Οξύνεται η κρίση στις σχέσεις Γαλλίας και Τουρκίας με αφορμή τα γεγονότα που ακολούθησαν τον αποκεφαλισμό στο Παρίσι ενός καθηγητή που έδειχνε στους μαθητές του σκίτσα του προφήτη Μωάμεθ. Αμέσως μετά το περιστατικό, ο Γάλλος πρόεδρος αποφάσισε την προβολή εξωφύλλων του περιοδικού Charlie Hebdo πάνω σε κυβερνητικά κτήρια. Ο Μακρόν μάλιστα επιτέθηκε συνολικά στο Ισλάμ, δηλώνοντας ότι θα εντείνει τις προσπάθειες ώστε τα συντηρητικά πιστεύω του Ισλάμ να σταματήσουν να επιβάλλονται στις γαλλικές αξίες. Τη σκυτάλη πήρε ο Ερντογάν, ο οποίος δήλωσε: «Ποιο είναι το πρόβλημα αυτού του ατόμου που λέγεται Μακρόν με τους μουσουλμάνους και το Ισλάμ; Ο Μακρόν χρειάζεται θεραπεία σε ψυχολογικό επίπεδο». Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν ραγδαίες με την Γαλλία να ανακαλεί τον πρέσβη της στην Άγκυρα, ενώ λίγες μέρες αργότερα ο Τούρκος πρόεδρος κάλεσε τους συμπολίτες του και τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες να μποϊκοτάρουν τα γαλλικά προϊόντα.
Η κατάσταση εκτραχύνθηκε με νέους αποκεφαλισμούς και μαχαιρώματα Γάλλων πολιτών στη Νίκαια και τον Μακρόν να κατεβάζει ξανά στρατό στους δρόμους, δηλώνοντας πως η Γαλλία βρίσκεται σε «κατάσταση πολέμου», αξιοποιώντας τα προβοκατόρικα, δολοφονικά χτυπήματα των ισλαμιστών.
Η κρίση στις γαλλοτουρκικές σχέσεις απέκτησε γρήγορα χαρακτηριστικά γενικευμένης αντιπαράθεσης, με τη Γαλλία από τη μία να αυτοπροβάλλεται ως υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου που μάχεται ενάντια στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, και από την άλλη την Τουρκία να εμφανίζεται ως αυτόκλητος υπερασπιστής του Ισλάμ και όλων των μουσουλμάνων.
Τη στήριξή τους στη Γαλλία εξέφρασαν μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, όπως και η ίδια η ΕΕ, ενώ η σκλήρυνση της στάσης της Γαλλίας έναντι της Τουρκίας φαίνεται και από τη δήλωση που έκανε το απόγευμα της Τρίτης ο υπουργός Εμπορίου, Φρανκ Ριστέρ, ο οποίος δήλωσε: «Η Γαλλία είναι ενωμένη και η Ευρώπη είναι ενωμένη. Στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρώπη θα πρέπει να λάβει αποφάσεις που θα της επιτρέψουν να ενισχύσει την ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία προς την καλύτερη υπεράσπιση των συμφερόντων της και των ευρωπαϊκών αξιών», ενώ ο Κλεμάν Μπον, ο υφυπουργός Ευρωπαϊκών Θεμάτων της Γαλλίας, δήλωσε ενώπιον της γαλλικής γερουσίας: «Θα πιέσουμε υπέρ (της επιβολής) ευρωπαϊκών μέτρων σθεναρής αντίδρασης, μεταξύ άλλων το πιθανό εργαλείο των κυρώσεων».
