«Αύξηση» του «μέσου μισθού» κατά 0,8% προβλέπει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ στην πραγματικότητα η ταυτόχρονη αύξηση της φορολογίας κάνει αρνητική αυτή τη σχεδόν μηδενική αύξηση εισοδήματος των εργαζομένων.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση προγραμματίζει για το 2022 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού μισθού να μην ξεπεράσει το 0,8%.
Παράλληλα προγραμματίζει μεγάλη αύξηση της φορολογίας σε βάθος πενταετίας. Προβλέπεται για τους φόρους εισοδήματος αύξηση που θα ξεκινήσει με το ανέβασμα τους ύψους τους στα 21,18 δισ. ευρώ μετά το τέλος του 2021 από τα 17,932 δισ. ευρώ που ήταν το 2019 και τα 15,312 δισ. ευρώ του 2020. Μια αύξηση, δηλαδή της τάξης του 18%(!) σε σχέση με το 2019 που δεν ήταν χρονιά της πανδημίας.
Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕΠΚΑ), η ευέλικτη εργασία, το υψηλό επίπεδο της ανεργίας και ιδιαιτέρως της μακροχρόνιας, η αποδυνάμωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων -όλα δηλαδή τα μέτρα του πρόσφατα ψηφισμένου νόμου-εκτρώματος Χατζηδάκη- βάζουν φρένο στην αύξηση των μισθών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση κάνει λόγο για «μέσο ετήσιο μισθό» και αποφεύγει έντεχνα να μιλά για κατώτατο μισθό που παραμένει άλλωστε «παγωμένος» από το Φεβρουάριο του 2019. Μετά δε και τη διαβούλευση-παρωδία εργοδοτικών οργανώσεων και ΓΣΕΕ, η οποία έχει ήδη απασχολήσει το «Λ.Δ.» σε προηγούμενο φύλλο, τα σενάρια δίνουν και παίρνουν, με το επικρατέστερο να «θέλει» τον κατώτατο μισθό στάσιμο τουλάχιστον μέχρι τον Ιανουάριο του 2022.
Τα περιβόητα «πρωτογενή πλεονάσματα» και το λεγόμενο «σχέδιο ανάκαμψης» περιλαμβάνονται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, που είναι γεμάτο αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις οι οποίες προστίθενται στο λογαριασμό και που θα κληθεί να πληρώσει ο λαός για να εξασφαλιστεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων και να «βγουν» τα νούμερα και οι δείκτες της οικονομίας. Γίνεται φανερό και από το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα όπως και από την ψήφιση του τελευταίου αντεργατικού νόμου πως η μακροπρόθεσμη μείωση των μισθών των εργαζόμενων αποτελεί το ουσιαστικό συστατικό της «ανάπτυξης» που επαγγέλλεται η κυβέρνηση της ΝΔ, που ταυτόχρονα τίθεται σαν προαπαιτούμενο-δέσμευση για την άντληση χρηματοδότησης από το λεγόμενο «Ταμείο Ανάκαμψης».
Και ενώ βρίσκεται στον «αέρα» η όλη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό και η παραπλανητική επικοινωνιακή εκστρατεία για «αύξηση» του μέσου ετήσιου μισθού, η Τράπεζα της Ελλάδας και το υπουργείο Οικονομικών προβλέπουν τώρα μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς η οικονομική κρίση καλά κρατεί.
Οι εργαζόμενοι έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν ότι αυτές οι νέες προβλέψεις που «μαζεύουν» τους ρυθμούς ανάπτυξης προαναγγέλουν και νέα μέτρα και ακόμα μεγαλύτερη μείωση των μισθών σε βάθος χρόνου.
Όλα αυτά σχεδιάζεται να εφαρμοσθούν πάνω στην οικονομικά καθημαγμένη εργατική τάξη της χώρας μας, όπου ο κατώτατος μισθός με τον οποίο πληρώνεται όλο και μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων ανέρχεται μόλις σε 650 ευρώ ή μόλις 558,22 ευρώ καθαρό πληρωτέο ποσό στον εργαζόμενο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat το 2020 αναφορικά με τους μισθούς στα 27 κράτη της ΕΕ, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα, η οποία εμφανίζει μειωμένο κατώτατο μισθό τον Ιανουάριο του 2020 συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2010, καταγράφοντας μάλιστα μείωση 12%.
Συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός των 739 ευρώ, το 2011 έγινε 751 ευρώ. Το 2012 μειώθηκε στα 586 ευρώ, ενώ στη συνέχεια ανήλθε στα 650 ευρώ.
Πρόκειται ουσιαστικά για ποσά – ψίχουλα που δεν φτάνουν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων, πολλοί από τους οποίους αναγκάζονται να κάνουν και δεύτερη δουλειά, προκειμένου να ανταπεξέλθουν οικονομικά.
Τέλος, να σημειωθεί ότι το 60% του ενδιάμεσου μισθού, που αποτελεί το όριο της σχετικής φτώχειας, διαμορφώνεται στα 758 ευρώ σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα πάνω από 658.000 άτομα αμείβονται με 400 ευρώ μικτά το μήνα (μερική απασχόληση, διαλείπουσα εργασία).
«Ρίχνουν τα βάρη
στου λαού την πλάτη»
Πράγματι! Το σύνθημα που ακούγεται στις κινητοποιήσεις των εργαζομένων περιγράφει απόλυτα τόσο την κατάσταση που βιώνει ο λαός εδώ και πάνω από ένα χρόνο πανδημίας, όσο και τις προθέσεις κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και κεφαλαίου για το ποιος θα πληρώσει στο τέλος τα «σπασμένα» που δημιούργησε η δική τους πολιτική.
Είτε μιλούν για την υποτιθέμενη «επιστροφή στην κανονικότητα» είτε για την περιβόητη «ανάκαμψη» ο στόχος είναι ένας: η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου και η μετακύλιση των βαρών στις πλάτες των εργαζομένων.
Σε αυτή την πολιτική πρέπει να αντισταθούμε, μαζικά, οργανωμένα, μαχητικά!