Από ακατανόητη έως άστοχη κρίθηκε από πολλές πλευρές η δήλωση Δένδια κατά την επίσκεψή του στη Σαουδική Αραβία: «Η Ελλάδα πιστεύει στις ΑΠΕ. Η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξεκινήσει να εξορύσσει στο βυθό της θάλασσας της Μεσογείου προκειμένου να βρει φυσικό αέριο και πετρέλαιο για έναν πολύ απλό λόγο. Χρειαζόμαστε 10 ή 20 χρόνια για να το βρούμε και να το εκμεταλλευτούμε και από πλευράς κόστους θα ήταν πολύ πιο ακριβό σε σύγκριση για παράδειγμα με το πετρέλαιο της Σαουδικής Αραβίας. Οπότε, από οικονομικής πλευράς, δεν βλέπω την Ελλάδα να γίνεται πετρελαιοπαραγωγός χώρα. Και με όλο το σεβασμό, το Αιγαίο για παράδειγμα αποτελεί έναν παράδεισο στη γη. Δε σχεδιάζουμε να μετατραπεί σε Κόλπο του Μεξικού. Κατά συνέπεια η Ελλάδα επιθυμεί να έχει ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού. Η Ελλάδα επιθυμεί να έχει πολύ καλές σχέσεις με το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, αλλά η Ελλάδα δεν σχεδιάζει στο άμεσο μέλλον να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου».
Μετά το σάλο που προκλήθηκε από τη δήλωση αυτή, κύκλοι του Υπουργείου Εξωτερικών διευκρίνισαν ότι «είναι προφανές ότι τα λεχθέντα δεν αφορούν το υπάρχον ενεργειακό πρόγραμμα της χώρας, οι απόψεις του Υπ.Εξ. για την πράσινη ενέργεια και την αειφόρο ανάπτυξη είναι γνωστές και διατυπωμένες κατ᾽ επανάληψη και ότι η παγκόσμια τάση τείνει προς την κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος, της πράσινης ενέργειας και των ΑΠΕ και υπηρετείται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως αποδεικνύεται από το μεγάλο βήμα της απολιγνιτοποίησης».
Οι διευκρινίσεις αυτές, βέβαια, δεν ανέτρεψαν το περιεχόμενο της πρώτης δήλωσης, που δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία και που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ακατανόητη, άστοχη ή τυχαία. Και δεν εκφράζει μόνο το κλίμα σκεπτικισμού που επικρατεί στην ελληνική κυβέρνηση και στην ελληνική αγορά σε σχέση με τις έρευνες υδρογονανθράκων. Συνιστά μια στροφή που δεν αφορά μόνο τις προθέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά φαίνεται να αποτελεί το εγχώριο αποτύπωμα μιας παγκόσμιας αλλαγής. Της διαφαινόμενης τροποποίησης στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων των πολυεθνικών κολοσσών στον τομέα της ενέργειας, στις πηγές, στα δίκτυα, στους αγωγούς και στη ζυγαριά της εξόρυξης υδρογονανθράκων και της πολυδιαφημισμένης «πράσινης» ενέργειας.
Ήδη στον τομέα της εξόρυξης υδρογονανθράκων έχουν προκύψει μια σειρά αποχωρήσεις.
Η ισπανική Repsol ήταν η πρώτη που αποχώρησε από τα χερσαία «οικόπεδα» της Δυτικής Ελλάδας (Αιτωλοακαρνανία και Ιωάννινα), αλλά και σε άλλες 14 από τις 34 χώρες όπου είχε δραστηριότητα έρευνας και εξόρυξης πετρελαίου και αερίου.
Η ιταλική Edison, με συμμετοχή σε δύο συμβάσεις (Πατραϊκός Κόλπος και Δυτική Κέρκυρα), είχε ήδη δρομολογήσει την πώλησή της στην ελληνική Energean, που ενώ εμφανίζει ζημιές στη μόνη εξορυκτική δραστηριότητα στη χώρα, στον Πρίνο, ενισχυόμενη κρατικά, βασιζόμενη πιθανά και στη μακρόχρονη προσωπική σχέση των ιδρυτών της με το πρωθυπουργικό περιβάλλον, εξαγόρασε την ιταλική πετρελαϊκή, αλλά και δικαιώματα έρευνας άλλων εταιρειών.
