Μιλώντας κανείς για το δικαίωμα στην απεργία, θα πρέπει κατ’ αρχήν να έχει στο μυαλό του ότι η κατοχύρωσή του δεν τοποθετείται σε κάποιο μακρινό παρελθόν. Στην Ελλάδα, μόλις το 1974 αναγνωρίζεται ρητά βάσει Συντάγματος, ως αποτέλεσμα πολύχρονων αιματηρών αγώνων που έδωσε ο ελληνικός λαός με την καθοριστική και πρωτοπόρα συμβολή και δράση της αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα η ντόπια ολιγαρχία, μέσω του πολιτικού της προσωπικού, προσπαθεί με κάθε τρόπο να στραγγαλίσει το απεργιακό δικαίωμα, καθώς ιστορικά έχει αποδειχτεί ότι αυτό αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα όπλα στα χέρια των εργαζομένων και του λαού για τη συλλογική διεκδίκηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και των δημοκρατικών τους ελευθεριών, αλλά και ένα μοχλό ισχυρής πίεσης ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις.
Αν κάνουμε λοιπόν, μια μικρή «ιστορική» αναδρομή στην τελευταία μνημονιακή δεκαετία, θα διαπιστώσουμε την επιχείρηση πολλαπλών χτυπημάτων ενάντια στην απεργία. Συγκεκριμένα:
Κατά το διάστημα 2010-2014, επί διακυβέρνησης Παπανδρέου και επί διακυβέρνησης Σαμαρά αμέσως μετά, πραγματοποιούνται 6 πολιτικές επιστρατεύσεις (εργαζόμενοι στο μετρό, καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, ναυτεργάτες κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των επιστρατεύσεων μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια είναι ίδιος με τον αριθμό όσων έγιναν στο διάστημα 1979-2009, δηλαδή σε διάρκεια τριάντα χρόνων!
Στο διάστημα 2009-2014, τα ελληνικά δικαστήρια έκριναν 249 απεργίες παράνομες και καταχρηστικές.
Το καλοκαίρι του 2017 ψηφίζεται από την «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ο νόμος με τον οποίο κλείνει η δεύτερη αξιολόγηση από τους δανειστές-δυνάστες του λαού, ΕΕ και ΔΝΤ, και ο οποίος προβλέπει -μεταξύ άλλων- την έμμεση νομιμοποίηση της ανταπεργίας (lock-out) των εργοδοτών, ενός αντιδραστικού μηχανισμού που δίνει τη δυνατότητα στους τελευταίους να μην καταβάλουν μισθό σε όσους εργαζόμενους δεν απεργούν, ασκώντας με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερη πίεση στους απεργούς και καλλιεργώντας τη διχόνοια μεταξύ των συναδέλφων.
Το Γενάρη του 2018 η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ψηφίζει το πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα για την τρίτη αξιολόγηση. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται διάταξη που καθιστά δυσκολότερη την κήρυξη της απεργίας σε πρωτοβάθμιες οργανώσεις τοπικού επιπέδου, καθώς απαιτείται παρουσία-απαρτία του 50%+1 των οικονομικά ενεργών μελών της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης στη γενική συνέλευση, η οποία θα λάβει την απόφαση για απεργία. Να σημειωθεί ότι την περίοδο αυτή η ΝΔ ως αντιπολίτευση υπερθεματίζει προτείνοντας για την κήρυξη απεργίας να είναι απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη του 50%+1 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών του πρωτοβάθμιου σωματείου!
Τον Οκτώβρη του 2019 υπερψηφίζεται το «αναπτυξιακό» πολυνομοσχέδιο που φέρνει στη Βουλή η κυβέρνηση της ΝΔ. Με αυτό, μπαίνει στο στόχαστρο εκτός των άλλων, η απεργία και η ελεύθερη και ανεξάρτητη από το κράτος και την εργοδοσία συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τη λήψη αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων των συνδικάτων και των λοιπών οργάνων διοίκησης των εργαζόμενων, συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων για την κήρυξη απεργίας.
Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται πλήγμα στις μαζικές διαδικασίες των εργαζομένων, στο να συγκεντρώνονται σε συνελεύσεις, να έχουν άμεση ζωντανή επαφή μεταξύ τους, να συζητούν και να αποφασίζουν συλλογικά. Επίσης, προβλέπεται η δημιουργία Γενικού Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων στο Υπουργείο Εργασίας, στο οποίο θα υπάρχουν όλα τα στοιχεία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, καταστατικά, αριθμός μελών, οικονομικές καταστάσεις.
