Στην κοιλάδα του Ηλά
του ΠΩΛ ΧΑΓΚΙΣ
ΗΠΑ (2007)
Ο Χανκ, βετεράνος του αμερικανικού στρατού, περιμένει να συναντηθεί με τον γιο του, εθελοντή στρατιώτη που έχει μόλις επιστρέψει από το Ιράκ, ενημερώνεται ωστόσο από τις αρχές ότι το παιδί του έχει εξαφανιστεί.
Σύντομα αντιλαμβάνεται πως κάποια στοιχεία συσκοτίζονται σκόπιμα, οπότε αποφασίζει να αναμιχθεί ενεργά στην έρευνα, με τη συμπαράσταση μιας ντετέκτιβ της ντόπιας αστυνομίας.
Όταν ξετυλίγεται το κουβάρι των πραγματικών δεδομένων, αρχίζει να φαίνεται η αληθινή όψη του “ηρωικού πολέμου” – και όχι μόνο.
Τριάντα και τέσσερις (34) στρατιωτικές επεμβάσεις έχουν πραγματοποιήσει από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου ως σήμερα οι ΗΠΑ, σε ισάριθμες χώρες του πλανήτη. Η εισβολή στο ΙΡΑΚ το 2003, 11 μόλις χρόνια μετά τον πόλεμο του Κόλπου, αποτελεί μια από τις καταστροφικότερες και πλέον επονείδιστες, καθώς στηρίχτηκε σε μια εξ ολοκλήρου ψευδή προπαγάνδα για δήθεν “όπλα μαζικής καταστροφής” των ιρακινών, που δεν εντοπίστηκαν ως γνωστόν ποτέ. Απώτερη επιδίωξη των Αμερικανών, ο έλεγχος των ενεργειακών αποθεμάτων της ευρύτερης περιοχής, όπως αδιάσειστα αποδείχτηκε στη συνέχεια.
Πρώτη επίσημη κατακραυγή εξ ιδίων, το πόρισμα της επιτροπής του αμερικανικού Κογκρέσου το 2004, που μέσα στην 500 σελίδων έκθεσή της στοιχειοθετεί μία προς μία τις αθέμιτες πιέσεις που ασκήθηκαν από την κυβέρνηση προς την CIA, προκειμένου αυτή να παρουσιάσει ανυπόστατα στοιχεία. Ακολουθεί η έρευνα του αμερικανικού μη κερδοσκοπικού δημοσιογραφικού Οργανισμού Center for Public Integrity που δημοσιοποιήθηκε το 2008, σύμφωνα με την οποία η συγκεκριμένη επέμβαση στηρίχτηκε σε 935 κυβερνητικά ψέματα του υιού Μπους και επτά ακόμα αξιωματούχων, ενορχηστρώνοντας μιαν άθλια εκστρατεία παραπληροφόρησης προκειμένου να νομιμοποιήσουν την εισβολή και τον πόλεμο που ακολούθησε.
Μέχρι τον Αύγουστο του 2007, σύμφωνα με τις πλέον έγκυρες διεθνείς έρευνες, οι νεκροί Ιρακινοί, άμαχοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους, υπερβαίνουν το εκατομμύριο, ενώ 7.400 είναι οι νεκροί Αμερικανοί στρατιώτες.
Είναι σε κάθε περίπτωση προς τιμήν του Καναδού σκηνοθέτη Πωλ Χάγκις, το ότι στη μετα-Οσκαρική πορεία του, επέλεξε ένα τόσο αρνητικά φορτισμένο κι ελάχιστα αβανταδόρικο θέμα, όπως η αντανάκλαση της στρατιωτικής επέμβασης στην αμερικανική κοινωνία. Αρκετά χρόνια μετά τον Μάικλ Μουρ, βρισκόμαστε μπροστά στην πιο σοβαρή ίσως κινηματογραφική απόπειρα σχολιασμού, με σοβαρές δόσεις αυτοκριτικής, ενός πολέμου, που κατά τα φαινόμενα οι Αμερικανοί πλήρωσαν εξίσου ακριβά, αν όχι ακριβότερα από το Βιετνάμ.
