Η κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει «λουκέτο» στις κερκίδες στους ποδοσφαιρικούς αγώνες της Σούπερ Λιγκ 1 για τους επόμενους δύο μήνες (με ενδεχόμενο παράτασης). Ταυτόχρονα, εξήγγειλε μια σειρά σκληρών κατασταλτικών μέτρων, όπως την υποχρεωτική τοποθέτηση και χρήση καμερών στα γήπεδα, καθώς και την ταυτοποίηση των φιλάθλων. Την αφορμή για τα μέτρα αυτά έδωσαν τα σοβαρά επεισόδια που έλαβαν χώρα την Παρασκευή 8 Δεκέμβρη έξω από το κλειστό γήπεδο του Ρέντη, κατά τη διάρκεια του αγώνα βόλεϊ του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό ενός αστυνομικού. Μέσα σε διάστημα μερικών ωρών, η αστυνομία προχώρησε εκδικητικά -και με όρους που θυμίζουν περισσότερο παρακρατικές μεθόδους- σε 424 προσαγωγές φιλάθλων, οι οποίοι σχεδόν απήχθησαν, με τις οικογένειες και τους οικείους τους να μη γνωρίζουν για πολλές ώρες πού βρίσκονται.
«Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν»…
Ο λαός και η νεολαία βρίσκονται για μια ακόμη φορά στο ίδιο έργο θεατές. Μετά από ένα ακόμη περιστατικό οπαδικής βίας, η κυβέρνηση ανακοινώνει σκληρά μέτρα καταστολής, βάζει λουκέτο για ένα ορισμένο διάστημα στις κερκίδες και δηλώνει κατηγορηματικά πως «θα πατάξει τη βία στα γήπεδα». Όλα αυτά, μέχρι την επόμενη φορά που ένα αντίστοιχο περιστατικό θα απασχολήσει τα ΜΜΕ και θα λάβει μεγάλη έκταση, για να ξεχαστεί λίγο αργότερα. Από την άποψη αυτή, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση φέρνει έναν από τους πιο αντιλαϊκούς προϋπολογισμούς των τελευταίων χρόνων, με την ακρίβεια να θερίζει και τη γενοκτονία του Παλαιστινιακού λαού από το φασιστικό κράτος του Ισραήλ να συνεχίζει να έχει τη στήριξη της υποτελούς κυβέρνησης της ΝΔ, η στροφή της δημόσιας συζήτησης στη βία στα γήπεδα αποτελεί έναν καραμπινάτο αποπροσανατολισμό του λαού και των εργαζομένων από τα πραγματικά τους προβλήματα.
Από την άλλη, τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δεν μπορούν παρά να προκαλούν τη λαϊκή οργή για το μέγεθος της κυβερνητικής υποκρισίας και τον επιφανειακό τρόπο που επιχειρείται για μια ακόμη φορά να απαντηθεί ένα τόσο σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο. Το πρόβλημα δεν έγκειται φυσικά στο γεγονός πως η ΝΔ δεν προχωρά «αποτελεσματικά, με περισσότερη δουλειά και σοβαρότητα», όπως την κατηγορούν τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που κατά τη διακυβέρνησή τους εφάρμοσαν αντίστοιχα μέτρα, ενώ τώρα λίγο-πολύ προτείνουν τα ίδια. Ούτε βέβαια το βασικό ζητούμενο είναι πως η κυβέρνηση προχώρησε στο κλείσιμο των κερκίδων μόνο για το ποδόσφαιρο, ενώ το συγκεκριμένο περιστατικό πραγματοποιήθηκε σε αγώνα βόλεϊ(!), όπως καταγγέλλει η «Νέα Αριστερά».
Υποκριτικά μέτρα χωρίς αντίκρισμα
Αποτελεί το λιγότερο πρόκληση να ισχυρίζονται τα κυβερνητικά στελέχη πως κλείνουν οι κερκίδες στους ποδοσφαιρικούς αγώνες γιατί εκεί υποτίθεται πως είναι η «μήτρα» της οπαδικής βίας, όταν αντίστοιχα περιστατικά έχουν συμβεί σε μια σειρά αθλήματα, ενώ κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την έξαρσή τους το επόμενο διάστημα σε άλλα αθλήματα, αφού θα διοχετευτούν εκεί οι οπαδικοί στρατοί των ΠΑΕ. Από την άλλη, η ακραία κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης, τα βαθιά αντιδημοκρατικά μέτρα των καμερών και της ταυτοποίησης-φακελώματος των φιλάθλων (μέτρα που έχουν παρθεί πολλά χρόνια τώρα και μένουν ανενεργά υπό το φόβο της κοινωνικής έκρηξης και αντίδρασης), όχι μόνο δε λύνουν το πρόβλημα, αντιθέτως το συντηρούν και το οξύνουν, αφού οι αιτίες της βίας στα γήπεδα βρίσκονται έξω από αυτά.
