Στα πλαίσια του «εκσυγχρονισμού», οι τράπεζες μειώνουν τα λειτουργικά τους κόστη με μειώσεις προσωπικού και κλείσιμο καταστημάτων ενώ ταυτόχρονα θέτουν ως στόχο την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και το ξήλωμα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αυτές είναι άλλωστε και οι δεσμεύσεις τους απέναντι στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Μόνο μέσα στη τελευταία δεκαετία έχει κλείσει περίπου το 55% των καταστημάτων, ενώ το προσωπικό έχει μειωθεί σχεδόν στο 45%. Χιλιάδες εργαζόμενοι αναγκάστηκαν ουσιαστικά σε παραίτηση κάτω από εκβιασμούς και απειλές, προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι των προγραμμάτων «εθελούσιας εξόδου». Όλες ανεξαιρέτως οι τράπεζες ακολούθησαν και ακολουθούν την ίδια ακριβώς πολιτική, τρομοκρατία και εκφοβισμό των εργαζομένων με απειλές για μετακίνηση-απόσπαση σε απομακρυσμένες περιοχές είτε ακόμα και σε διαφορετικό νομό από την κατοικία του εργαζόμενου, απειλές για απολύσεις και εκβιασμοί με αναγκαστικές άδειες.
Η τράπεζα Πειραιώς προχώρησε στο κλείσιμο 45 καταστημάτων, υλοποιώντας ταυτόχρονα πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου, με στόχο την αποχώρηση 1.000 εργαζομένων. Μάλιστα η διοίκηση της Τράπεζας έθεσε σε αναγκαστική άδεια 140 εργαζόμενους, οι οποίοι εργάζονταν σε αυτά τα καταστήματα και δεν δέχτηκαν να αποχωρήσουν με εθελουσία προκειμένου να τους αναγκάσει να ενταχθούν στο πρόγραμμα.
Την ίδια τακτική ακολουθεί και η διοίκηση της Εθνικής τράπεζας η οποία προχωράει στο κλείσιμο 41 καταστημάτων και η οποία επίσης υλοποίησε πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου με στόχο την αποχώρηση εκατοντάδων εργαζομένων.
Επιπλέον η Αlpha bank προχώρησε σε απόσχιση των κόκκινων δανείων μετακινώντας -απολύοντας δηλαδή- 600 εργαζόμενους σε νέο εργοδότη, την εταιρεία διαχείρισης κόκκινων δανείων CEPAL. H σύμβαση, την οποία κλήθηκαν να υπογράψουν οι εργαζόμενοι από την νέα εργοδοσία, όχι απλά δεν κατοχυρώνει τον μισθό και τα εργασιακά δικαιώματα της συλλογικής σύμβασης με την οποία μέχρι τώρα εργάζονταν, αλλά διαμορφώνει καθεστώς εργασιακής γαλέρας.
Συγκεκριμένα ο εργοδότης μπορεί να μετακινεί τον εργαζόμενο ανά την Ελλάδα ανάλογα με τις ανάγκες της εταιρείας, μπορεί να τροποποιεί το αντικείμενο εργασίας και να αναθέτει πρόσθετα καθήκοντα χωρίς πρόσθετη αμοιβή, μπορεί να ενοικιάζει το προσωπικό σε άλλες εταιρείες, μπορεί να συμψηφίζει υπερωρίες και μελλοντικές προσαυξήσεις και να επιβάλλει κυλιόμενο ωράριο και τηλεργασία, ενώ ταυτόχρονα υποχρεώνει τον εργαζόμενο να ενημερώνει για κάθε αλλαγή της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής!
Παρόμοια τακτική με μετακίνηση εκατοντάδων εργαζομένων στις εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων ακολούθησαν το προηγούμενο διάστημα η τράπεζα Πειραιώς καθώς και η Eurobank.
Η μείωση του προσωπικού και η συρρίκνωση του τραπεζικού δικτύου αφενός πλήττει τους χιλιάδες τραπεζοϋπάλληλους οι οποίοι έχουν βρεθεί εκτός τράπεζας και οι περισσότεροι από αυτούς προστίθενται στον μεγάλο κατάλογο των ανέργων. Αφετέρου πλήττει και αυτούς που παραμένουν στο τραπεζικό δίκτυο αφού η εντατικοποίηση της δουλειάς, οι απλήρωτες υπερωρίες και το κυνήγι στοχοθεσίας, στο οποίο υποβάλλονται από τις διοικήσεις προκειμένου να αυξηθούν οι πωλήσεις τραπεζικών προϊόντων, καθιστά την εργασιακή καθημερινότητα αφόρητα πιεστική. Επιπλέον τα τεράστια κενά προσωπικού που δημιουργούνται, οι διοικήσεις επιχειρούν να τα καλύψουν με φτηνό και αναλώσιμο προσωπικό κάνοντας προσλήψεις εκτός συλλογικών συμβάσεων, υπογράφοντας ατομικές συμβάσεις με χαμηλότερους μισθούς και πετσοκομμένα δικαιώματα.
Απέναντι σε αυτή την επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι του τραπεζικού κλάδου η συνδικαλιστική ηγεσία επί της ουσίας βάζει πλάτες στους σχεδιασμούς των διοικήσεων. Αφού όλα τα προηγούμενα χρόνια ΔΗΣΥΕ (ΠΑΣΚΕ) και ΔΑΚΕ φρόντιζαν να κρατάνε τον κλάδο σε πλήρη παραλυσία χωρίς συλλογικές διαδικασίες και ουσιαστικές κινητοποιήσεις. Αφού αρνήθηκαν οποιαδήποτε συμπόρευση των τραπεζοϋπαλλήλων με άλλους κλάδους που πλήττονταν στα χρόνια της κρίσης, καλλιεργώντας μία άκρως συντεχνιακή λογική.
Αφού εκχώρησαν μία σειρά εργασιακών δικαιωμάτων προκειμένου να διασφαλιστούν, όπως έλεγαν τότε, οι θέσεις εργασίας. Σήμερα στρώνουν το έδαφος στις μαζικές απολύσεις που γίνονται είτε με τον τίτλο της «εθελούσιας εξόδου» είτε με τον τίτλο της «μετακίνησης προσωπικού». Αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ουσιαστική αγωνιστική παρέμβαση και κινητοποίηση των εργαζομένων, χρησιμοποιώντας ακόμα και το πρόσχημα της υγειονομικής κρίσης.
Οι εργαζόμενοι στις τράπεζες, μαζί πλέον με τους εργαζόμενους στις εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων, πρέπει να καταδικάσουν και να απομονώσουν αυτές τις υποταγμένες και εργοδοτικές συνδικαλιστικές ηγεσίες και να παλέψουν από κοινού για τη διασφάλιση των μισθολογικών και εργασιακών δικαιωμάτων τους, για αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς, για μόνιμη και σταθερή εργασία. Πρέπει να παλέψουν από κοινού και να πάνε κόντρα στο καθεστώς εργασιακής γαλέρας που ονειρεύονται οι τραπεζίτες.