Οι νεκροί της Marfin ήταν δικοί μας άνθρωποι. Φοβισμένοι κι εκβιασμένοι, κλειδαμπαρωμένοι και κακοπληρωμένοι.
Δεν τους έκλαψαν κι ούτε θα τους κλάψουν οι νεοφιλελέδες, που ξεπουλάνε ζωές κι ελπίδες, δάση και νερά μονογράφοντας αδιάβαστα μνημόνια και ψηφίζοντας νύχτα.
Αυτοί δεν έχουν δάκρυα. Το μάτι τους είναι πιο ξερό απ’ την έρημο. Μπούκωσε από την τσίμπλα της υποτέλειας και της απληστίας. Δεν θα τους κλάψουν τα φασιστοειδή, οι τραμπούκοι, οι φουσκωτοί, οι διατεταγμένοι, που δέρνουν τους απελπισμένους, αδειάζουν τις πλατείες χτυπώντας όσους βγήκαν μετά από δίμηνο ενταφιασμό για λίγο αέρα, αλλά συντάσσονται και συμμαχούν με τους μαχαιροβγάλτες και τα ναζίδια, αφήνοντάς τους να σπέρνουν τρόμο πάνω στον τρόμο.
Αυτοί δεν έχουν δάκρυα. Μόνο το γυάλινο μάτι του ρομπότ. Δεν τους έκλαψε και δεν θα τους κλάψει καμιά εργοδοσία, που φυλακίζει δουλοπάροικους σε υπόγεια χωρίς εξαερισμό, σε Μανωλάδες, σε υποκαταστήματα δίχως πυροσβεστήρες και έξοδο κινδύνου, που υποχρεώνει σε απλήρωτες υπερωρίες, λαστιχένια ωράρια και πανάθλιες αμοιβές. Αυτοί δεν έχουν δάκρυα. Το μάτι τους βγάζει μόνο λύματα, απόβλητα και βρώμα. Δεν θα τους κλάψουν τα καλοταϊσμένα, με δημόσιο χρήμα, παπαγαλάκια που θέλουν αίμα για θέμα.
Αυτοί δεν έχουν δάκρυα. Μόνο κυνισμό και εμπαιγμό για τα δάκρυα των άλλων, τα αβίαστα ή στημένα, τα ζωντανά ή μαγνητοσκοπημένα. Γι’ αυτούς το δάκρυ σημαίνει εφφέ, για να ζυμώνουν τη λάσπη που καταναλώνουν κάθε μέρα.
Τους αδικοχαμένους της Marfin τους κλαίνε οι δικοί τους άνθρωποι που, από το γέλιο, το κλάμα, τη ζεστασιά του κορμιού τους, κράτησαν μόνο μια φωτογραφία.
Τους κλάψαμε κι εμείς γιατί ήταν τρεις από μας. Τρεις σαν εμάς. Πιεσμένοι, αμήχανοι και φοβισμένοι και τώρα για πάντα χαμένοι.
Νίνα Γεωργιάδου