Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και το υπουργείο Παιδείας επέβαλε, κατά την προσφιλή της τακτική, με τροπολογία σε νομοσχέδιο που αφορούσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το λεγόμενο “νέο” σύστημα διορισμών, το διαβόητο προσοντολόγιο που αντικαθιστά τον παλιότερο κακόφημο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ του Αρσένη, ο οποίος ίσχυε από το 1998 και που είχε καταργηθεί από τα πρώτα χρόνια της μνημονιακής θύελλας.
Το νέο σύστημα, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Γαβρόγλου, υπουργού Παιδείας, έρχεται να καλύψει το κενό που υπήρχε εδώ και μια περίπου οκταετία στον τρόπο διορισμού των εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η αλήθεια πίσω από τους διακηρυκτικούς σκοπούς του υπουργείου Παιδείας είναι πως εδώ και δέκα χρόνια η δημόσια εκπαίδευση στενάζει κάτω από το βάρος και την πίεση της μακροχρόνιας αδιοριστίας. Περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες εκπαιδευτικοί συνταξιοδοτήθηκαν από τα Δημοτικά, τα Γυμνάσια και τα Λύκεια, ενώ οι αντίστοιχοι μόνιμοι διορισμοί ήσαν μηδενικοί. Τη θέση τους κατέλαβε πολύ γρήγορα η επισφαλής εργασία, η αναπλήρωση και η περιπλάνηση. Πολλές χιλιάδες εκπαιδευτικοί εδώ και μια δεκαετία περιφέρονται στις εσχατιές του τόπου μας, κάθε χρόνο σε διαφορετικό μέρος και κάθε χρόνο ανακυκλώνονται ανάμεσα στην ανεργία και την ελαστική εργασία, για να καλύψουν – προσωρινά πάντα – τα μόνιμα και διογκούμενα κενά στην εκπαίδευση.
Όλες οι ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας στη μνημονιακή περίοδο, όπως και ο Γαβρόγλου σήμερα, προσπερνούσαν την ουσία του προβλήματος με μια γενικόλογη, αφηρημένη και θολή διακήρυξη για διορισμούς στο αβέβαιο μέλλον. Πολύ γρήγορα μετατόπιζαν το επίκεντρο της αντιπαράθεσης από το αίτημα του εκπαιδευτικού κινήματος για σταθερή και μόνιμη εργασία, στο διαχειριστικό πρόβλημα του λεγόμενου “συστήματος διορισμών”, που όμως δεν απαντά στο πραγματικό και αγωνιώδες ερώτημα “πόσοι” αλλά στο “πώς”, εγκλωβίζοντας τις προσδοκίες χιλιάδων εκπαιδευτικών σε μια αδιάκοπη αναμονή. Πέρα όμως από την όποια προσμονή για μια θέση στο κάδρο της εκπαίδευσης, η πολιτική αυτή δημιουργούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τον κατακερματισμό των χιλιάδων αναπληρωτών εκπαιδευτικών, δημιουργώντας ρωγμές στην προσπάθεια ανάπτυξης ενός ενιαίου αγωνιστικού μετώπου που να διεκδικεί σταθερή και μόνιμη εργασία.
Η επιβολή του “προσοντολογίου” του Γαβρόγλου, που υπαγορεύτηκε πλήρως από την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ, ολοκληρώνει αυτή την επιχείρηση και ανοίγει το δρόμο για το παραπέρα χτύπημα των εργασιακών σχέσεων σε όλη την έκταση της εκπαίδευσης. Παράλληλα, το προσοντολόγιο της κυβέρνησης ενσαρκώνει πλήρως τα ΠΑΣΟΚικά οράματα της Διαμαντοπούλου για την περίφημη “δια βίου μάθηση”.
Η πολιτική αυτή που η έναρξή της σηματοδοτείται από την ψήφιση και επιβολή του “προσοντολογίου” θα έχει βάθος, διάρκεια και με τις συνέπειές της θα έρθει αντιμέτωπο το εκπαιδευτικό κίνημα το επόμενο διάστημα. Οι μεγάλες πανεκπαιδευτικές κινητοποιήσεις της προηγούμενης περιόδου προσφέρουν μια πολύτιμη εμπειρία την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε και να εξάγουμε ορισμένα βασικά συμπεράσματα, όχι αποστεωμένα και με το βλέμμα στραμμένο στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους, αλλά ως εργαλεία πάλης που μπορούν να δώσουν ώθηση και να εξοπλίσουν το εκπαιδευτικό κίνημα.
Οι σημαντικότερες εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ
Ο Γενάρης του 2019 βρήκε την εκπαίδευση σε αναβρασμό. Πιάνοντας το νήμα από τις εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις του περασμένου Μάρτη, ήταν ίσως η πρώτη φορά στα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που ο κόσμος της εκπαίδευσης βγήκε με τέτοιους μαζικούς και αγωνιστικούς όρους στους δρόμους για να διεκδικήσει το αυτονόητο. Το δικαίωμα στη σταθερή και μόνιμη εργασία εδώ και τώρα. Η κυβερνητική πολιτική δεν πέρασε χωρίς ρωγμές. Τρεις συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις, μαζικές διαδηλώσεις, καταλήψεις σε γραφεία και διευθύνσεις, συνοδευόμενες από κρατική βία και καταστολή, συνθέτουν την εικόνα.
