Ο Μητσοτάκης απέδωσε τις ευθύνες στα πρόσωπα και έδωσε το σύνθημα:
«Η κυβέρνηση συνεχίζει κανονικά την δουλειά της»
Μπορεί η κυβέρνηση της ΝΔ αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές να εμφανίστηκε πολιτικά κυρίαρχη, αποχαλινωμένη και αλαζονική, έτοιμη να ολοκληρώσει το αντιλαϊκό, «μεταρρυθμιστικό» της έργο, που ξεκίνησε στην προηγούμενη τετραετή θητεία της, τρεις μήνες όμως μετά και μετά το β΄ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, εμφανίστηκαν αρκετά συμπτώματα τριβών, παραιτήσεων, ρωγμών και δυσμενών εκλογικών αποτελεσμάτων.
Η ΝΔ και ο Μητσοτάκης θέλησαν να δώσουν εξ αρχής σε αυτές τις αυτοδιοικητικές εκλογές κεντρικό πολιτικό χαρακτήρα, με τον πρωθυπουργό να δηλώνει πως στόχος του κόμματος της δεξιάς ήταν να κερδίσει τις 13 περιφέρειες και τους τρεις μεγάλους δήμους, για να ξαναχρωματιστεί γαλάζια η χώρα.
Η κυβερνητική όμως αλαζονεία το βράδυ του β΄ γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών φαίνεται ότι επλήγη καίρια, με τον Μητσοτάκη να δηλώνει ότι «δεν ήταν η καλύτερη μέρα για τη ΝΔ» και τα ΜΜΕ, σε διατεταγμένη υπηρεσία, να μη μπορούν να κρύψουν τη στενοχώρια τους και να επιχειρούν να αναστηλώσουν το κύρος της κυβέρνησης. Το καράβι της κυβέρνησης του Μητσοτάκη, που φάνταζε αβύθιστο και πανίσχυρο, μετά τις εκλογές, έχει αρχίσει ήδη να «μπάζει νερά».
Ο Μητσοτάκης και η ΝΔ μετά τις εθνικές εκλογές, εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να πάρουν τη μεγάλη ρεβάνς για όλες τις μεταπολιτευτικές οικονομικές, συνδικαλιστικές και δημοκρατικές κατακτήσεις του λαϊκού κινήματος. Για να φανούν, μάλιστα, δήθεν «συνεπείς» με τις προεκλογικές υποσχέσεις τους, να φιλοτεχνήσουν ένα φιλολαϊκό προφίλ και να στρώσουν το δρόμο για τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα, προχώρησαν στην ψήφιση σαν πρώτου νομοσχεδίου, αυτού που προβλέπει αυξήσεις-ψίχουλα για τους εργαζόμενους από 1/1/2024, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αναχαιτίσουν το τσουνάμι της ακρίβειας, που εξανεμίζει το γλίσχρο εισόδημα των λαϊκών νοικοκυριών.
Στη ΔΕΘ όμως ο Μητσοτάκης έδωσε νέες υποσχέσεις στον μεγάλο κεφάλαιο, επεσήμανε ότι δεν θα θέσει ποτέ σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα, εξήγγειλε νέους φόρους και, για να ρίξει στάχτη στα μάτια των εργαζομένων, εξήγγειλε την επαναφορά των τριετιών μετά το 2027, διαγράφοντας το διάστημα 2012-2023.
Ήρθε αμέσως μετά, το εμβληματικό νομοσχέδιο Γεωργιάδη, σε συνέχεια εκείνων Χατζηδάκη-Αχτσιόγλου, για να χτυπήσει και να αποτελειώσει ό,τι απόμεινε από εργατικά δικαιώματα, να κάνει ακόμη πιο ζοφερό τον εργασιακό μεσαίωνα, να καταστήσει την χώρα ένα ξέφραγο πεδίο κερδοφορίας για το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, με ακόμη πιο χαμηλό το κόστος της εργατικής δύναμης για να επιβραβευτεί με την ανώτερη «επενδυτική βαθμίδα» από τους ξένους οίκους αξιολόγησης, τα κοράκια της «αγοράς».
Ακολούθησαν και άλλα νομοσχέδια στην ίδια κατεύθυνση, ενώ εκκρεμούν πολλά άλλα σε εφαρμογή των εντολών και της επιστασίας της ΕΕ, σαν προαπαιτούμενα της εκταμίευσης του Ταμείου Σταθερότητας και Ανάκαμψης. Μπορεί λοιπόν το έγκλημα στα Τέμπη, το ναυάγιο στην Πύλο και οι προηγούμενες καταστροφές να «ξεχάστηκαν», ήρθαν όμως αμέσως μετά τις εκλογές οι βιβλικές πλημμύρες σε Θεσσαλία, Εύβοια κ.α., οι καταστροφικές πυρκαγιές, με την πιο μεγαλύτερη τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτή του δάσους της Δαδιάς στον Έβρο και το έγκλημα του εφοπλιστικού κεφαλαίου στον Πειραιά, για να τσαλακώσουν το «επιτελικό κράτος» των «αρίστων» της ΝΔ.
Έτσι είδαμε τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Νότη Μηταράκη, που έκανε διακοπές όταν φλεγόταν όλη η χώρα, να παραιτείται, να τον ακολουθεί μετά δυσκολίας ο εκλεκτός υπουργός των εφοπλιστών, υπουργός εμπορικής Ναυτιλίας Μιλτ. Βαρβιτσιώτης, να τρίζει η καρέκλα του υπουργού Πολιτικής Προστασίας Βασ. Κικίλια, που για να «προστατευτεί», έβαλε στο κάδρο το μισό υπουργικό συμβούλιο, να αντικαθίσταται ο υποψήφιος για την Περιφέρεια Αττικής Πατούλης, που όταν καιγόταν η Αττική «έριχνε ζεϊμπεκιές» και να διακινούνται σενάρια ανασχηματισμού, αμορτισέρ εκτόνωσης της λαϊκής οργής.
