Με την απόφαση του δικαστηρίου που -κάτω και από την πίεση του κινήματος- έκρινε εγκληματική οργάνωση τη «Χρυσή Αυγή», όλα τα αστικά κόμματα εμφανίστηκαν να πανηγυρίζουν και να μιλούν για «νίκη της δημοκρατίας» και να επιχειρούν να φιλοτεχνήσουν την εικόνα του «δημοκρατικού συνταγματικού τόξου» και του «διακομματικού τείχους» απέναντι στο φασισμό.
Με αφορμή όμως τις δηλώσεις Κοντονή για τις αλλαγές που έγιναν στον Ποινικό Κώδικα επί ΣΥΡΙΖΑ, προέκυψε ένας αποκαλυπτικός σκυλοκαυγάς μεταξύ τους, για το ποιος ανέχτηκε περισσότερο τη φασιστική συμμορία, με σκοπό να ξεπλύνουν τις ευθύνες τους για την ανοχή στους φασίστες και για τα φληναφήματα μαζί τους.
Και είναι γνωστές οι ιδεολογικές συγγένειες, οι διασυνδέσεις, οι επαφές και η όσμωση της ΝΔ με τον ακροδεξιό χώρο. Όμως εκείνος που «βγήκε στα κεραμίδια», σπεύδοντας να δηλώσει δικαιωμένος από την απόφαση, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, που θέλησε να εκμεταλλευτεί τα αντιφασιστικά -δημοκρατικά αισθήματα του λαού μας, που εκφράστηκαν και με τη μεγάλη πανελλαδική κινητοποίηση την ημέρα έκδοσης της απόφασης.
Νομίζουν ότι ζούμε στη χώρα των λωτοφάγων ή ότι ο λαός μας έχει μνήμη χρυσόψαρου. Όμως δεν ξεπλένονται με τίποτε, γιατί τα παραδείγματα που δείχνουν την επικίνδυνη ανοχή που έδειξε το αστικό πολιτικό σύστημα -και ο ΣΥΡΙΖΑ- στους φασίστες και τη δράση τους είναι πολλά.
Με ευθύνη των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ (όσο και της ΝΔ), η δίκη καθυστέρησε δραματικά, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν για χρόνια ελεύθεροι οι φασίστες δολοφόνοι. Δεν λήφθηκε κανένα ουσιαστικό μέτρο για την ταχεία διεξαγωγή της, όπως η απαλλαγή των δικαστών από άλλες υποθέσεις, η αποκλειστική διεξαγωγή της σε κατάλληλη αίθουσα και ο ορισμός καθημερινών συνεδριάσεων του δικαστηρίου.
Ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που έδειξε ανοχή στους φασίστες από τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του το 2015, ήταν αυτοί που «χάιδεψαν τα αυτιά», που υπήρξαν συνομιλητές τους.
Ήταν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που πόζαραν με τον Κασσιδιάρη και άλλους χρυσαυγίτες στο Καστελόριζο, το Δεκέμβρη του 2016, στο όνομα της «εθνικής ομοψυχίας».
Ήταν η προκλητική εμμονή της προέδρου της Βουλής, Ζ. Κωνσταντοπούλου, τότε στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, που διαμαρτυρόταν για τον αποκλεισμό υπόδικων βουλευτών από συμμετοχή στις ψηφοφορίες.
Ήταν αυτοί που στεκόντουσαν πλάι-πλάι σε εκδηλώσεις, παρελάσεις και εθνικές γιορτές, υπουργοί, βουλευτές, δήμαρχοι και περιφερειάρχες του ΣΥΡΙΖΑ (και της ΝΔ) και τους δίνανε βήμα και χώρο για να καταθέσουν τα στεφάνια τους ως «νόμιμο πολιτικό κόμμα».
Η υποκρισία τους φάνηκε και από το γεγονός ότι και τώρα ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ δεν προχώρησαν στην ψήφιση σχετικής τροπολογίας (στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων κλπ) στη Βουλή, που θα αφαιρούσε πιο πολύ το χαλί κάτω από τα πόδια των φασιστών δολοφόνων.
Και όλα αυτά γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ευελπιστούσε ότι, ενισχύοντας τη «Χρυσή Αυγή», θα αποδυνάμωνε τη ΝΔ, έτσι ώστε να συνεχίζει εκείνος να νέμεται την κουτάλα της εξουσίας και να υπηρετεί τα συμφέροντα διαφόρων μερίδων της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας.
Εκτός όμως όλων αυτών, ήταν η πολιτική των μνημονίων, της φτώχειας και της υποτέλειας στους ξένους «προστάτες», η εγκατάλειψη κάθε έννοιας πατρίδας και Εθνικής Ανεξαρτησίας, η αντιπροσφυγική – ρατσιστική πολιτική, η καταστολή και το «χάϊδεμα» της Χ.Α. από τα ΜΜΕ, που φούσκωνε τα πανιά των πατριδοκάπηλων και ζέσταινε και επώαζε το αυγό του φιδιού. Γέννημα ακριβώς αυτής της πολιτικής και αυτού του συστήματος, του καπιταλιστικού, είναι οι φασιστικές συμμορίες, για να αποτελέσουν -όταν τους χρειαστεί- και τις εφεδρείες του. Γι’ αυτό είχε και την ξεδιάντροπη στήριξη του αστικού πολιτικού συστήματος, των αστικών κομμάτων και των μηχανισμών τους.
Και γι’ αυτό δεν πρέπει το προοδευτικό, δημοκρατικό, αριστερό, κομμουνιστικό κίνημα να αφήσει τους κοσμοπολίτες και όψιμους αντιφασίστες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να καπηλευτούν τα αντιφασιστικά – δημοκρατικά αισθήματα του λαού μας.
Γι’ αυτό δεν πρέπει όλα αυτά να ξεχαστούν, μαζί με άλλα που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, για τις διασυνδέσεις των ακροδεξιών μορφωμάτων με το κράτος και το αστικό πολιτικό σύστημα.
Γι’ αυτό -και παρά τις καταδίκες των δολοφόνων νεοναζί- δεν πρέπει να υπάρξει κανένας εφησυχασμός, γι’ αυτό πρέπει να αντιπαλέψουμε αυτό το σύστημα και να ανατρέψουμε αυτές τις πολιτικές που γεννούν τέτοια φασιστικά μορφώματα, πριν είναι πολύ αργά. Γιατί είναι σίγουρο ότι όσο βαθαίνει η οικονομική και πολιτική κρίση του συστήματος τόσο θα του είναι απαραίτητες οι εφεδρείες αυτές.