Στα 1988, το Περού δοκιμάζεται από την οικονομική κρίση και τον αυταρχισμό, κι οι αυτόχθονες – που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού – φυτοζωούν, ενώ υπόκεινται ταυτόχρονα σε άγριες πιέσεις· σε μεγάλο βαθμό επειδή θεωρούνται συλλήβδην υποστηρικτές του Φωτεινού Μονοπατιού, το οποίο ο τότε πρόεδρος Άλαν Γκαρσία (προκάτοχος του γνωστού δικτάτορα Φουχιμόρι κι αυτός που του έστρωσε το δρόμο), επιχειρεί να εξολοθρεύσει, και μαζί, κάθε ύποπτο για βοήθεια προς τους αντάρτες.
Σ’ αυτό το περιβάλλον της εξαθλίωσης και της καταστολής, η 20χρονη Χεορχίνα (καταγωγής Κέτσουα – της πολυπληθέστερης φυλής των Άνδεων), μένει έγκυος από τον 23χρονο σύντροφό της Λέο, και σπρωγμένη από την ανέχεια, ανταποκρίνεται σε μια ραδιοφωνική αγγελία μαιευτικής κλινικής της Λίμα, που υπόσχεται δωρεάν περίθαλψη σε εγκύους.
Η Χεορχίνα γεννάει εσπευσμένα σ’ αυτήν την κλινική χωρίς κανέναν δικό της κοντά και σχεδόν αμέσως το μωρό της απομακρύνεται απ’ αυτήν· δεν θα το ξαναδεί ποτέ.
Οι εξελίξεις στο Περού και την Κολομβία, με την ομολογία Σάντος για τις εξαφανίσεις και τις δολοφονίες 6.500 περίπου Κολομβιανών πολιτών, με το πρόσχημα της σύμπραξης με αντάρτικα σώματα, επικαιροποιούν ετούτη τη σχετικά πρόσφατη δημιουργία τής Λεόν, που ανακαλεί δυνατές μνήμες από το αυταρχικό παρελθόν του τόπου της. Η σημαίνουσα ιστορία λαϊκών αγώνων ενάντια στην αποικιοκρατία και τις φυτεμένες συνήθως δικτατορίες μεταγενέστερα, σε συνδυασμό με την επίδραση των ισχυρών πολιτισμικών παραδόσεων των ιθαγενών, συνιστούν ιδανικό υπόβαθρο.
Στην πρώτη μόλις ταινία της μεγάλου μήκους, η Περουβιανή δημιουργός καταφέρνει να χωρέσει σε λιγότερο από δύο ώρες την αγωνιώδη δοκιμασία μιας αυτόχθονης, παραβάλλοντάς την με τη δοκιμασία μιας χώρας κι ενός λαού, που θυματοποιείται ανενδοίαστα από τους δυνάστες του.
Οι προφανείς ομοιότητες με το Roma” (2018) του Αλφόνσο Κουαρόν, φανερώνουν ενδεχομένως την επίδραση του Μεξικανού (ιθαγενής ηρωίδα, αντιστοίχιση της ατομικής ιστορίας με τη συλλογική, ασπρόμαυρη φωτογραφία), αλλά κυρίως το κοινό πλαίσιο αναφοράς: ισχυρές ταξικές αντιθέσεις κι αναλλοίωτα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις πολυπληθείς κοινότητες φτωχών αυτοχθόνων με την πλούσια παράδοση και τις πλουτοκρατικές μειοψηφίες που τους εκμεταλλεύονται μέχρι θανάτου.
Από τα πρώτα ακόμα πλάνα γίνεται σε κάθε περίπτωση εμφανές ότι η Λεόν δεν έχει ανάγκη ν’ αντιγράψει κανέναν: ύφος και περιεχόμενο υποστηρίζονται αψεγάδιαστα από μια δυνατή αισθητική κι ένα στέρεο ιδεολογικό προσανατολισμό, περνώντας από το ατομικό στο συλλογικό και αντίστροφα με άνεση και πειθώ. Η ταύτισή της με την ηρωίδα της και την προσωπική της τραγωδία, αλλά κι η επιμονή της στην αναπαράσταση του κοινωνικοπολιτικού φόντου, αποτυπώνεται διαλεκτικά από τη λειτουργική εναρμόνιση της ντοκυμενταρίστικης γλώσσας με την έντονη ποιητικότητα της εικόνας, καταδεικνύοντας χωρίς περιττές φλυαρίες και τους ουσιαστικούς όρους γέννησης και ανάπτυξης του Φωτεινού Μονοπατιού.
Η ίδια, υπογραμμίζει ότι «είναι εξαιρετικά δύσκολο για μια γυναίκα να κάνει ταινίες στο Περού. […]», κι είναι λαλίστατη στις συνεντεύξεις της:
«Αφορμή (για τη δημιουργία της ταινίας) υπήρξε μια κλήση που δέχθηκε κάποια στιγμή ο πατέρας μου από μια Γαλλίδα που ήθελε να τον ευχαριστήσει για τα άρθρα που είχε γράψει τρεις δεκαετίες πριν για εμπόριο βρεφών. […] Όντας πλέον μητέρα η ίδια, ταξίδεψε στη Λίμα σε αναζήτηση της ταυτότητας της βιολογικής της μητέρας. […].
Προσπαθήσαμε με τον συν-σεναριογράφο μου να βγάλουμε ένα απόσταγμα από όλες τις ιστορίες γυναικών και απαγωγών που ερευνήσαμε για να τις καθρεφτίσουμε στο πρόσωπο της Χεορχίνα. […] Τοποθέτησα τη δράση στα 1988 και όχι στις αρχές του ’80, γιατί έχω μνήμες από εκείνη την περίοδο μεγαλώνοντας. […] Τα ζητήματα της καταπίεσης και του αυταρχισμού, δεν έχουν πάψει να ταλανίζουν μέχρι σήμερα τη χώρα. Το γεγονός πως όλοι οι πρόεδροί μας των τελευταίων 40 χρόνων έχουν είτε φυλακιστεί για εγκλήματα κατά του λαού και για διαφθορά, είτε διαφύγει εκτός (της χώρας), αυτό ακριβώς δείχνει.[…]».
Ας θυμηθούμε με την ευκαιρία ότι ο μετέπειτα πρόεδρος Φουχιμόρι καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη, επειδή είχε δώσει εντολή σε παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου να κατασφάξουν όσους Περουβιανούς δεν είχαν το κατάλληλο “φρόνημα”, του απένειμε όμως σκανδαλωδώς χάρη το 2017 ο κεντροδεξιός Κουτσίνσκι.
Στο Περού του ντροπιαστικού τείχους που χωρίζει τους ζάμπλουτους με τις βίλες των χιλιάδων τετραγωνικών από τους εξαθλιωμένους ιθαγενείς των παραγκών, κι όπου 7 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό, μια νεαρή δημιουργός φωτίζει με επάρκεια κι ελεγχόμενη ένταση το πρόσφατο παρελθόν του τόπου της και τους όρους ζωής των αυτοχθόνων, αποκαλύπτοντας μια ακόμα επαίσχυντη ιστορία μαζικής απαγωγής βρεφών – μετά την Αργεντινή και τη Χιλή.
Συμμετοχή στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες, βραβείο Σκηνοθεσίας και ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βραβείο καλύτερης ταινίας και καλύτερης φωτογραφίας στο διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Στοκχόλμης.