Τα ΕΛΠΕ, όπου κυριαρχεί ο Ομιλος Λάτση (47%), τα οποία συμμετέχουν μόνα ή σε κοινοπραξίες σε 8 από τα 13 οικόπεδα έρευνας, έχουν ήδη αποφασίσει να απεμπλακούν και απλώς αναζητούν τη φόρμουλα.
Ακόμη και από το βαρύ πυροβολικό, την Total και την Exxon Mobil, που έχουν (μαζί με τα ΕΛΠΕ) τα τεράστια θαλάσσια «οικόπεδα» της Κρήτης, η πρώτη αποχώρησε διακριτικά από τη Δυτική Κέρκυρα, για να επικεντρωθεί στα νότια κοιτάσματα που «επικοινωνούν» με αυτά της Αιγύπτου και του Ισραήλ. Κι όλες λίγο-πολύ πιέζουν για παρατάσεις στις σεισμικές έρευνες, που υπόκεινται σε προθεσμίες και ρήτρες.
Και είναι σίγουρο ότι στις αποχωρήσεις αυτές έπαιξαν ρόλο και οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και τα κινήματα που αναπτύχθηκαν ενάντια στην ανεξέλεγκτη δράση τους και στην απειλούμενη περιβαλλοντική καταστροφή.
Κύρια όμως, αυτές καθορίζονται από το κόστος εξόρυξης και τα αναμενόμενα κέρδη που προσδιορίζονται σαφώς από γεωπολιτικούς, γεωοικονομικούς και τεχνολογικούς παράγοντες:
–Εταιρείες του πετρελαϊκού κλάδου, στο πλαίσιο της γενικότερης «πράσινης ανάπτυξης», αναθεωρούν τα επενδυτικά τους πλάνα, ακυρώνουν ερευνητικά προγράμματα -ιδίως σε νέες περιοχές- και κατευθύνουν τις επενδύσεις τους προς την ανανεώσιμη ενέργεια. Φαίνεται ότι η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων δέχεται διαρκή πίεση από την «πράσινη» ενέργεια και την πολιτική μείωσης ρύπων που γίνεται κυρίαρχη στην ΕΕ αλλά και σε όλο τον κόσμο, με τις μεγάλες επενδύσεις που γίνονται και τις ενισχύσεις που δίνονται στον τομέα αυτό. Η ποσόστωση 37% που επέβαλε η Κομισιόν στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης των 750 δισ. -που θα κατευθυνθούν στην «πράσινη μετάβαση»- και η κάλυψη μεγάλου μέρους του κοινού δανεισμού με τα «πράσινα ομόλογα» αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού και για τις ενεργειακές εταιρείες και για τους χρηματοδότες τους.
-Η Γερμανία, έχοντας ιστορικά μείνει πίσω στον τομέα της εξόρυξης υδρογονανθράκων, θέλει -στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού- να προωθήσει με κάθε τρόπο τα λιμνάζοντα -λόγω οικονομικής κρίσης- κεφάλαιά της στον τομέα των ΑΠΕ. Στα πλαίσια αυτά, η υποτελής αστική τάξη της χώρας μας και οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη, Τσίπρα γίνονται υπέρμαχοι της «απολιγνιτοποίησης», της διάλυσης της ΔΕΗ, των ΑΠΕ γερμανικής προέλευσης και της μεγαλύτερης ενεργειακής εξάρτησης της χώρας. Η «πράσινη» ανάπτυξη συνδυάζεται και με την «μονοκαλλιέργεια του τουρισμού» που επιβάλλει ο καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας για την χώρα μας, που θέλει τα ελληνικά νησιά και το Αιγαίο «τουριστικό παράδεισο» για τους ευρωπαίους και να μη μετατραπεί σε «κόλπο του Μεξικού», όπως λέει και ο Δένδιας.
