματι σκοπό να διώξει «παλαιά μέλη του Π.Γ.» και ποια, είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί φυσικά να επιβεβαιωθεί, η αναφορά όμως του Χρουστσώφ είναι δηλωτική ως προς τις ανησυχίες του Στάλιν για την πορεία του Κόμματος.
Σίγουρο είναι, ωστόσο, ότι οι Χρουστωφικοί αναθεωρητές ήταν αυτοί που θα φρόντιζαν σύντομα «να βγάλουν απʼ τη μέση τα παλαιά μέλη του Π.Γ.», για την ακρίβεια όσους εξακολουθούσαν να υπερασπίζονται το σοσιαλισμό, να αντιστέκονται και να καταπολεμούν το ρεβιζιονισμό και τις δυνάμεις της καπιταλιστικής παλινόρθωσης που ο Χρουστσώφ και η κλίκα του αντιπροσώπευαν. Και όχι μόνο θα φρόντιζαν να βγάλουν από τη μέση τα παλαιά μέλη του Π.Γ., αλλά και δεκάδες χιλιάδες άλλα δραστήρια στελέχη και μέλη του κόμματος, που τέθηκαν σε άγριο διωγμό την επαύριο του 20ου συνεαδρίου.
ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΙΣ
Να πώς μας πληροφορεί για ορισμένα από τα γεγονότα αυτά η (μπρεζνιεφική) «Ιστορία του ΚΚΣΕ» (1976, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»):
«Τη στιγμή που το κόμμα εφάρμοζε τις αποφάσεις του 20ου συνεδρίου και σημείωνε σταθερά επιτυχίες στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού, ενάντια στη γραμμή του Κόμματος τάχθηκε η ομάδα των Μόλοτωφ, Καγκάνοβιτς, Μαλένκοφ και άλλων, που σχηματίστηκε μέσα στο Προεδρείο της ΚΕ του ΚΚΣΕ. Τα μέλη της έκαναν φραξιονιστική δουλειά, αντιδρούσαν στην εγκεκριμένη από το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ γραμμή του Κόμματος για την εξάλειψη των λαθών και των ελλείψεων, που προκλήθηκαν από την προσωπολατρία. Η πάλη ενάντια στην αντικομματική, φραξιονιστική ομάδα ήταν οξύτατη και γινόταν για ζητήματα αρχών. Στην πορεία της πάλης αυτής τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Προεδρείου, τα μέλη της ΚΕ Λ.Ι. Μπρέζνιεφ, Α.Π. Κιριλένκο, Φ.Ρ. Κοζλόφ, Α.Ν. Κοσίγκιν, Ο.Β. Κούουζινεν, Κ.Τ. Μάζουροφ, Α.Ι. Μικογιάν, Ν.Β. Ποντγκόρνι, Ντ. Σ. Πολιάνσκι, Μ. Α. Σούσλοφ, Ν.Σ. Χρουστσιόφ, Ν.Μ. Σβέρνικ και άλλα καθοδηγητικά στελέχη του Κόμματος τάχθηκαν ενάντια στην αντικομματική ομάδα και απέκρουσαν αποφασιστικά τις επιθέσεις της ενάντια στη λενινιστική γραμμή του κόμματος και της ΚΕ του.
Το ζήτημα της αντικομματικής ομάδας το συζήτησε η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ, που συνήλθε τον Ιούνη 1957. Στην απόφαση “Για την αντικομματική ομάδα” που ψηφίστηκε ομόφωνα, η ολομέλεια σημείωνε ότι η αντικομματική ομάδα έβαζε σαν καθήκον της την αλλαγή της πολιτικής γραμμής του Κόμματος, τη ματαίωση της πραγματοποίησης των αποφάσεων του 20ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Στην απόφαση τονιζόταν ότι… τόσο στα ζητήματα της εσωτερικής, όσο και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, είναι σεχταριστές και δογματιστές, αντικρύζουν μηχανικά και άγονα το μαρξισμό-λενινισμό. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι στις σημερινές συνθήκες ο εν δράσει ζωντανός μαρξισμός-λενινισμός, η πάλη για τον κομμουνισμό, φαίνονται στην εφαρμογή των αποφάσεων του 20ου συνεδρίου…».
Όπως βλέπουμε στη μπρεζνιεφική εκδοχή της ιστορίας του ΚΚΣΕ, ο Μπρέζνιεφ φιγουράρει πρώτος ανάμεσα στους σκληρούς υπέρμαχους της γραμμής του 20ου συνεδρίου και ο Χρουστσώφ εδώ μάλλον αδικείται.
Λίγο αργότερα, μετά την καθαίρεση των Μολότωφ, Καγκάνοβιτς, Μαλένκοφ, θα «απαλλαγεί από τα καθήκοντά του» ο Μπουλγκάνιν, πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ, κατηγορούμενος για συμμετοχή του στην «αντικομματική ομάδα».
