«…Τώρα είναι όντως “η ώρα των εργαζομένων”, όχι όμως για να συμβιβαστούν με τη φτώχεια και την εκμετάλλευση, αλλά για να δυναμώσουν τον αγώνα τους για την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης: Με κατώτερο μισθό τα 825€…».
(ΚΚΕ 4/2022)
1.Είναι αλήθεια ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι πολιτικές θέσεις και τα αιτήματα που διατυπώνει το ΚΚΕ, εκτός από ακραίο ρεφορμισμό, αποτελούν και ένα κράμα αντιφάσεων. Και είναι χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη το αίτημα για κατώτατο μισθό στα 825€ που διακηρύσσουν οι δυνάμεις του εν έτει 2022.
Πριν 15 χρόνια, όταν η τιμή της βενζίνης ήταν γύρω στο 1€ το λίτρο, όταν τα βασικά προϊόντα κατανάλωσης είχαν κάτι λιγότερο από το μισό των σημερινών τους τιμών και τα τιμολόγια ρεύματος ήταν αστεία μπροστά στα σημερινά, το ΚΚΕ-ΠΑΜΕ, «με βάση τις ανάγκες» όπως έλεγε, όριζε τον κατώτατο μισθό σε δυσθεώρητα ύψη. Μάλιστα θεωρούσε απαράβατη προϋπόθεση για συμμετοχή στον όποιο αγώνα την υιοθέτηση του πλαισίου και των αιτημάτων του. Στο πλαίσιο πάλης του ΠΑΜΕ του 2008 διαβάζουμε μεταξύ πολλών άλλων ακατάσχετων βερμπαλισμών:
«Επίδομα ανεργίας 1.120 Ευρώ, μέχρι να βρει ο άνεργος δουλειά. Υπολογισμό του χρόνου ανεργίας ως συντάξιμου χρόνου… Κατώτερος μισθός 1.400 Ευρώ. Κατώτερο μεροκάματο 56 Ευρώ. Κατώτερη σύνταξη 1.120 Ευρώ…».
15 χρόνια μετά από εκείνο το πλαίσιο διεκδικήσεων, το ΚΚΕ-ΠΑΜΕ εν μέσω σαρωτικής ακρίβειας και πληθωρισμού αναθεώρησε το αίτημα για τον κατώτερο μισθό κατά 600€ λιγότερα! Χωρίς να μπει κανείς στον κόπο να εξηγήσει τι ακριβώς ξαναμέτρησε από εκείνες τις «ανάγκες» και οδηγήθηκε σε αυτή την απόφαση. Τις ανάγκες τις οποίες επικαλούνταν για να καταψηφίσει κάθε πρόταση αγώνα που δεν συντασσόταν με το πλαίσιο αιτημάτων του ΠΑΜΕ; Εκείνο το πλαίσιο για χάρη του οποίου έβαζε διαρκώς αναχώματα και πάντα κατέληγε σε διαφορετική πλατεία;
2.Αν πριν 15 χρόνια το αίτημα για 1400 ευρώ φάνταζε απογειωμένο και δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να επικοινωνήσει με τους εργαζόμενους και να τους συσπειρώσει σε αγώνα, τα 825 ευρώ σήμερα καταλήγουν σε ένα αίτημα προσαρμογής στο ρεαλισμό της σκληρής πραγματικότητας και των αδιεξόδων του συστήματος. Ένα αίτημα «κοστολογημένο», όπως θα λέγανε και οι διάφοροι πολιτικοί εκπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης, με βάση τις ανάγκες… της. Άλλωστε ήδη η ΝΔ κάνει λόγο για αυξήσεις που θα διαμορφώνουν κατώτατο μισθό στα 750 ευρώ και είναι σίγουρο ότι όσο οδεύουμε προς τις εκλογές θα ανεβάζει τον πήχη των υποσχέσεων. Την ίδια στιγμή οι γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ ζητούν 751 ευρώ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται 800. Χωρίς να υποτιμάει κανείς τη σημασία που μπορεί να έχουν ακόμη και τα 50 ευρώ για έναν εργαζόμενο, γίνεται φανερό ότι πολύ λίγα ευρώ έχουν μείνει να χωρίζουν το αίτημα του ΚΚΕ από τις προεκλογικές «δεσμεύσεις» της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε κάθε περίπτωση, ο καθένας καταλαβαίνει ότι τα 825 ευρώ, όχι απλά δεν απαντούν σήμερα στις βασικές ανάγκες, αλλά ότι λόγω της ακρίβειας και του πληθωρισμού μια τέτοια αύξηση θα εξανεμιζόταν την ίδια στιγμή. Γιατί για όσους μετράνε τις «ανάγκες» εκτός από τις τεράστιες αυξήσεις των τιμών, θα πρέπει να συνυπολογίσουν και μια σειρά αρνητικών ανατροπών, όπως αυτή που έχει να κάνει με τη διάλυση του ΕΣΥ και την ιδιωτικοποίηση της υγείας, που μπορεί βίαια να αποσπά χιλιάδες ευρώ από τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Είναι καθαρό ότι σε κανέναν οικονομικό επαναϋπολογισμό των «λαϊκών αναγκών» δεν πατάει το αίτημα για 825 ευρώ που διατυπώνει το ΚΚΕ. Πατάει στην ανάγκη της πολιτικής γραμμής του ίδιου του ΚΚΕ. Και αποτελεί τη συνέχεια αυτής της ανάγκης, που ακραία εκφράστηκε με την υπόκλισή του στην «πλακέτα» που έστησε ο Μητσοτάκης στη Μαρφίν, με την πολιτική της συμμόρφωσης και της προσαρμογής σε όλα τα μεγάλα ζητήματα της περιόδου. Όπως έγινε και στην περίοδο των lock down με την στάση του απέναντι στις απαγορεύσεις, τα πρόστιμα, τον κοινωνικό αυτοματισμό και τις υποχρεωτικότητες. Τελικά το «αίτημα» για 825 ευρώ, δεν είναι τίποτε άλλο από οργανικό τμήμα της πολιτικής πρότασης διαχείρισης του ΚΚΕ. Αυτού του πολιτικού προγράμματος που θα επαναφέρει και ενόψει εκλογών και που αποτελεί τη δική του πρόταση διαχείρισης, το δικό του μεταβατικό πρόγραμμα. Ένα μεταβατικό πρόγραμμα που σήμερα το ΚΚΕ επιλέγει να διαπνέεται από το ρεαλισμό των αναγκών… του συστήματος!
Τα 825 ευρώ, ακριβώς αντίθετα από αυτά που διατείνεται το ΚΚΕ, ούτε λίγο ούτε πολύ, είναι ένα κάλεσμα προς τους εργαζόμενους «…να συμβιβαστούν με την φτώχεια και την εκμετάλλευση..»
3.Ακόμη και έτσι όμως, στην πραγματικότητα αυτό το αίτημα το διεκδικεί το ΚΚΕ, όσο ακριβώς διεκδικούν και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ τα 800 ή η ΓΣΕΕ τα 750 ευρώ. Γιατί ειδικά τα τελευταία 3 χρόνια, τα αγωνιστικά προγράμματά τους συμπίπτουν. Επί της ουσίας, οι προτάσεις αγώνα που καταθέτει το ΚΚΕ για την ανάσχεση αυτής της πολιτικής και την ικανοποίηση των όποιων αιτημάτων κουμπώνουν με την πρόταση αγώνα που καταθέτουν οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ στην ΑΔΕΔΥ. Και από κοινού τις ψηφίζουν. Και είναι ακριβώς το ίδιο αγωνιστικό πρόγραμμα με αυτό που οι ίδιες δυνάμεις ψηφίζουν στη ΓΣΕΕ. Ένα «αγωνιστικό πρόγραμμα» αδράνειας, συνθηκολόγησης και προσαρμογής.