Η κυβέρνηση πράγματι παίρνει μέτρα αναποτελεσματικά γιατί είναι μέτρα βαθιά υποκριτικά. Και είναι υποκριτικά γιατί:
-Είναι η ίδια η κυβερνητική πολιτική της ακρίβειας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης που πυροδοτεί φαινόμενα γηπεδικής και εξωγηπεδικής βίας, οδηγώντας μαζικά ολόκληρα κομμάτια του λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας στο κοινωνικό περιθώριο.
-Είναι η αντιεκπαιδευτική πολιτική που υποβαθμίζει τα σχολεία και τα μορφωτικά δικαιώματα της νεολαίας και σπρώχνει τμήματά της στα γήπεδα και τους οπαδικούς στρατούς, προβάλλοντάς τα σαν τη μοναδική διέξοδο.
-Είναι η κυβερνητική και κρατική εγκατάλειψη του μαζικού λαϊκού αθλητισμού, που έχουν μετατρέψει τον τελευταίο από δικαίωμα σε πολυτέλεια. Ελάχιστα έως μηδαμινά προγράμματα άθλησης των νέων από τις περιφέρειες, τους δήμους και το υπουργείο Παιδείας, μία και δύο ώρες τη βδομάδα Γυμναστική στο σχολικό πρόγραμμα και συνολικά πλήρης υποβάθμιση των αθλητικών υποδομών σε όλη τη χώρα. Επομένως, πριν κλείσει τα γήπεδα για τους φιλάθλους, η κυβέρνηση τα έχει προ πολλού κλείσει για την άθληση του λαού και της νέας γενιάς.
-Είναι η αντιδραστική κυρίαρχη προπαγάνδα που στηρίζει και η ΝΔ, που νομιμοποιεί το «κρατικό μονοπώλιο της βίας». Με «σοκ» αντιμετωπίζεται η βία στα γήπεδα, αλλά όταν τα ΜΑΤ και η αστυνομία χτυπούν ασύστολα το λαό, είναι απλά ένα κομμάτι της καθημερινότητας. Ανησυχία στην κυβέρνηση και τα ΜΜΕ για την πορεία της υγείας του τραυματισμένου αστυνομικού, αλλά μηδενική ευαισθησία για τα δεκάδες θύματα της αστυνομικής βίας, για τους τρεις ανήλικους Ρομά που δολοφονήθηκαν τα τελευταία 2 χρόνια, για τους εκατοντάδες τραυματίες σε διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις. «Θρηνεί» η κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της για τους νεκρούς Ισραηλινούς, μα δε χωράει ούτε ένα δάκρυ για τους πάνω από 20.000 νεκρούς Παλαιστίνιους, οι μισοί σχεδόν από αυτούς μικρά παιδιά. Αν λοιπόν η κυβέρνηση αναρωτιέται από πού πηγάζουν τα φαινόμενα αυτά της αντικοινωνικής βίας, δε χρειάζεται παρά να κοιτάξει στον καθρέφτη για να βρει τον ένοχο για την έξαρση της βίας στη νέα γενιά και ιδιαίτερα στα γήπεδα.
-Είναι η θεωρία των «δύο άκρων», που ταυτίζει τη φασιστική βία με τον αγωνιζόμενο λαό και τη δράση των κομμουνιστών και «βγάζει λάδι» τη δολοφονική δράση των φασιστικών ομάδων. Είναι η ανοχή και η συγκάλυψη των εγκλημάτων του φασισμού, αλλά και η προσπάθεια συμφιλίωσης της κοινωνίας με φαινόμενα ενδοοικογενειακής και άλλων μορφών βίας, που έχουν τη ρίζα τους στην ίδια αιτία της φτώχειας και της εξαθλίωσης.