Τον Οχτώβρη 1957 θα καταδικαστούν οι «ωμές παραβιάσεις των λενινιστικών αρχών στην καθοδήγηση των Ενόπλων Δυνάμεων τις οποίες έκανε ο Ζούκοφ, που ήταν τότε υπουργός Άμυνας». Και ο Ζούκοφ -που είχε χρησιμοποιηθεί προηγούμενα σε κρίσιμες στιγμές από τον Χρουστσώφ- θα διωχθεί και θα καθαιρεθεί από τα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος.
Αφού κατάφεραν να αναρριχηθούν στην εξουσία, οι ρεβιζιονιστές προχώρησαν σε διαδοχικές εκκαθαρίσεις σʼ όλη τη χώρα, παύοντας και αντικαθιστώντας ένα μεγάλο αριθμό στελεχών, απομακρύνοντας όσους δεν εμπιστεύονταν και εγκαθιστώντας στις καθοδηγητικές θέσεις τους δικούς τους ανθρώπους.
Είναι χαρακτηριστικοί από την άποψη αυτή οι αριθμοί που περιγράφονται στο κινέζικο ντοκουμέντο «Ο Χρουστσωφικός ψευδοκομμουνισμός και τα ιστορικά διδάγματα που δίνει στον κόσμο» (Ιούλης 1964).
«Ας δούμε για παράδειγμα την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ. Οι αριθμοί δείχνουν πως από το 20ο ως το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ που συνήλθαν αντίστοιχα το 1956 και το 1961, περίπου το 70% των μελών της που είχαν εκλεγεί από το 19ο συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1952 διώχτηκε και περίπου το 50% των μελών της που εκλέχτηκαν στο 20ο συνέδριο εκκαθαρίστηκαν στο 22ο συνέδριο.
Άλλο παράδειγμα. Οι τοπικές οργανώσεις των διαφόρων βαθμίδων. Σύμφωνα με όχι πλήρη στοιχεία, την παραμονή του 22ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ, η ρεβιζιονιστική κλίκα Χρουστσώφ επικαλέστηκε το πρόσχημα της “ανανέωσης των στελεχών” για να διώξει και να αντικαταστήσει το 45% των μελών των Κεντρικών Επιτροπών των ομοσπονδιακών δημοκρατιών, των κομματικών επιτροπών περιοχών και των περιφερειακών επιτροπών, και το 40% των μελών των αχτιδικών επιτροπών και των επιτροπών πόλης. Το 1963, με το πρόσχημα της σύστασης “κομματικών επιτροπών για τη βιομηχανία” και “κομματικών επιτροπών για την αγροτική οικονομία”, η κλίκα Χρουστσώφ έδιωξε και αντικατέστησε πάνω από τα μισά μέλη των Κεντρικών Επιτροπών των Ομοσπονδιακών δημοκρατιών και των κομματικών επιτροπών περιοχής».
Ενώ η ρεβιζιονιστική ηγετική ομάδα απʼ τη μια «ξεκαθάριζε» και έδιωχνε από το Κόμμα όσους κομμουνιστές συνειδητοποιούσαν τις συνέπειες της πολιτικής της και πρόβαλαν αντίσταση στη γραμμή της, την ίδια περίοδο άνοιγε πλατιά τις πόρτες του Κόμματος και έμπαζε συνέχεια μεγάλο αριθμό ανθρώπων στις γραμμές του.
Η απότομη διόγκωση του ΚΚΣΕ με τη μαζική είσοδο σʼ αυτό εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα σε σύντομο σχετικά διάστημα, είναι ένα στοιχείο που επιτρέπει από μια άλλη πλευρά να γίνει κατανοητή η διαδικασία αλλαγής της συνολικής «ποιότητας» του ΚΚΣΕ την περίοδο αυτή.
Είναι γνωστό πως, στην περίοδο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, το Κομμουνιστικό Κόμμα γνώρισε τεράστιες απώλειες έμπειρων και ατσαλωμένων στελεχών και μελών του, που έδωσαν τη ζωή τους για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πατρίδας.
Το 1946 το ΚΚΣΕ αριθμούσε περίπου 6 εκατομμύρια μέλη. Περισσότερα από τα μισά απʼ αυτά είχαν μπει στο κόμμα στα χρόνια του πολέμου.
Η Κ.Ε. του Κόμματος, διαπιστώνοντας το 1946 ότι είχε ήδη δημιουργηθεί δυσαναλογία ανάμεσα στην ποσοτική ανάπτυξη του Κόμματος και το επίπεδο πολιτικής μόρφωσης των μελών του, αποφάσισε να δώσει βάρος στην κομματική μόρφωση των κομμουνιστών και να περιορίσει αντίστοιχα τους ρυθμούς πύκνωσης των γραμμών του κόμματος.
