Ο Τζέσμαρκ, 22άρης Μαλτέζος ψαράς τέταρτης γενιάς, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εξουθενωτική πραγματικότητα: η εμπορία των ψαριών που πιάνει στα δίχτυα του γίνεται όλο και πιο δύσκολη – εξαιτίας του παραεμπορίου που ανθεί χάρη στην ανοχή των αρχών, επικουρούμενη επί της ουσίας από την ασκούμενη πολιτική της Ε.Ε., την ώρα που το μόλις λίγων μηνών αγοράκι του εμφανίζει δείγματα αναπτυξιακής υστέρησης.
Η βάρκα του (luzzu) μπάζει νερά, η νεαρή γυναίκα του πιέζει για εξεύρεση περισσότερων πόρων, η πεθερά του τον κατηγορεί γι’ ανικανότητα, κι ο ορίζοντας σκοτεινιάζει με ταχείς ρυθμούς.

Ο Μαλτέζος στην καταγωγή Άλεξ Καμιλλέρι, υπήρξε επί σειράν ετών συνεργάτης – κυρίως ως υπεύθυνος μοντάζ, του γνωστού μας από το “ο Λευκός τίγρης”, Ιρανοαμερικανού Ραμίν Μπαχρανί. Σ’ αυτήν την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Καμιλλέρι επιστρέφει στη γενέτειρα των γονιών του, για να φωτίσει μια κατ’ εξοχήν αθέατη πλευρά της ζωής των ανθρώπων αυτού του πολυδιαφημισμένου για τ’ αξιοθέατά του, νησιωτικού συμπλέγματος της Μεσογείου.

Ο Τζέσμαρκ βιοπορίζεται ως ψαράς, όπως ακριβώς ο πατέρας του κι ο παππούς του, με το ίδιο μάλιστα σκαρί που κληροδοτείται από πατέρα σε γιο, και με την ίδια αγάπη για τη θάλασσα, το ψάρεμα και τη βάρκα του, χαρακτηριστική της μαλτέζικης παράδοσης (η οποία εύστοχα συμπρωταγωνιστεί στην ταινία). Οι παραδοσιακοί ψαράδες της Μάλτας, όπως κι οι αντίστοιχοι της Ελλάδας ή της Ν. Ιταλίας, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολυμέτωπη επίθεση: Μια αδυσώπητη αγορά που περιφρονεί τη μικρή ψαριά – ως ασταθή, το παραεμπόριο που ανθεί, χάρη κυρίως στις διευκολύνσεις των κρατικών αρχών, και την πολιτική της Ε.Ε. που στοχεύει στον εξοβελισμό των μικρών ψαράδων, ώστε να λυμαίνονται απρόσκοπτα τις μεσογειακές θάλασσες οι αλιευτικοί στόλοι-μεγαθήρια.

Ο Καμιλλέρι, υιοθετώντας μια καθαρή νεορεαλιστική οπτική, βάζει στο προσκήνιο όλες τις όψεις του ζητήματος. Η Ε.Ε. με το πρόσχημα του περιορισμού της υπερ-αλίευσης, στοχεύει στην εξαφάνιση ενός παραδοσιακού επαγγέλματος με ισχυρές πολιτισμικές παραμέτρους, επιδοτώντας από τη 10ετία του ’90 ακόμα, την απόσυρση ή την καταστροφή των ξύλινων ψαροκάικων. Ενδεικτικά, στον τόπο μας έχουν από το 1994 καταστραφεί πάνω από 10.000 μικρά και μεγάλα ξύλινα αλιευτικά σκάφη, ανάμεσα στα οποία κάμποσα ανεκτίμητης πολιτιστικής αξίας, μνημεία ξυλοναυπηγικής και συλλογικής μνήμης. Όμοια στη Μάλτα του Τζέσμαρκ, τα ξύλινα luzzu (ψαρόβαρκα στα μαλτέζικα), με τη χάρη των γραμμών τους, τα υπέροχα ζωηρά χρώματα και τα χαρακτηριστικά ανάγλυφα μάτια στην πλώρη, κουβαλάνε παραδόσεις και ιστορία αιώνων. Για τον Μαλτέζο ψαρά, η βάρκα του είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα βιοποριστικό μέσο: Είναι το νήμα που τον συνδέει με την προγονική ιστορία του, έκφραση του πολιτισμού και της περηφάνιας του.

