Ο Αρτούρο Σίλβα, διαπρεπής Αργεντινός γκαλερίστας, επιρρεπής στην ευμάρεια και την ευζωία, διατηρεί μακρόχρονη φιλία με τον sui generis συμπατριώτη του – πάλαι ποτέ επιφανή ζωγράφο Ρένζο Νέρβι – ο οποίος, σε αντίθεση με τον φίλο του, ζωγραφίζει και ζει αντικομφορμιστικά, περιφρονώντας τις ανέσεις, το χρήμα, τις καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής και σ’ ένα βαθμό τους ανθρώπους.
Καθώς ο Νέρβι γίνεται όλο και πιο δύστροπος, αρνούμενος πεισματικά να υποταχτεί στην πιο υποτυπώδη, έστω, λογική εκσυγχρονισμού και τη συνεπαγόμενη εμπορευματοποίηση της τέχνης του, η σχέση των δύο αντρών δοκιμάζεται σκληρά, μέχρι τη στιγμή που μια μοιραία σύγκρουση ανατρέπει άρδην τα δεδομένα, όχι μόνο για τους δύο φίλους.
Η (αναπόφευκτη) σχέση ζωής και τέχνης, προσφέρεται για πλήθος κοινωνικοπολιτικών παρατηρήσεων και φιλοσοφικών σχολίων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο 49χρονος Γκαστόν Ντουπράτ εποπτεύει τη σύγχρονη ζωγραφική, προκειμένου ν’ αντλήσει συμπεράσματα για την ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και το αντίθετο, παρατηρώντας δηλ. τις κοινωνικές σχέσεις, οδηγείται σε παραδοχές για τη λειτουργία της τέχνης και την αλληλεπίδρασή της με την κοινωνία. Σημειωτέον ότι έχει ήδη δυο ταινίες με αντίστοιχο θέμα στο ενεργητικό του, το “El artista” και το “Ο επιφανής πολίτης”, που απέσπασε και βραβείο Γκόγια καλύτερης ιβηρο-αμερικανικής ταινίας (2017).
Η βασική ιδέα είναι απλή, έως και κοινότυπη: ένας ασυμβίβαστος καλλιτέχνης, που αρνείται, όχι μόνο να ζωγραφίσει σύμφωνα με τις σύγχρονες επιταγές της εμπορικότητας, αλλά και να ζήσει κομφορμιστικά – όσο κι αν αυτό συνεπάγεται σωρεία προβλημάτων, κοινωνικές πιέσεις, ακόμα κι ανέχεια – βρίσκεται κάποια στιγμή αντιμέτωπος με το θάνατο και με διλήμματα με τα οποία δεν είχε αναμετρηθεί νωρίτερα.
Το πλέον ενδιαφέρον και άκρως ευρηματικό εδώ – όσον αφορά την κινηματογραφική πρόταση του Ντουπράτ – είναι η ανατροπή που προκύπτει, κι ακόμα περισσότερο το “στήσιμό” της, το ιδεολογικό υπόστρωμα, οι κοινωνικές και κοινωνιολογικές αναφορές που την κάνουν πιστευτή. Ενδεικτικά, η συνεργασία του Σίλβα με τη “διεθνούς κύρους” έμπορο τέχνης – και έτι κυνικότερη Ντουντού – ξεδιπλώνει όλο το φάσμα της εμπορευματοποίησης της τέχνης στο σήμερα και της λειτουργίας της αγοράς, που επί της ουσίας επιβάλλει τεχνοτροπίες, μανιέρες και καλλιτέχνες, απαξιώνοντας εντελώς την ηθική και ιδεολογική βάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ο Ντουπράτ ισορροπεί έξυπνα – και αποτελεσματικά – ανάμεσα στη λεγόμενη “κομεντί χαρακτήρων”, τη σάτιρα και την κοινωνική κριτική, εναλλάσσοντας εύστοχα τους κωμικούς με τους δραματικούς τόνους, προσδίνοντας το αναγκαίο βάθος και την αναλογούσα πολυπλοκότητα στους χαρακτήρες του, μη δαιμονοποιώντας, αλλά και μην καθαγιάζοντας κανέναν, ούτε καν τον νεαρό ιδεολόγο-ακτιβιστή που εμφανίζεται ως ο ευκαιριακός μαθητής του Νέρβι. Ο παραδόπιστος, οπορτουνιστής γκαλερίστας μένει πιστός στη φιλία του με τον Νέρβι, διατηρώντας παράλληλα ακέραιο το καλλιτεχνικό του κριτήριο, η δε μισανθρωπία και ο κυνισμός του ζωγράφου υπερβαίνουν κατά πολύ τα ευρέως αποδεκτά όρια.