Το 1952, όταν έγινε το 19ο συνέδριο, το ΚΚΣΕ αριθμούσε λίγο πάνω από 6 εκατομμύρια ταχτικά μέλη και 870 χιλιάδες δόκιμα.
Το 1956, όταν έγινε το 20ο συνέδριο, αριθμούσε 6.769.000 τακτικά μέλη και περίπου 420.000 δόκιμα.
Το 1966, δηλ. μετά δέκα χρόνια, όταν έγινε το 23ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, αυτό αριθμούσε συνολικά 12,5 εκατομμύρια και συγκεκριμένα 11.670.000 τακτικά μέλη και 800.000 δόκιμα.
Με δυο λόγια, ο αριθμός των μελών του ΚΚΣΕ σχεδόν διπλασιάστηκε από το 20ο ως το 23ο συνέδριο.
Η σκοπιμότητα αυτής της απότομης διόγκωσης είναι εδώ προφανής. Κι αν ακόμα η μεγάλη μάζα των σοβιετικών κομμουνιστών εξακολουθούσε να διαπνέεται από μια ειλικρινή διάθεση ανιδιοτελούς συνεισφοράς στην υπόθεση του σοσιαλισμού, το γεγονός αυτό απʼ τη μια μεριά δεν μπορούσε παρά να έχει σαν συνέπεια την άμβλυνση και την εξασθένηση της συνολικής ικανότητας πολιτικού, ιδεολογικού, θεωρητικού προσανατολισμού του κόμματος. Από την άλλη -κι αυτό είναι το κυριότερο- έδωσε τη δυνατότητα και διευκόλυνε μια μαζική διείσδυση στις γραμμές του κόμματος αναρίθμητων καιροσκόπων, καριερίστικων και κάθε είδους αντισοσιαλιστικών αστικών στοιχείων, που έβλεπαν πλέον στην ένταξή τους στο ΚΚΣΕ τη δυνατότητα εξασφάλισης προνομίων.
Η ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
Όλες αυτές οι μεταβολές επέτρεψαν στους ρεβιζιονιστές να ελέγχουν πλήρως το κόμμα, την κυβέρνηση και τους άλλους σημαντικούς τομείς.
Επέβαλαν έτσι πλήρη αλλοίωση στη σύνθεση και στον ταξικό προλεταριακό χαρακτήρα του ΚΚΣΕ, που κάτω από τον έλεγχό τους μετατράπηκε σʼ ένα κόμμα διαβρωμένο από την αστική ιδεολογία, σε όργανο εξυπηρέτησης των αντισοσιαλιστικών σκοπών των αναθεωρητών.
Είναι γνωστές οι απόψεις του δικού μας κινήματος για τη γενικότερη γραμμή του σοβιετικού ρεβιζιονισμού καθώς και ο μεγάλος αγώνας που ξεκίνησε δημόσια στη δεκαετία του ʼ60 με επικεφαλής το Μάο Τσετούνγκ, για την υπεράσπιση του μαρξισμού-λενινισμού και για την κριτική, την αντίκρουση και καταπολέμηση της γραμμής των σοβιετικών αναθεωρητών. Οι θεωρίες για το «κόμμα όλου του λαού», το «παλλαϊκό κράτος», το «ειρηνικό πέρασμα», την «ειρηνική συνύπαρξη» (χρουστσωφικού τύπου) κ.ά. παρόμοιες που πρόβαλε και διέδιδε ο ρεβιζιονισμός, ξετινάχτηκαν κάτω από το φως αυτής της κριτικής και δεν χρειάζεται να επιμείνουμε εδώ στην παρουσίασή τους. Ο ρεβιζιονισμός, με τη γραμμή που εφάρμοσε και με τα πολιτικά μέτρα που πήρε (στο όνομα του σοσιαλισμού, αλλά στην πραγματικότητα προς όφελος της αστικής τάξης) έδωσε μια χωρίς προηγούμενο ώθηση στην ανάπτυξη των αντισοσιαλιστικών – αστικών δυνάμεων, διευρύνοντας την ίδια την κοινωνική βάση του και τα ερείσματά του και εδραιώνοντας στο Κόμμα και το κράτος τους μηχανισμούς στήριξης και αναπαραγωγής της κυριαρχίας του.
Το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε κάτω απʼ αυτή την κυριαρχία, από τα χρόνια των Χρουστσώφ – Μπρέζνιεφ ως τις μέρες μας των Γκορμπατσώφ και σία, καμιά σχέση δεν είχε με τον πραγματικό σοσιαλισμό και η Σοβιετική Ένωση μπήκε έτσι σʼ ένα δρόμο, που γνωρίσαμε ήδη το τραγικό για το σοβιετικό λαό τέρμα του.