Βέβαια διαπιστώνοντας αυτές τις ορατές ανεπάρκειες αλλά και την λαϊκή οργή, ο Μητσοτάκης λίγο πριν το β΄ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών πήρε σβάρνα τη χώρα για να στηρίξει τα «κουτσά» άλογά του, στις επίμαχες περιοχές, τον Αγοραστό, τον Μέτιο και τον Στεφανή στις Περιφέρειες Θεσσαλίας, Θράκης, Βορ. Αιγαίου, αλλά και τον ανιψιό του, πολιτικό φελλό Κ. Μπακογιάννη και τον ανύπαρκτο Ζέρβα στους μεγαλύτερους και εμβληματικότερους Δήμους της χώρας, Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
Ταυτόχρονα υπουργοί του, σε μια ωμή επιχείρηση τρομοκράτησης και εκβιασμού των ψηφοφόρων, έφτασαν στο σημείο να απειλούν τους Θεσσαλούς ότι «αν δεν ψηφίσουν τον εκλεκτό της ΝΔ θα κινδυνέψουν τα έργα του ΕΣΠΑ» (Αυγενάκης), «εάν δεν τα καταφέρουμε, θα κάνουμε τη ζωή του κ. Ρούσσου δύσκολη από εδώ κι εμπρός, για να μην μπορεί να ταλαιπωρήσει τους κατοίκους του Χαλανδρίου» (Γεωργιάδης) ή «όποιος υπερασπίζεται την Παλαιστίνη δε μπορεί να διαχειριστεί κονδύλια» (Μαρινάκης).
Παρ’ όλη όμως αυτή την κυβερνητική εκστρατεία εκβιασμού και φαλκίδευσης της λαϊκής θέλησης, έχασαν -και με διαφορά- όλοι οι παραπάνω εκλεκτοί του Μητσοτάκη. Εκτός όμως αυτών είχε βαριές απώλειες σε μια σειρά ακόμα από μικρότερους δήμους της Αθήνας και όλης της χώρας, χάνοντας τις 5 από τις 6 περιφέρειες που πήγαν στο β΄ γύρο και καταγράφοντας την πρώτη επίσημη πολιτική ήττα της κυβέρνησης.
Βέβαια μεταγενέστερα ο Μητσοτάκης, βλέποντας ότι πολύς λόγος γίνεται για «πολιτική ήττα» της κυβέρνησης, απέδωσε τις αποτυχίες των εκλεκτών του σε πρόσωπα, λες και δεν τα επέλεξε και τα στήριξε ο ίδιος με επιμονή την τελευταία εβδομάδα πριν το β΄γύρο.
Και να σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά έγιναν με ανύπαρκτη αντιπολίτευση. Με το ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται σε μια βαθειά περιδίνηση εσωστρέφειας, διάλυσης και αλληλοσπαραγμού και με τις ηγεσίες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ουσιαστικά ανύπαρκτες ή άσφαιρες, στο γνωστό τους ρόλο.
Η απουσία άλλωστε ουσιωδών πολιτικών διαφορών ΝΔ με ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ επέτρεψε να έχουν κοινές στηρίξεις σε σειρά δήμων και περιφερειών με χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις Παχατουρίδη στο Περιστέρι, του Γιάννη Μώραλη στον Πειραιά και την κοινή στήριξη ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στον περιφερειάρχη Κρήτης Σταύρο Αρναουτάκη.
Ο Μητσοτάκης όμως απτόητος, «εφ’ ω ετάχθη», έδωσε το σύνθημα για τη συνέχεια της ίδιας πολιτικής: «Η κυβέρνηση συνεχίζει κανονικά την δουλειά της». Έτσι η κυβέρνηση καταθέτει ένα ταξικό φορομπηχτικό προϋπολογισμό με τους φόρους να εκτινάσσονται στα 35,1 δισ. και με ματωμένα πλεονάσματα 5 δισ. ευρώ.
Είχαμε σημειώσει μετά τις εθνικές εκλογές ότι οι αρνητικοί συσχετισμοί και η ψήφος στη ΝΔ και στα ακροδεξιά κόμματα δεν σηματοδοτούν και συνολική συμφωνία με την κυβερνητική πολιτική και «συντηρητικοποίηση» της κοινωνίας, παρά τη δεξιά εκλογική μετατόπιση που είχαμε. Οι συσχετισμοί σε περιόδους κρίσης μεταβάλλονται πολύ γρήγορα. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι δρόμοι -δρόμοι του αγώνα- για να μπορέσει ο λαός να οξύνει την κρίση στο αστικό στρατόπεδο και να ανατρέψει την αντιλαϊκή πολιτική που θα συνεχιστεί, παρά τα προβλήματα στο κυβερνητικό στρατόπεδο, αλλά και στην αντιπολίτευση. Καμιά πολιτική σταθερότητα δεν μπορεί να υπάρξει πάνω στην «καμένη γη», στη φτώχεια, την ανεργία, την αδικία, τον πόλεμο και την εκμετάλλευση. Η λαϊκή οργή και η αγανάκτηση σιγοκαίει και οι σπίθες μπορεί να ανάψουν φωτιές.