Συμφωνία για τον καθορισμό διαφιλονικούμενων θαλάσσιων περιοχών στις οποίες υπάρχουν κοιτάσματα υδρογονανθράκων ανακοίνωσαν Λίβανος και Ισραήλ, μετά από έμμεσες διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ.
Όπως έγινε γνωστό, το κοίτασμα «Καρίς», μέρος του οποίου διεκδικούσε ο Λίβανος, τίθεται εξολοκλήρου υπό τον έλεγχο του Ισραήλ, ενώ το κοίτασμα «Κανά», βορείως του 23ου παραλλήλου, τίθεται στον έλεγχο του Λιβάνου, με ένα αντίτιμο προς το Ισραήλ για ένα μικρό τμήμα που εμπίπτει στα δικά του ύδατα. Γεωτρήσεις στα κοιτάσματα του Λιβάνου σχεδιάζεται να αναλάβει το γαλλικό μονοπώλιο «Total», ενώ τις γεωτρήσεις στο ισραηλινό κοίτασμα «Καρίς» έχει αναλάβει η ελληνικών συμφερόντων με έδρα το Λονδίνο «Energean».
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, Μπάιντεν, σε επικοινωνία με τον Λιβανέζο Πρόεδρο, Αούν, και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Λαπίντ, ισχυρίστηκε πως η απόφασή τους να προχωρήσουν με τη συμφωνία συνιστά «ιστορική εξέλιξη» για τη Μέση Ανατολή. Η «σταθερότητα» για την οποία μιλάει βέβαια, εκτός από το ότι διαψεύδεται από το πλήθος πολεμικών και «θερμών» μετώπων στην περιοχή, αφορά τη διαμόρφωση όρων για την προώθηση των σχεδιασμών των ΗΠΑ έναντι των ανταγωνιστών τους.
Πολλά και διάφορα «πανηγυρικά» γράφτηκαν για την «ιστορική συμφωνία». Διάφορα κέντρα μάλιστα και στη χώρα μας έσπευσαν να χαιρετίσουν την «πρωτότυπη σκέψη» της συμφωνίας και να κάνουν λόγο για «μαθήματα» που μπορούν να βρουν εφαρμογή και στην περιοχή μας, καλλιεργώντας έτσι το έδαφος για επικίνδυνες διευθετήσεις «συνεκμετάλλευσης», που βρίσκονται ήδη στα σκαριά, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η συμφωνία λανσάρεται ήδη από την κυβέρνηση Μπάιντεν αλλά και πολιτικούς και ΜΜΕ στην Ελλάδα σαν «πρότυπο» συμφωνιών γενικότερα στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Το επιχείρημα είναι πως αφού «τα βρήκαν» δύο εμπόλεμες χώρες, γιατί να μην τα βρουν Ελλάδα και Τουρκία ώστε να «επωφεληθούν» από την εκμετάλλευση κοιτασμάτων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου.
Η πραγματικότητα βέβαια είναι τελείως διαφορετική. Σε συνθήκες νέας μεγάλης όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για την Ενέργεια, η συμφωνία βάζει και «με τη βούλα» τις ΗΠΑ σε ρόλο «μόνιμου» διαιτητή και «μεσολαβητή» για τους υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός βέβαια που με τη σειρά του οξύνει τους ανταγωνισμούς με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Παράλληλα, με τρόπο ακόμα πιο απροκάλυπτο, καθιστά τα ενεργειακά μονοπώλια, εν προκειμένω τη γαλλική «Total Energies», «κράτος εν κράτει» στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της περιοχής, αναθέτοντάς τους ακόμα και τη «μοιρασιά» ποσοστών από τα προβλεπόμενα κέρδη στα εμπλεκόμενα κράτη.
Πίσω από τις εν λόγω παρεμβάσεις, βέβαια, κρύβεται το πραγματικό περιεχόμενο της επίμαχης συμφωνίας. Πρόκειται για δύο αλληλοσυμπληρούμενες συμφωνίες μεταξύ Λιβάνου – ΗΠΑ και ΗΠΑ – Ισραήλ, με τις ΗΠΑ να κατοχυρώνουν έτσι ρόλο μόνιμου «εγγυητή», διαιτητή και επόπτη της εφαρμογής τους. Οι συμφωνίες οριοθετούν θαλάσσιες συνοριακές περιοχές, ενδεχομένως και ένα τμήμα της ΑΟΖ των δύο πλευρών, όχι για να βάλουν τις βάσεις μίας μελλοντικής ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ των εμπόλεμων χωρών, αλλά για να λύσουν τα χέρια των εταιρειών Ενέργειας που θα αναλάβουν τις έρευνες, τις γεωτρήσεις και την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων Καρίς στη μεριά του Ισραήλ και Κανά στη μεριά του Λιβάνου.
Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Μπένι Γκαντς, υπερασπίστηκε την επίτευξη συμφωνίας, ενώ απέρριψε τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης ότι ωφελεί περισσότερο τον Λίβανο και τη «Χεζμπολάχ», διαβεβαιώνοντας πως το Ισραήλ «δεν παρέδωσε και δεν θα παραδώσει ούτε ένα χιλιοστό από τη δική του ασφάλεια». Απέρριψε επίσης τις κατηγορίες ότι έσπευσε να κλείσει τη συμφωνία για να αποτρέψει επιθέσεις της «Χεζμπολάχ» στις πλατφόρμες γεωτρήσεων.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος του Λιβάνου, Μισέλ Αούν, δήλωσε ότι οι όροι του τελικού σχεδίου συμφωνίας ικανοποιούν τη χώρα του. Σε τηλεοπτικό διάγγελμά του, ο ηγέτης της «Χεζμπολάχ», Νασράλα, υπεραμύνθηκε της συμφωνίας και έκφρασε την «απορία» του για το γεγονός ότι «ορισμένοι στο Ισραήλ και σε αραβικά ΜΜΕ ισχυρίζονται πως η “Χεζμπολάχ” θέλει να σαμποτάρει τη συμφωνία», ενώ ανέφερε πως η επίτευξή της δεν ήταν εύκολη υπόθεση.