ΟΙ ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ
Εδώ και τρεισήμισι ήδη δεκαετίες, μετά το 20ο συνέδριο, ο τότε αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες, σε δηλώσεις τύπου (15 Μάη 1956) παρατηρούσε:
«Διαπιστώνουμε ότι στη Σοβιετική Ένωση εμφανίστηκαν δυνάμεις που τείνουν προς ένα πολύ μεγάλο φιλελευθερισμό… αν επιμείνουν, θα μπορέσουν να επιφέρουν μια θεμελιώδη αλλαγή στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση».
Η «θεμελιώδης αλλαγή», για την οποία έκανε από τότε λόγο ο Ντάλλες, ήταν η παλινόρθωση του καπιταλισμού. Η σημερινή εξέλιξη επιβεβαίωσε πλήρως τις προσδοκίες του Ντάλλες.
Ύστερα κι από το 22ο συνέδριο, που στερέωσε παραπέρα τη θέση των δυνάμεων που έτειναν «προς ένα πολύ μεγάλο φιλελευθερισμό» και συμπλήρωσε και συστηματοποίησε την πλατφόρμα τους, το αμερικανικό «NEWSWEEK» (26 Μάρτη 1962) σημείωνε:
«Ο Νικήτα Χρουστσώφ διέλυσε οριστικά το ενιαίο μπλοκ της εποχής του Στάλιν. Ίσως αυτό αποτελεί την πιο μεγάλη υπηρεσία του Χρουστσώφ, όχι στον κομμουνισμό αλλά στο δυτικό κόσμο».
Τις υπηρεσίες του Χρουστσώφ όχι στον κομμουνισμό αλλά στο δυτικό κόσμο, δηλ. στον ιμπεριαλισμό, τις επαύξησαν και τις υπερκέρασαν οι Γκορμπατσώφ και σία. Κάτω από την εξουσία τους ολοκληρώθηκε πέρα για πέρα η μετατροπή της Σ.Ε. στο αντίθετό της. Το πρώτο στον κόσμο σοσιαλιστικό κράτος μετασχηματίσθηκε ανοικτά σε καπιταλιστικό κράτος, αποσυντέθηκε και διαλύθηκε.
Αυτή η εξέλιξη προκάλεσε άγρια χαρά στη διεθνή αντίδραση, που έσπευσε να πανηγυρίσει τη χρεωκοπία και το θάνατο του σοσιαλισμού.
«Οι αντίπαλοί μας ουρλιάζουν για χρεωκοπία του σοσιαλισμού. Βιάζονται πολύ. Ποιος θα τολμούσε ωστόσο να ισχυρισθεί πως έχουν εντελώς άδικο; Αυτός που πεθαίνει αυτή την ώρα δεν είναι ο σοσιαλισμός αλλά μια γλυκερή παραλλαγή του σοσιαλισμού, χωρίς ιδεαλιστικό πνεύμα και χωρίς πάθος, σαν το βάδισμα ενός κοιλαρά δημοσίου υπαλλήλου και σοβαρού οικογενειάρχη, ένας σοσιαλισμός χωρίς τόλμη και χωρίς έξαρση, ερασιτέχνης της στατιστικής και με χωμένη τη μύτη στα συμβόλαια και τις συμφωνίες για καλή συμμαχία με τον καπιταλισμό, …ένας σοσιαλισμός που η αστική τάξη βλέπει σαν ένα ρυθμιστή των ανυπόμονων λαών και σαν ένα αυτόματο επόπτη φρένων των θρασύτατων προλεταρίων».
Η περιγραφή αυτή ανήκει στο Γάλλο κομμουνιστή Πωλ Γκολάυ και αναφέρεται στο σοσιαλισμό της 2ης Διεθνούς. Ο Λένιν είχε εκτιμήσει στον καιρό του τις απόψεις αυτές, λέγοντας πως είναι «Η φωνή ενός τίμιου Γάλλου σοσιαλιστή». Αυτή η περιγραφή δεν παύει να ταιριάζει και σʼ αυτό το παρόμοιο είδος «σοσιαλισμού», που εδραιώθηκε στη ΣΕ τις τελευταίες δεκαετίες και που την πιο προχωρημένη εκδοχή του εξέφρασε η λεγόμενη περεστρόικα.
Αυτός πέθανε και ενταφιάστηκε μαζί της, ενώ η χορωδία των αντιδραστικών ψάλλει μάλλον βιαστικά σʼ όλους τους τόνους το «τέλος του κομμουνισμού». Όπως η ιστορία στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας διέψευσε με πάταγο τους τοτινούς νεκροθάφτες του σοσιαλισμού, είναι βέβαιο πως με τον ίδιο τρόπο θα διαψεύσει στην πορεία της και τους σύγχρονους αντικομμουνιστές επιγόνους τους.