Ανοίγεται, έτσι, ο δρόμος για τον μεγαλύτερο έλεγχο των συνδικάτων από το αστικό κράτος, για το φακέλωμα εργαζομένων, για την παρακολούθηση της συνδικαλιστικής δράσης, με απώτερο στόχο, μεταξύ άλλων, την τρομοκράτηση όποιου αγωνίζεται ή θέλει να αγωνιστεί σε συλλογικό επίπεδο. Να υπογραμμιστεί ότι οι αντιαπεργιακές διατάξεις του εν λόγω πολυνομοσχεδίου είναι απόλυτα εναρμονισμένες με το «ευρωπαϊκό πλαίσιο» χτυπήματος του απεργιακού δικαιώματος και της συνδικαλιστικής δράσης, που υπάρχει σαν βασική κατεύθυνση σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Φτάνοντας στο 2020, ο λαός έρχεται επιπροσθέτως αντιμέτωπος με τα αντιδραστικά μέτρα που σχεδιάζει να εφαρμόσει η κυβέρνηση στο προσεχές διάστημα για δραστικό περιορισμό των διαδηλώσεων, ενώ λόγος γίνεται για υποχρεωτικό ορισμό προσωπικού ασφαλείας από τα σωματεία των εργαζομένων στις συγκοινωνίες κατά τη διάρκεια απεργιακών κινητοποιήσεων (ανοίγοντας το δρόμο και για άλλους κλάδους;). Η συνταγή της επιχειρηματολογίας για όλα αυτά γνωστή: ενεργοποίηση του κοινωνικού αυτοματισμού. Έτσι, για την οικονομική καταστροφή των εμπορικών μικροεπιχειρήσεων ευθύνονται οι απεργίες και οι πορείες αλλά όχι οι μνημονιακές πολιτικές που αφαίμαξαν τα λαϊκά εισοδήματα μειώνοντας την αγοραστική τους δυνατότητα, εκτόξευσαν τη φορολογία για τη μεγάλη μάζα του λαού, επέφεραν το κλείσιμο πολυάριθμων από τις παραπάνω επιχειρήσεις που δεν άντεξαν τα οικονομικά βάρη, τα προερχόμενα από την αντιλαϊκή λαίλαπα της τελευταίας δεκαετίας. Αντίστοιχα, το επιβατικό κοινό δεν ταλαιπωρείται από την αχρήστευση των χαλασμένων συρμών και την έλλειψη προσωπικού που οδηγούν σε μειωμένα δρομολόγια και σαρδελοποίηση στα βαγόνια, αλλά από τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων που προσπαθούν να αλλάξουν αυτό ακριβώς το τοπίο…
Κι αν όλα αυτά φάνηκαν να βγαίνουν για λίγο εκτός ημερήσιας διάταξης λόγω της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού, η κυβέρνηση δεν δίστασε εν μέσω αυτής της κρίσης να επιβάλει με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου την αναστολή της απαγόρευσης πολιτικής επιστράτευσης απεργών. Με αυτόν τον τρόπο, επιχείρησε να δοκιμάσει τα αντανακλαστικά των εργαζομένων ενώ δημιούργησε ένα «ιστορικό προηγούμενο» για την «ανώδυνη» επαναφορά τέτοιου είδους διατάξεων στο μέλλον, με πρόσχημα τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Απώτερος στόχος; Η παράλυση των αντιδράσεων των εργαζομένων στα επερχόμενα αντιλαϊκά-αντεργατικά μέτρα.
Ο ελληνικός λαός και οι εργαζόμενοι όμως, έχουν τα δικά τους «ιστορικά προηγούμενα», τις δικές τους παρακαταθήκες. Από την απεργία της Πρωτομαγιάς το 1886, απεργία-ορόσημο στην ιστορία της εργατικής τάξης, μέχρι και σήμερα αποδεικνύεται ότι τα εργασιακά δικαιώματα και οι δημοκρατικές ελευθερίες δεν χαρίστηκαν από καμία κυβέρνηση και καμία ολιγαρχία, αλλά κερδήθηκαν με αίμα και θυσίες.
Οι λαμπρές νίκες του εργατικού κινήματος είναι το αποτέλεσμα μεγαλειωδών αγώνων και απεργιών. Οι αναθεωρητές της ιστορίας και οι κυρίαρχες τάξεις εφευρίσκουν αντιδραστικά ιδεολογήματα που κάνουν λόγο για το τέλος των αγώνων και της απεργίας ως μέσων πάλης, χαρακτηρίζοντάς τα ως παρωχημένα. Κατ’ αυτούς, οι λαοί πρέπει να βρουν «εναλλακτικούς τρόπους διεκδίκησης». Κι αυτό επειδή γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι εναλλακτικοί αυτοί τρόποι είναι ακίνδυνοι για την κυριαρχία τους, ενώ τα «παρωχημένα» μέσα είναι τα μόνα που μπορούν να ροκανίσουν τα θεμέλια της εξουσίας τους. Ας διαφυλάξουμε, λοιπόν, με όλη μας τη δύναμη το πολύτιμο αυτό όπλο που μας κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές των αγωνιστών δημοκρατών, αριστερών και κομμουνιστών: το δικαίωμα στον αγώνα, το δικαίωμα στην απεργία.