Ο Καμιλλέρι κινηματογραφεί την περιπέτεια του ήρωά του με τον τρόπο ενός ντε Σίκα ή του σύγχρονού μας Λόουτς (πρότυπό του – όπως λέει), αποδραματοποιώντας την αφήγηση, υποστηρίζοντάς την μ’ έναν εξαιρετικό ρυθμό και αριστοτεχνικό μοντάζ, αφήνοντας τις εικόνες και τα βλέμματα να μιλήσουν. Σοφά ο νεαρός κινηματογραφιστής προτίμησε να μετατρέψει σε ηθοποιούς ατόφιους Μαλτέζους ψαράδες, επιλέγοντας για τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον Τζέσμαρκ Σικλούνα, έναν παραδοσιακό ψαρά της Μάλτας, και για τους δευτερεύοντες ρόλους, επίσης αυθεντικούς Μαλτέζους της φτωχολογιάς. Η ταινία σχολιάζει πολύ περισσότερα από την προσωπική περιπέτεια ενός ανθρώπου: Τη βίαιη μετάβαση από την πρωτογενή παραγωγή στην τριτογενή – των υπηρεσιών, τη διαφθορά των κρατικών αρχών, την καταστροφική πολιτική των Βρυξελλών, τα μικροαστικά ήθη (η οικογένεια της νύφης), τα ποικίλα αδιέξοδα των ανθρώπων του μόχθου – που επιβιώνουν οριακά, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν κυρίως εχθρούς.

Για την όλη εμπειρία της κινηματογράφησης και τη σχέση που χτίστηκε ανάμεσά τους, ο Καμιλλέρι και ο Σικλούνα, είχαν πολλά να πουν σε κοινή τους συνέντευξη. Άλεξ Καμιλλέρι: «Η στιγμή της συνάντησης με τον Τζέσμαρκ και τον Ντέιβιντ (ξάδερφος του Τζέσμαρκ), ήταν αποφασιστικής σημασίας. […] Με καθοδήγησαν με τόσους πολλούς τρόπους, […] το ζούσαν όλο αυτό, η βιωμένη εμπειρία τους αποτυπώνεται στο πανί, και μπορεί να νιώσει κανείς το βάσανό τους ως τα σπλάχνα του. Γι’ αυτό έχει ουσιαστική αξία να δουλεύεις με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, για να πηγαίνεις πέρα από τη μυθοπλασία, σε κάτι που θα διαπεράσει την οθόνη και θ’ αγγίξει πραγματικά τον θεατή».
Τζέσμαρκ Σικλούνα: «Σε μια πρώτη φάση, δεν μου περνούσε καν από το νου ότι θα φτάναμε σ’ ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Δεν έχεις κάνει ποτέ στη ζωή σου τίποτα παρόμοιο, και ξαφνικά εμφανίζεται ένας τύπος και σου δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. […] Όταν όμως άρχισα να βλέπω κάποια από τα δοκιμαστικά πλάνα, όλα όσα έλεγε (ο Καμιλλέρι) άρχισαν ν’ αποκτούν νόημα. Από κείνο το σημείο τα πράγματα άλλαξαν αρκετά, κι άρχισαν να με επηρεάζουν έξω από τη διαδικασία του ρόλου• παραδίνεις την πραγματικότητα της ζωής σου, και κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται κάτι δικό σου […]».

Βραβείο καλύτερης ταινίας νέου σκηνοθέτη στο διεθνές φεστιβάλ της Σόφιας, βραβείο ανδρικής ερμηνείας για τον Τζέσμαρκ Σικλούνα στο φεστιβάλ του Σάντανς, υποψηφιότητα για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.

Θέμις