Αντιπαρερχόμενος, για τους όποιους λόγους, τα πραγματικά κίνητρα της αμερικάνικης εισβολής, ο Χάγκις ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την αναπαραγωγή της βίας ως κύριου μηχανισμού υποστήριξης της αμερικάνικης υπερδύναμης: Οι Αμερικανοί στρατιώτες, ωθούμενοι μεθοδευμένα στην κτηνωδία, γίνονται κι οι ίδιοι θύματα ενός πολέμου που δεν διαθέτει απολύτως κανένα αξιακό χαρακτηριστικό. Η λογική της στρατοκρατικής επιβολής, απολύτως βάρβαρη στον πυρήνα της, οδηγεί μοιραία στον εξανδραποδισμό, και τελικά στον αφανισμό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, των “υποκειμένων”.
Η επιλογή της αστυνομικής ίντριγκας, επιτρέπει στον θεατή να παρακολουθήσει τη σεναριακή εξέλιξη με αμείωτο ενδιαφέρον, κι ο Τόμμυ Λη Τζόουνς, στον ρόλο του τραγικού αλλά κάθε άλλο παρά αθώου πατέρα, παραδίνει μαθήματα ερμηνευτικής ωριμότητας.
Σε συνεντεύξεις του με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, ο Χάγκις καταθέτει: «Αποφάσισα να καταπιαστώ με το θέμα, επηρεασμένος από φωτογραφίες και σχόλια που έβρισκα στο διαδίκτυο, ποιους στόχευαν και πυροβολούσαν τα στρατεύματα, αναρτώντας στη συνέχεια τις “επιτυχίες” τους. […] Θυμάμαι χαρακτηριστικά μία, σ’ ένα φόντο από ρουκέτες, κτίρια που ανατινάσσονταν και τανκς, ένας πιτσιρικάς να ποζάρει αυτάρεσκα μπροστά σ’ ένα καμένο πτώμα. […] Ένας άλλος είχε πιάσει ένα διαλυμένο χέρι, και το κουνούσε μπροστά στην κάμερα. […] Άρχισα να ψάχνω, μέχρι που έπεσα πάνω στην αφήγηση του Mark Boale […], μια ιστορία για έναν άντρα που έψαχνε για τον γιο του, ο οποίος είχε κατά τα τεκμήρια μόλις επιστρέψει από το Ιράκ και είχε εξαφανιστεί. […] Θέλησα να αφηγηθώ την ιστορία, όχι από τη δική μου πλευρά, εγώ διαδήλωνα ενάντια σ’ αυτόν τον πόλεμο καιρό πριν, αλλά μέσα από τα μάτια ενός περήφανου Αμερικανού, κάποιου που θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε χωρίς να συμφωνούμε με τις πολιτικές του επιλογές ή τη ζωή του. […] Σε μέρη σαν το Ιράκ, (οι στρατιώτες) προσγειώνονται, και πολύ γρήγορα συνειδητοποιούν ότι μπορεί να είναι σαν τον Γολιάθ […], στη λάθος πλευρά. Σκοτώνουν τόσους αμάχους, κι αυτό τους στοιχειώνει. Επιστρέφουν και πολύ συχνά διαλύονται, καταρρέουν απ’ αυτά που έχουν δει κι έχουν κάνει. Γι αυτό κι έχουμε το υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών στην ιστορία. […]».
Στα πρόσθετα συν της ταινίας, οι γενικότεροι χαμηλοί τόνοι, το μελετημένο στη λεπτομέρειά του σασπένς και η παρουσία της Σούζαν Σάραντον.
Βραβείο SIGNIS στο φεστιβάλ της Βενετίας (2007).
Στη φωτογραφία, ο Ματ και η Σέρυλ Έκερ με φωτογραφία του γιου τους, πρώην στρατιώτη Μάικλ Έκερ, στην πόλη Τσάμπιον του Οχάιο, στις 19 Απριλίου 2012. Το 2009, ο Μάικλ αυτοκτόνησε πυροβολώντας τον εαυτό του μπροστά στα μάτια του πατέρα του. Οι αυτοκτονίες των βετεράνων παραμένουν ένα σοβαρό πρόβλημα στις ΗΠΑ. Μία πρόσφατη έρευνα με στοιχεία από 21 πολιτείες, έδειξε πως 22 βετεράνοι στρατιώτες αυτοκτονούσαν καθημερινά την περίοδο μεταξύ 1999 και 2011.