Αν σ’ αυτά προσθέσει κανείς δυο υποδειγματικούς, απολαυστικούς πρωταγωνιστές, που “γλεντάνε” τους ρόλους τους, υπηρετώντας πειστικά και τις πιο απίθανες σεναριακές επιλογές, κατανοεί εύκολα γιατί η ταινία κέρδισε κοινό και κριτικούς στο τελευταίο φεστιβάλ της Βενετίας, δικαιώνοντας πριν απ’ όλα τη θεματική επιλογή του Ντουπράτ. Με την ευκαιρία αυτής ακριβώς της παρουσίασης (στη Βενετία), ο Ντουπράτ κατέθεσε, μεταξύ άλλων: «Ο τόνος ήταν οπωσδήποτε μια αναγκαία προϋπόθεση, κάτι το οποίο παλέψαμε να συλλάβουμε τους τρεις μήνες της εξαντλητικής έρευνας με τον Γκιγιέρμο Φρανκέλα και τον Λουίς Μπραντόνι (τους δύο πρωταγωνιστές), όπου δουλέψαμε πάνω στον κατάλληλο ερμηνευτικό τόνο για μια δραματική κομεντί που μπορεί να “πηγαίνει” από το χιούμορ στη συγκίνηση μέσα σε δευτερόλεπτα, χωρίς να χαλαρώνει ή να χάνει την πειστικότητά της. […]
[…] Οι πίνακες που εμφανίζονται στην ταινία είναι ενός διακεκριμένου Αργεντινού εξπρεσιονιστή ζωγράφου, του Κάρλος Γκοριαρένα, που πέθανε το 2007. Τον επιλέξαμε κυρίως για την εκφραστική του δύναμη, το χρώμα και την καυστική κοινωνική του κριτική, σε τέλεια αντιστοίχιση με τον επινοημένο ζωγράφο μας Ρένζο Νέρβι.
[…] Ο Ραούλ Αρέβαλο ερμηνεύει τον Άλεξ, μια τυπική περίπτωση καλοπροαίρετου Ευρωπαίου τουρίστα που διακρίνεται για το αίσθημα αλληλεγγύης του, κι είναι αφοσιωμένος σε ευγενείς σκοπούς. Στην πραγματικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό αφελής, βρισκόμενος έτσι στον αντίποδα του γκαλερίστα και του ζωγράφου, που είναι πολύ πιο αντιφατικοί και σύνθετοι χαρακτήρες – ιδιαίτερα κυνικοί, αν και η φιλία τους έχει ευγενικά χαρακτηριστικά.
[…] Δεν είμαι ειδικός αναλυτής κινηματογραφικών φεστιβάλ, μπορώ μόνο να πω ότι και οι δύο ταινίες, “Ο επιφανής πολίτης” και “Το αριστούργημά μου” προσκλήθηκαν σε κορυφαία φεστιβάλ. Η Βενετία είναι παρ’ όλα αυτά ιδανική για τις ταινίες μας. Είναι πολλοί αυτοί που λένε ότι (στις ταινίες μου) διακρίνεται έντονη ιταλική επιρροή, κάτι που για μένα είναι ιδιαίτερα εγκωμιαστικό».
«[…] Νιώθουμε εξαιρετικά οικεία στο γενικό περιβάλλον των τεχνών», καταθέτει ακόμα ο Ντουπράτ, που εκμεταλλεύτηκε τη σχετική γνώση του αδερφού του Αντρέ Ντουπράτ, διευθυντή του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών του Μπουένος Άιρες, ο οποίος τον συνέδραμε στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας. «Καθώς οι εικαστικές τέχνες δεν ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στα λαϊκά γούστα, η καλλιτεχνική φόρμα είναι εν τέλει αυτή που “παράγει” τις πιο σουρεαλιστικές καταστάσεις. Σχεδόν κανείς δεν τολμάει να εκφέρει άποψη, από φόβο μην ξεστομίσει ανοησίες», προσθέτει.
Μια καλοφτιαγμένη, ανατρεπτικών προθέσεων ταινία, που καυτηριάζει με βιτριολικό χιούμορ τη σύγχρονη δυτική κοινωνική πραγματικότητα, διερευνώντας ταυτόχρονα διαφορετικές όψεις της σχέσης ζωής και τέχνης.
Προβάλλεται σε πολλούς θερινούς κινηματογράφους.
Θέμις