Και δυστυχώς και για τα στελέχη του ΚΚΕ, κανένα άλλο τεκμήριο για την υπεράσπιση και τη διεκδίκηση των αιτημάτων δεν υπάρχει, εκτός από τους αγώνες με τους οποίους επιδιώκεις να τα κερδίσεις. Αν δεν παλεύεις για την ανάπτυξη αυτών των αγώνων, τότε τα «αιτήματα» γίνονται γράμματα σε ένα χαρτί. Όλα αυτά τα χρόνια το ΚΚΕ-ΠΑΜΕ έχει μετατραπεί σε ουρά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας την οποία υποτίθεται καταγγέλλει. Η άρνησή του να καλέσει αγώνες την περίοδο των lock down, οι κωλοτούμπες με την απεργία για το νόμο Χατζηδάκη, η σιγή που μαζί με τις άλλες δυνάμεις κήρυξε στην ΑΔΕΔΥ στην κρίσιμη περίοδο του Οκτώβρη του 2021, η απεργιακή αφωνία μπροστά στη ψήφιση των προϋπολογισμών, αλλά και η φετινή δίμηνη ανακωχή με την προκήρυξη μιας απεργίας στις αρχές Σεπτέμβρη για το Νοέμβρη, είναι ενδεικτικές στιγμές της στάσης του ΠΑΜΕ, σε μια σειρά κρίσιμων φάσεων και γεγονότων της περιόδου. Μιας στάσης που, παρά τις λεκτικές διαφοροποιήσεις, ταυτίζεται με τις αγωνιστικές προτάσεις των δυνάμεων που υποτίθεται καταγγέλλει. Και που τελικά καταλήγει να δίνει στα όποια αιτήματα το ίδιο περιεχόμενο που δίνουν και οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας.
Η διαμόρφωση των αιτημάτων και η κατάθεσή τους στο λαϊκό και συνδικαλιστικό κίνημα είναι μια σύνθετη και κρίσιμη υπόθεση. Η επίκληση με λογιστικό τρόπο των «λαϊκών αναγκών», ως μοναδικό κριτήριο για την υιοθέτηση αιτημάτων, είναι καταδικασμένη να οδηγήσει σε αδιέξοδα, αντιφάσεις και παλινωδίες, όπως αυτές με τις οποίες αναμετριέται το ΚΚΕ αλλά και δυνάμεις του αντικαπιταλιστικού χώρου.
Ένα αίτημα χρειάζεται να ακουμπάει στην ανάγκη και κυρίως στη δυνατότητα σύνδεσης με τις πλατιές μάζες των εργαζομένων. Είναι σωστό όταν μπορεί να γίνεται σημαία, να ενώνει και να κινητοποιεί το λαό. Όταν προστατεύει το κίνημα από τους κινδύνους των ρεαλιστικών προσαρμογών αλλά και από διαχειριστικές αυταπάτες. Όταν βοηθάει τη συγκρότηση της σκέψης και καλλιεργεί την διαμόρφωση συνειδήσεων.
Τα αιτήματα, όταν απλά εκτοξεύονται και προβάλλονται χωρίς να συνδέονται με τους αγώνες των εργαζομένων, γίνονται κενά γράμματα, μετατρέπονται σε ευχές. Αναπόφευκτα ατέρμονες λίστες αιτημάτων και πλαισίων διεκδικήσεων, όταν προβάλλονται αποσπασμένα από τη δράση και τους αγώνες των εργαζομένων, όταν δεν μπορούν να συνδεθούν με αυτούς, γίνονται προγράμματα και προτάσεις διαχείρισης. Και αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιδράσει θετικά στο κίνημα.
Τα 825 από τα 1400 ευρώ τα χωρίζει φαινομενικά μια οικονομική άβυσσος. Ακόμα και αν αυτά εκφέρονταν στις ίδιες οικονομικές συνθήκες. Στην πραγματικότητα όμως έχουν κοινό παρανομαστή και δεν μπορεί παρά να οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Έχουν στον πυρήνα τους την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ-ΠΑΜΕ. Την γραμμή που, χωρίς την παραμικρή πίστη στη δύναμη του λαϊκού αγώνα, κατευθύνει τις σκέψεις, τις αγωνίες και τις προσδοκίες του λαού στο εκλογικό παραβάν. Μια γραμμή που δεν υπηρετεί την αγωνιστική προοπτική, που δεν είναι στραμμένη στην ανάπτυξη αυτών των αναγκαίων αγώνων, μπορεί να αποδρά από αυτή την ανάγκη και με τους δύο τρόπους. Και με το απογειωμένο 1400 που άτεγκτα πρόβαλλαν οι δυνάμεις του ΚΚΕ το 2008 και όλη εκείνη την περίοδο και με το αγκυρωμένο στο ρεαλισμό της καπιταλιστικής κρίσης και των «ορίων του συστήματος» για τα 825 ευρώ που προβάλλει σήμερα.