Η «ανεξάρτητη δικαιοσύνη»…
Τις επόμενες μέρες μετά το περιστατικό, εκτός από την ανακοίνωση των παραπάνω μέτρων, τα κυβερνητικά στελέχη επιδόθηκαν σε μία κούφια προπαγάνδα για την «πάταξη της βίας στα γήπεδα», με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Γιάννη Οικονόμου και τον αναπληρωτή υπουργό Αθλητισμού Γιάννη Βρούτση να επισκέπτονται την εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για να ζητήσουν την «ποινική αναβάθμιση» της έρευνας για υποθέσεις αθλητικής βίας, ενώ ο υπουργός ΠΡΟΠΟ δε δίστασε να δηλώσει ανερυθρίαστα πως η λίστα με τα 20 πρόσωπα που εμπλέκονται σε τέτοιες υποθέσεις θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά «οι αγέλες των χούλιγκαν, αλλά και όσοι τους ανέχονται και τους υποκινούν».
…και τα «σκοτεινά» συμφέροντα
Αν, λοιπόν, η μία πλευρά της υποκρισίας της κυβέρνησης αφορά στην ίδια τη βία στα γήπεδα, η άλλη πλευρά σχετίζεται με εκείνους που την υποκινούν. Και δεν πρόκειται για άλλους πέρα από τους ιδιοκτήτες των ΠΑΕ, που από τότε που ο αθλητισμός πήρε επαγγελματικά χαρακτηριστικά και μετατράπηκε σταδιακά σε μία κανονική «μπίζνα» δεκάδων δισεκατομμυρίων, δημιουργούν οπαδικούς στρατούς και φυτώρια παρακρατικών και φασιστικών ομάδων, μετατρέπουν τα γήπεδα σε χώρους διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών ουσιών, καλλιεργούν όχι το φίλαθλο πνεύμα του υγιούς συναγωνισμού, μα το μίσος για τις άλλες ομάδες και τους οπαδούς τους κι ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Καθόλου τυχαία δεν είναι τα ακροδεξιά και φασιστικά πανό στις θύρες των οργανωμένων συνδέσμων πολλών ελληνικών και ξένων ομάδων, οι διασυνδέσεις τους με φασιστικές οργανώσεις και κόμματα, καθώς είναι ιδιαίτερα εύφορο το αρρωστημένο κλίμα με τα υβριστικά συνθήματα, τη ναρκωκουλτούρα και την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού που επικρατεί πια στα γήπεδα για την ακροδεξιά.
«Θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο» αναμασούν μονότονα κυβερνητικά στελέχη, υποκρύπτοντας το γεγονός πως οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ είναι ταυτόχρονα εφοπλιστές και μεγαλοβιομήχανοι, ιδιοκτήτες μεγάλων μέσων ενημέρωσης και συνδέονται με πάρα πολλούς τρόπους με την κυβέρνηση και την πολιτική της. Είτε στηρίζοντάς την μέσω των ΜΜΕ, είτε αναλαμβάνοντας μεγάλα δημόσια έργα, είτε με την εμπλοκή τους στην πολιτική ζωή. Γενικότερα, ακριβώς επειδή ο αθλητισμός αποτελεί πλέον ένα πεδίο ακραίας κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου, καμία αστική κυβέρνηση ή κόμμα δεν πρόκειται να κόψει το «χέρι που την ταΐζει», να συγκρουστεί με την κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη. Από την άποψη αυτή, δεν είναι ούτε «σκοτεινά» τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω από τους οπαδικούς στρατούς, ούτε είναι άγνωστη η διασύνδεσή τους με τους ιδιοκτήτες των ομάδων.
Το ζητούμενο για το λαό και τη νεολαία είναι όχι μόνο να καταδικάσουν τη βία στα γήπεδα, μα πρώτα απ’ όλα τις αιτίες που την γεννούν, την υποθάλπουν και τη συντηρούν. Και αυτές δεν είναι άλλες πέρα από την πολιτική της ακρίβειας, της φτώχειας και της ανεργίας, την ίδια που χρησιμοποιεί τον αθλητισμό για να αποκοιμίζει τον λαό για να μην ασχολείται με τα πραγματικά του προβλήματα, την ίδια που καλλιεργεί το κοινωνικό περιθώριο και στηρίζεται από τους μεγαλοϊδιοκτήτες των ΠΑΕ.