Σπεύδοντας ήδη την επαύριο της ανάδειξής του, ως πρόεδρος της Χιλής, να συνθηκολογήσει άνευ όρων με την ξενόδουλη αντίδραση και τους Αμερικανούς επικυριάρχους, ο Μπόριτς διέψευσε εξαρχής τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει στις πλατιές λαϊκές μάζες, συνεχίζοντας την αντιλαϊκή πολιτική της ακρίβειας, της φτώχειας και της καταστολής. Μετά την απόρριψη από το 62%, στο δημοψήφισμα του Σεπτέμβρη, του σχεδίου συντάγματος που επεξεργάστηκαν τα επιτελεία του, ο Μπόριτς εντείνει τη δημαγωγία για την ανάγκη “κοινωνικής συναίνεσης” προκειμένου να ξεκινήσει και επίσημα η περιβόητη “διαδικασία συνεννόησης” με το κόμμα της Δεξιάς, με πρόσχημα στη συγκυρία την προώθηση “νέας” συνταγματικής αναθεώρησης.
Στα πλαίσια αυτά πραγματοποιήθηκαν στις 18 Οκτώβρη οι εκδηλώσεις τιμής και μνήμης της επετείου της εξέγερσης του 2019, που είχε ως αιχμή την κατάργηση του προηγούμενου χουντικού συντάγματος. Απέναντι στους πολυάριθμους διαδηλωτές, η κυβέρνηση του Μπόριτς επέδειξε για άλλη μια φορά πολιτική σιδηράς πυγμής, επιστρατεύοντας 25000 καραμπινιέρους (στρατιωτικοποιημένη αστυνομία, κατασταλτικός μηχανισμός που διατηρείται από την εποχή του Πινοσέτ) και προχωρώντας σε δεκάδες συλλήψεις στο Σαντιάγκο. Εξάλλου, ο κεντροαριστερός πρόεδρος της Χιλής, με πρόδηλο στόχο την εκτόνωση της λαϊκής αγανάκτησης, εφαρμόζει παράλληλα με την αυταρχική πολιτική του μαστιγίου και αυτήν του καρότου, αναγνωρίζοντας υποκριτικά πως “δεν έχει αρχίσει ακόμα να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις” και πως το 2019 “ήταν έκφραση της οδύνης και των ρηγμάτων της κοινωνίας μας”.