Οι –μικρές αλλά υπαρκτές– υποχωρήσεις του υπουργείου που αφορούν στην αύξηση της μοριοδότησης του 1ου πτυχίου, αλλά και η δημόσια δέσμευση πως θα θεσμοθετήσει την άδεια μητρότητας στις αναπληρώτριες μητέρες αποτελούν κατάκτηση του εκπαιδευτικού κινήματος και όχι μεγαλοψυχία της κυβερνητικής πολιτικής. Υπογραμμίζουν πως οι μαζικοί αγώνες των εργαζομένων μπορούν να επιφέρουν ρήγματα στην κυβερνητική πολιτική και να αποσπάσουν κατακτήσεις. Οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί, κυρίως αναπληρωτές, που βρέθηκαν στους δρόμους της Αθήνας και των άλλων επαρχιακών πόλεων, και μάλιστα με μαζικό τρόπο, τονίζουν πως υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ποτάμι εκπαιδευτικών, το οποίο στενάζει κάτω από το βάρος της εργασιακής περιπλάνησης και της ανασφάλειας και αναζητά αγωνιστική διέξοδο. Η μαζική είσοδος στο προσκήνιο των χιλιάδων εκπαιδευτικών με αγωνιστική και μαχητική διάθεση, έσπασε την επίπλαστη εικόνα της αδράνειας και της “κανονικότητας” του ΣΥΡΙΖΑ, της υποταγής και της ηττοπάθειας.
Η θεωρία της άρχουσας τάξης που θέλει τη νέα γενιά βουβή, σκυφτή και υπάκουη, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των τελευταίων ημερών. Το αγωνιστικό σκίρτημα της “νέας βάρδιας” στην εκπαίδευση, της γενιάς του “κάτσε καλά Γεράσιμε”, ακριβώς πάνω στη βάση των ζωτικών της συμφερόντων και προβλημάτων, αποτελεί ένα ελπιδοφόρο μήνυμα και θέτει σημαντικές παρακαταθήκες για το μέλλον του εκπαιδευτικού κινήματος.
Η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται όψιμα την ειδική αγωγή και εκπαίδευση
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, για επικοινωνιακούς και μόνο λόγους, για να παρουσιάσει ένα φιλολαϊκό προφίλ ασκώντας τάχα κοινωνική πολιτική, επέλεξε την ειδική αγωγή, δηλαδή την εκπαίδευση και υποστήριξη των παιδιών με ειδικές ανάγκες και αναπηρία. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία. Εκμεταλλεύεται όψιμα τα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και την προσφορά και ευαισθησία που έτσι κι αλλιώς επιδεικνύουν οι εκπαιδευτικοί στο θέμα αυτό, υποσχόμενη μόνιμους διορισμούς. Την ίδια στιγμή – και διόλου τυχαία – αφήνει εκτός ατζέντας τα δυσθεώρητα κενά στη γενική εκπαίδευση που ξεπερνούν κάθε μεταπολιτευτικό προηγούμενο. Με υπόγειο και ταυτόχρονα ύπουλο τρόπο καλλιεργεί συνθήκες τεχνητού ανταγωνισμού ανάμεσα στην γενική εκπαίδευση και την ειδική αγωγή.
Υπάρχει όμως και άλλη μια πτυχή ακόμα πιο βαθιά και επικίνδυνη. Το υπουργείο Παιδείας χρησιμοποιεί την ειδική αγωγή σαν την “κερκόπορτα” για την επιβολή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Γνωρίζοντας πολύ καλά πως οι εκπαιδευτικοί – νέοι στην πλειοψηφία τους – που εργάζονται στο πεδίο αυτό, έχουν έτσι κι αλλιώς αυξημένα ακαδημαϊκά προσόντα (μεταπτυχιακούς τίτλους, σεμινάρια κλπ), εκτιμά πως μπορεί να τους εκμεταλλευτεί την επόμενη μέρα ως δούρειο ίππο για να δημιουργήσει ένα νέο καθεστώς τεμαχισμού και κατηγοριοποίησης των εκπαιδευτικών σε παλιούς και νέους, προσοντούχους και μη προσοντούχους, που οδηγεί αναπόφευκτα στην κονιορτοποίηση των εργασιακών τους σχέσεων έτσι που την επόμενη ημέρα η ατομική αξιολόγηση να φαντάζει φυσικό επακόλουθο.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως δίπλα στα δημόσια Πανεπιστήμια έχει στηθεί ένα ολόκληρο σύμπλεγμα ακριβοπληρωμένων μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και σεμιναριακών κύκλων, με τη σφραγίδα μάλιστα του υπουργείου Παιδείας, στα οποία κάθε τόσο καλούνται οι εκπαιδευτικοί να συμμετάσχουν ώστε να “εμπλουτίσουν τα προσόντα τους”, με το κατάλληλο αντίτιμο φυσικά.
