Πάψε με ευχές να ελπίζεις
οι θεοί πως θα λυγίσουν

Ζευγάρι γερόντων, λεβέντηδων. Στα Βοιωτικά αρβανιτοχώρια. Πρόσωπα ρυτιδιασμένα, μάτια καθάρια. Μια υποψία χαμόγελου σ’ αυτά τα μάτια. Λες κι έχουν βρει όλες τις απαντήσεις τους. Χέρια σκληρυμένα από την τσάπα και το δρεπάνι. Κορμιά γερτά από τα χρόνια και τους γεροντικούς πόνους. Γεράματα, σκοντάμματα. «Πονάνε τα πόδια μου πια», αυτός. «Δε μπορώ να κάνω όλες τις δουλειές πια», τιτιβίζει αυτή. Σκιτσάρουν τη ζωή τους, κουνώντας τα χέρια στον αέρα και με άπειρες εκφράσεις στο πρόσωπο. Από νέοι μέχρι σήμερα. Από τότε που ξεκίναγαν από τα μαύρα χαράματα και δούλευαν μέχρι να κρύψει ο θεός τον ήλιο. Μια στα στάρια, μια στις ελιές.

«Σ ρ μπε σα γιε ιρί τ κεσσ ν πλλεκρί, μας λέγανε οι πατεράδες μας», λαλάνε αρβανίτικα. Δηλαδή: δούλεψε όσο είσαι νέος για να έχεις στα γεράματα. Και δούλεψαν πολύ. Μέχρι και τα παιδιά, όταν ήταν σκόλες και γιορτές, έπαιρναν στα χωράφια. Τα παιδιά. Που έπαιρναν τα γράμματα και πήγαν πανεπιστήμιο. Τα παιδιά που θέλανε οι σκόλες να είναι σκόλες και οι γιορτές, γιορτές. Αυτή ήταν και η μόνη τους επένδυση που απέδωσε. Τα παιδιά.

Τί να μαζέψεις, να βάλεις «στην πάντα» για τα γεράματα; Φασούλι το φασούλι δε γίνονται περιουσίες. Γίνονται μόνο φασολάδες.
Η ζωή τους, όλη η Ελλάδα των τελευταίων ογδόντα χρόνων. Πρώτα η εργασία με τα χέρια, η σοδειά με τα χέρια. Πιο μετά ήρθαν οι μηχανές. Ο καθένας με το δικό του τρακτέρ. Εύκολο το δάνειο από τις τράπεζες για την αγορά του τρακτέρ, των λιπασμάτων. Η αποπληρωμή του δανείου, εφιάλτης. Ο καθένας μόνος του και όχι στο συνεταιρισμό. Κόψανε την αλληλεγγύη όπου ο ένας βόηθαγε τον άλλο στο μάζεμα της σοδειάς. Πρώτα της χήρας, μετά του Γιώργη, μετά της Μαριώς…

Τότε ακόμα η Ελλάδα έτρωγε από τους δικούς της καρπούς. Τα χωράφια καλλιεργούνταν. Λίγο πιο μετά μπήκαμε στην Ευρώπη και άρχισαν οι επιδοτήσεις. Οι καλλιέργειες σιγά-σιγά εξαφανίστηκαν. Οι νεότεροι πήγαν στις πόλεις για δουλειά. Τα χέρια τους τα αντικατέστησαν οι ξενομερίτες. Αλβανοί, Πακιστανοί, Ινδοί, ό,τι έφερνε η ξένη ανάγκη και οι δουλέμποροι στον καρπερό βοιωτικό κάμπο. Πιο μετά οι επιδοτήσεις μειώθηκαν και εμφανίστηκαν οι ακρίδες, που λέγονταν μεσίτες. Μισό ευρώ στο χωράφι το κιλό, πέντε ευρώ στην πόλη. Και στη διαπραγμάτευση με την ακρίδα, ο καθένας μόνος του. Δεν έβγαινε οικονομικά η καλλιέργεια …«μπαίναμε μέσα». Κάτι τα γεροντάματα, κάτι το μπαίναμε μέσα, νοίκιασαν τα χωράφια. «Ο ένας τα νοίκιασε για δυο χρόνια και ακόμα μας χρωστάει τα νοίκια. Ο άλλος για τέσσερα και πλήρωσε τα δυο…». Οικονομικό Βατερλώ.

Καθισμένοι στη σκιερή, δροσινή πλευρά του δίπατου πέτρινου πατρογονικού σπιτιού, μιλάνε για σήμερα. Τα χέρια τους, (18 είχε ο μήνας), κάνουν αυτή την οριζόντια κίνηση που δηλώνει το οριστικό τέλος. «Τέλειωσαν οι συντάξεις, με κάτι ψιλά είμαστε». Μια ολόκληρη ζωή για δυο συντάξεις που φτάνουν μέχρι τις 18 του μήνα… «Και έχω να πληρώσω δυο φακέλους» μας λέει η Κυρακαλή, ανήσυχη. Δυο; Φακέλους; Φακελάκι στο γιατρό; Γνωστό. Φάκελος με γράμμα από την ξενιτιά; Γνωστό. Φάκελος με προσκλητήριο για γάμο; Γνωστό. Φάκελος για πληρωμή; «Το ρεύμα είναι. Στο κάτω σπίτι το ρολόι είναι στο όνομα του παππού. Στο πάνω σπίτι είναι στο όνομά μας. Έρχονται καμιά φορά τα παιδιά και τα εγγόνια, Χριστούγεννα ή καλοκαίρι. Και δεν έχει έρθει και ο τρίτος φάκελος. Το νερό. Ποιος ξέρει πόσο θα είναι και αυτό», εξηγεί η Κυρακαλή. Το νέο ψυχολογικό σύνδρομο. Ο Τρόμος Του Φακέλου.

Και τα παιδιά; Φτιάξαν τη ζωή τους στις πόλεις. Βέβαια στην αρχή το οκτάωρο, οι άδειες, οι γιορτινές αργίες, ήταν μια πρόοδος. Τώρα, και αυτά δουλεύουν από το μαύρο χάραμα στο μαύρο δειλινό. Δυο και τρεις δουλειές σ’ όλη την επικράτεια. Πού καιρός να χορτάσουν τους γονιούς και να τα χορτάσουν κι αυτοί.
Φτου κι απ’ την αρχή;

Τάνια