Από την άλλη, μια σειρά μουσουλμανικές χώρες, όπως το Κατάρ ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Τούρκου προέδρου να μποϊκοτάρουν τα γαλλικά προϊόντα. Στο μουσουλμανικό κόσμο οι δηλώσεις του Εμανουέλ Μακρόν έχουν προκαλέσει κύμα οργής, με την τουρκική εθνοσυνέλευση να εκδίδει ψήφισμα στο οποίο αναφέρεται: «Με τις απερίσκεπτες ενέργειές του υπό το πρόσχημα της “στήριξης της ελευθερίας της έκφρασης”, (ο Μακρόν) πυροδοτεί μια σύγκρουση, μια ρήξη, οι παγκόσμιες επιπτώσεις της οποίας μπορούν να επηρεάσουν βαθιά και αρνητικά τους ανθρώπους κάθε πίστης». Στο μποϊκοτάρισμα των γαλλικών προϊόντων εκπρόσωπος της κομισιόν απάντησε πως «Οι προτροπές για μποϊκοτάζ των προϊόντων οποιουδήποτε κράτους μέλους είναι αντίθετες με το πνεύμα των υποχρεώσεων αυτών και θα απομακρύνουν ακόμη περισσότερο την Τουρκία από την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Το πραγματικό υπόβαθρο πίσω από την γαλλοτουρκική αντιπαράθεση
Πίσω από την απότομη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας δεν κρύβεται τίποτα περισσότερο από την αντιπαράθεση ανάμεσα στην ιμπεριαλιστική Γαλλία και την ανερχόμενη Τουρκία για την προώθηση των συμφερόντων τους στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, της νοτιοανατολικής μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής. Από τη Βόρεια Αφρική μέχρι τη Συρία και το Λίβανο, περιοχές δηλαδή που άλλοτε βρίσκονταν κάτω από την αποικιοκρατική πολιτική της Γαλλίας, η Τουρκία προσπαθεί να εδραιώσει τη δική της επιρροή με όχημα την θρησκευτική ταυτότητα και την εναντίωση στην αποικιοκρατική νοοτροπία της Γαλλίας, όπως ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου αποκάλεσε την πολιτική της πρώτης.
Έτσι, η Γαλλία -που πλασάρεται ως η ισχυρή ναυτική δύναμη της Μεσογείου- δεν μπορεί να δεχτεί τον ενεργό ρόλο που παίζει η Τουρκία τόσο με την εμπλοκή της στον πόλεμο στη Συρία, όσο και στη Λιβύη. Από την άλλη, τις τελευταίες δύο δεκαετίες η Τουρκία προωθεί την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική της παρουσία στην Αφρική. Διαθέτει στρατιωτική βάση στη Σομαλία, διατηρεί καλές σχέσεις με το Σουδάν, ενώ έχει προχωρήσει σε οικονομικές επενδύσεις στην Αιθιοπία. Επιδιώκει ταυτόχρονα να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με πρώην γαλλικές αποικίες. Την προηγούμενη περίοδο, στα πλαίσια της εμπλοκής της Τουρκίας στον λιβυκό εμφύλιο, ο Ερντογάν επισκέφτηκε την Τυνησία, την Αλγερία και το Μαρόκο, γεγονός που ενέτεινε τις ανησυχίες της Γαλλίας ότι η Τουρκία διεκδικεί χώρο και επιρροή από περιοχές που θέλει να διατηρήσει κάτω από το δικό της έλεγχο. Ακόμα περισσότερο, η Γαλλία θορυβείται και από την προσπάθεια της Τουρκίας να οικοδομήσει σχέσεις με χώρες όπου έχει ισχυρή παρουσία, όπως στο Τσαντ και στον Νίγηρα. Χαρακτηριστικές των παραπάνω εξελίξεων είναι και οι δηλώσεις του Μακρόν στη Βυρηττό μετά την καταστροφική έκρηξη του περασμένου Αυγούστου. Εκεί ο Γάλλος πρόεδρος είχε τονίσει ότι εάν η Γαλλία δεν παίξει τον ρόλο της, «δηλαδή μιας δύναμης που πιστεύει στην πολυμερή συνεργασία και πιστεύει στα συμφέροντα του λιβανέζικου λαού, άλλες δυνάμεις μπορεί να αναμειχθούν, όπως το Ιράν, η Σαουδική Αραβία ή η Τουρκία». Απαντώντας ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε: «Ξέρετε γιατί έχει πανικοβληθεί η Γαλλία; Εγκαθίδρυσαν μια αποικιακή δομή στην περιοχή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν αρχίσαμε να έχουμε ενδιαφέρον για την περιοχή, την Αφρική, άρχισαν να ενοχλούνται».
Πίσω λοιπόν από την απότομη όξυνση των γαλλοτουρκικών σχέσεων βρίσκεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στην ιμπεριαλιστική Γαλλία από τη μία, η οποία δεν είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει ούτε στο ελάχιστο τα συμφέροντά της στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής, και της Τουρκίας από την άλλη που σαν ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη προσπαθεί να εξασφαλίσει για τον εαυτό της ζωτικό χώρο, αναπτύσσοντας τους νεοοθωμανικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς της.