Απέναντι σε κάθε είδους πλαστά διλήμματα που εισάγει δόλια το υπουργείο Παιδείας, το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να απαντήσει αποφασιστικά πως στα σχολεία χωράνε όλοι και πως αυτό που απαιτείται τώρα είναι ο διορισμός όλων των αναπληρωτών ώστε να καλυφθούν άμεσα όλα τα κενά στα σχολεία. Απέναντι στα “προσόντα” που οδηγούν στην επίπλαστη κατηγοριοποίηση και τον κατακερματισμό των εκπαιδευτικών, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η υπεράσπιση του πτυχίου και της προϋπηρεσίας ως μοναδικών κριτηρίων που ενοποιούν τους εκπαιδευτικούς και τη συλλογική τους στάση και πάλη για τη διεκδίκηση σταθερής και μόνιμης εργασίας.
Το συνδικαλιστικό κίνημα στην εκπαίδευση και τι να κάνουμε
Οι κινητοποιήσεις και οι διαδηλώσεις όλης της προηγούμενης περιόδου ανέδειξαν την εκκωφαντική σιωπή και την αδράνεια των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών ΟΛΜΕ – ΔΟΕ.
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ξεδοντιασμένες και υποταγμένες επέλεξαν να συρθούν στους διαδρόμους του “κοινωνικού διαλόγου” με το υπουργείο Παιδείας για να συνθηκολογήσουν και να παραδοθούν άνευ όρων στα κυβερνητικά σχέδια. Η ευθύνη γι’ αυτό το κατάντημα και την ανυπαρξία βαρύνει αποκλειστικά τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που επέλεξαν να κρύψουν τη βασική τους συμφωνία με το “προσοντολόγιο” του υπουργείου πίσω από από τις κυβερνητικές επιλογές. Άλλωστε καμία από τις δυνάμεις αυτές δεν έκρυψε στην πραγματικότητα ποτέ την έλξη της προς την “αριστεία”, με όποιο πρόσημο κι αν αυτή εμφανιζόταν.
Η απόφαση του ΠΑΜΕ να βρεθεί σε κοινές κινητοποιήσεις και να μην αναζητήσει τη χωριστή πλατεία, δεν σημαίνει αλλαγή πλεύσης ούτε φυσικά αναθεώρηση της διασπαστικής γραμμής του μέσα στο σ/κ. Αντίθετα επιβεβαιώνει τον παρακολουθητισμό και την αμηχανία του απέναντι στις μεγάλες εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η ηγεσία του ΠΑΜΕ, έχοντας προεξοφλήσει την επιβολή του προσοντολογίου, περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να διακηρύξει πως “πρέπει τώρα οι εκπαιδευτικοί να βγάλουν τα συμπεράσματά τους”, παραπέμποντας πονηρά προς τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές.
Η αδυναμία των πρωτοβάθμιων σωματείων να συσπειρώσουν στις Γενικές Συνελεύσεις πλατιά τους εκπαιδευτικούς και ιδιαίτερα όσους εργάζονται μόνιμα, υπογραμμίζει πως το γενικότερο κλίμα της απογοήτευσης δεν έχει σπάσει και πως μένει να διανυθεί πολύς δρόμος ακόμα ώστε τα πρωτοβάθμια σωματεία να αποκτήσουν τα αναγκαία αγωνιστικά και ταξικά χαρακτηριστικά που απαιτούνται για την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων και των ζωτικών συμφερόντων των εκπαιδευτικών. Σ’ αυτή την κατεύθυνση οφείλουν να δουλέψουν όλες οι ταξικές δυνάμεις στην εκπαίδευση. Αξιοποιώντας κάθε πρόσφορο τρόπο και μέσο, από τις επιτροπές αγώνα και τις γενικές συνελεύσεις των σωματείων μέχρι τις προσπάθειες συντονισμού και ενοποίησης των εκπαιδευτικών ενάντια στην αδράνεια, τον κατακερματισμό και την πολυδιάσπαση.
Η διεκδίκηση και η κατάκτηση του αιτήματος για σταθερή και μόνιμη εργασία για όλους τους εκπαιδευτικούς περνά μέσα από την ισχυροποίηση, τον ταξικό και αγωνιστικό προσανατολισμό των σωματείων. Σ’ αυτή την κατεύθυνση πρέπει να στρέψουν τις επίμονες προσπάθειές τους οι ταξικές δυνάμεις της εκπαίδευσης, αξιοποιώντας όλα τα εργαλεία, τα μέσα αλλά και την εμπειρία μακρόχρονων και σκληρών αγώνων του εκπαιδευτικού κινήματος.