Στο κενό έπεσε, για δεύτερη συνεχή φορά μετά το 2020, η απόπειρα της κυβέρνησης και του ΥΠΑΙΘ να επιβάλει τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες στα Υπηρεσιακά Συμβούλια με διακηρυγμένο στόχο να γενικεύσει το αντιδημοκρατικό μέτρο στα σωματεία. Οι δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με τη στάση της αποχής και με πολύ μεγάλα ποσοστά, έδωσαν μια ηχηρή απάντηση στην αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης, στον αυταρχισμό, στον αντισυνδικαλιστικό-αντεργατικό νόμο «Χατζηδάκη». Εξέφρασαν τη βούλησή τους να αντισταθούν στην κυβερνητική πολιτική που επιδιώκει να καθηλώσει και να υποτάξει το εκπαιδευτικό κίνημα, να χειραγωγήσει τα σωματεία του, να θέσει κάτω από την αυστηρή επιτήρηση του κράτους τη συνδικαλιστική δράση, να ποινικοποιήσει τους αγώνες.
Η μαζική αποχή των εκπαιδευτικών, που έφτασε σε ποσοστά σχεδόν το 70%, αποτελεί μια πολύ σημαντική και ελπιδοφόρα παρακαταθήκη στον αγώνα για την ανατροπή του αντισυνδικαλιστικού ν. «Χατζηδάκη», με δεδομένη μάλιστα την προσπάθεια των κυρίαρχων συνδικαλιστικών παρατάξεων των ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ να δημιουργήσουν αναχώματα σπεύδοντας να συρθούν στις ηλεκτρονικές «κάλπες» του ΥΠΑΙΘ. Αξίζει να σημειώσουμε πως στα Υπηρεσιακά Συμβούλια του λεκανοπεδίου της Αττικής αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα, εκεί δηλαδή που συγκεντρώνονται δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί, η αποχή έφτασε μέχρι και το 87%. Το εκπαιδευτικό κίνημα μαζικά και αποφασιστικά γύρισε την πλάτη του στην πολιτική εκείνη που το θέλει φιμωμένο, γονατισμένο και κλειδωμένο πίσω από τις οθόνες. Έδωσε ισχυρό χαστούκι στους συνδικαλιστικούς νάνους των παρατάξεων της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, στους εκφραστές δηλαδή της γραμμής του συμβιβασμού, της υπονόμευσης των αγώνων και της συνθηκολόγησης, που αποτελούν το δεκανίκι της πολιτικής της κυβέρνησης ΝΔ. Αποδοκίμασε με μαζικότητα την κοινή τους θέση για συμμετοχή στην ηλεκτρονική φάρσα, δεν υπέκυψε στις συνεχείς πιέσεις και τους φανερούς και κρυφούς εκβιασμούς που άσκησαν από κοινού με τη Διοίκηση και το ΥΠΑΙΘ για να εξαναγκάσουν τους εκπαιδευτικούς να …«κάνουν κλικ». Χαρακτηριστικό δείγμα του ευτελισμού της διαδικασίας είναι οι παρατάσεις στο κλείσιμο των ηλεκτρονικών «καλπών» που έδωσε η Διοίκηση σε διάφορες περιοχές, ώστε να προσφέρει χρόνο στις παρατάξεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού να εντείνουν τις πιέσεις τους προς τους εκπαιδευτικούς. Οι προσπάθειές τους αποδείχθηκαν μάταιες, καθώς το εκπαιδευτικό κίνημα έδωσε την απάντησή του με σπουδαία μαζικότητα.
Η φαιδρότητα με την οποία αντιμετώπισε η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ τα αποτελέσματα των εκλογών με τη μαζική αποχή των εκπαιδευτικών αλλά και η γύμνια της πολιτικής της φάνηκε στην επίσημη ανακοίνωση δυο ημέρες μετά. Με αριθμητικές αλχημείες που βγάζουν μάτι, καταμέτρησε «περισσότερες από 181.000 ψήφους», πιο πολλές δηλαδή από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και των δύο βαθμίδων, μόνιμων και αναπληρωτών! Η αυτογελοιοποίηση της ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ είχε και συνέχεια, αφού στην ίδια ανακοίνωση ομολογούν ότι οι «181.000 ψήφοι» αντιστοιχούν σε «65.500 εκπαιδευτικούς» δηλαδή στο 34% του συνόλου των δασκάλων και καθηγητών. Πέρα όμως από τα αστεία προπαγανδιστικά πυροτεχνήματα που δεν μπορούν να εντυπωσιάσουν, η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ και η κυβέρνηση δεν κρύβουν τους πραγματικούς στόχους τους «να καλλιεργήσουν μια νέα κουλτούρα συμμετοχής στα κοινά», δηλαδή να νομιμοποιήσουν στη συνείδηση του εκπαιδευτικού κινήματος τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, το φακέλωμα και την παρακολούθηση της συνδικαλιστικής δράσης, την εφαρμογή του νόμου «Χατζηδάκη». Ενός αντιδημοκρατικού νόμου που ως τώρα το εκπαιδευτικό κίνημα έχει καταστήσει ανενεργό.
Η μαζική αποχή από το ηλεκτρονικό τσίρκο της Κεραμέως και της κυβέρνησης της ΝΔ αποτελεί τη βροντερή απάντηση απέναντι στην πολιτική που στοχοποιεί τα συνδικαλιστικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Απορρίπτει τη γραμμή της υποταγής και της συνθηκολόγησης που υπηρετούν ανοιχτά οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ. Αποτελεί βήμα υπεράσπισης της συνδικαλιστικής δράσης, των ζωντανών συλλογικών διαδικασιών, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια του κράτους. Ο αγώνας για την υπεράσπιση των σωματείων, των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων πρέπει να ενταθεί και να μαζικοποιηθεί!