-Αλλά και η επιστροφή των ΗΠΑ -σύμφωνα με τις δηλώσεις Μπάϊντεν– στη Συμφωνία για το Κλίμα φαίνεται να συνιστά ανακατατάξεις και σε διάφορες τάσεις του αμερικανικού κεφαλαίου, ανάμεσα στην «πράσινη φράξια» και στο «λόμπυ» των ορυκτών καυσίμων.
Ήδη σε παγκόσμιο επίπεδο η ηλιακή ενέργεια αυξήθηκε κατά 40% την τελευταία δεκαετία, η αιολική τρέχει αυξανόμενη 17% κάθε δύο χρόνια και συνολικά εκτιμάται ότι οι ΑΠΕ μπορούν πια να προσφέρουν ισχύ πολλές φορές μεγαλύτερη από την ετήσια παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας. Επομένως, η εκτίμηση για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα στις επόμενες δεκαετίες φαίνεται ρεαλιστική. Πολύ πρόσφατη είναι και η εκτίμηση ότι η προαναγγελλόμενη εδώ και δεκαετίες «κορύφωση πετρελαίου» -που θα σημάνει αντίστροφη μέτρηση για ραγδαία απομείωση των αποθεμάτων του- θα έρθει το 2026, 4 χρόνια νωρίτερα από προηγούμενη εκτίμηση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας. Τέλος, στα πλαίσια αυτά και στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, προβληματική φαίνεται να είναι και η πορεία κατασκευαζόμενων και σχεδιαζόμενων αγωγών (East Med, Nord Stream, Nabucco κ.ά.).
Η δήλωση, λοιπόν, Δένδια απηχεί στον ένα ή στον άλλο βαθμό τις επιδράσεις όλων των παραπάνω παραγόντων στις ενεργειακές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που ενισχύει το γερμανικό κεφάλαιο και μέσω αυτού το λόμπι των ΑΠΕ, στις οποίες -μέσω δύο κυρίαρχων ομίλων- αναδύεται και ευνοείται με ποικίλους τρόπους από την κυβέρνηση ένα κραυγαλέο «πράσινο» ολιγοπώλιο.
Πέρα από όλα αυτά, η επιλογή της χρονικής στιγμής που έγινε η δήλωση Δένδια, λίγο μετά την επίσκεψή του στην Άγκυρα και λίγο πριν από μια νέα συνάντηση με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αποτυπώνει και μια άλλη παράμετρο στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Μιας σταθερά και εξωχωρίως υπαγορευμένης υποχωρητικής πολιτικής απέναντι στην τούρκικη αστική τάξη, που θέλει να της στείλει το μήνυμα ότι οι δηλώσεις περί «κλοπής» των υδρογονανθράκων της Μεσογείου κλπ δεν έχουν περιεχόμενο, ότι η Τουρκία δεν έχει να φοβάται τίποτε από την Ελλάδα καθώς δεν προτίθεται να κάνει έρευνες και ότι η συζήτηση για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών μπορεί να αποσυνδεθεί από την προσδοκία ανακάλυψης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και να καταστεί πιο εύκολη και απλή.
Έτσι κι αλλιώς όμως, οι εξελίξεις αυτές εντείνουν τους ανταγωνισμούς των πολυεθνικών ενεργειακών κολοσσών και των διαφόρων ιμπεριαλιστών και, όπως για ενάμιση αιώνα η εξόρυξη των υδρογονανθράκων συνοδεύτηκε με πολέμους και ποταμούς αίματος για το έλεγχό τους, τους ίδιους κινδύνους αντιμετωπίζουν οι λαοί και στο καινούργιο μονοπωλιακό πλαίσιο με τα νέα είδη ενέργειας, αφού το κέρδος και η παγκόσμια ηγεμονία είναι οι μοναδικοί τους στόχοι.