Μπροστά στην ογκούμενη φτωχοποίηση της κοινωνίας, στον καλπασμό του πληθωρισμού, στην έκρηξη της ακρίβειας και μπροστά στις εκλογές, τα αστικά κόμματα στήνουν σκηνικό εμπαιγμού και ψηφοθηρίας γύρω από το φλέγον ζήτημα του κατώτατου μισθού των εργαζομένων.
Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει την αύξηση του κατώτατου μισθού για το Μάιο, όμως -με μια ξεδιάντροπη ανακοίνωση- μετέφερε τη χιλιοπαιγμένη αυτή αύξηση του κατώτατου για τον Απρίλιο, για να συμπέσει με τις εκλογές, αφήνοντας ταυτόχρονα -εσκεμμένα- ανοιχτό το ύψος της αύξησης αυτής, με τις δημοσιογραφικές πηγές να βρίθουν, κάνοντας λόγο για αύξηση από τα 713€ μικτά που είναι τώρα, στην αρχή στα 750 και στη συνέχεια στα 770 ή στα 800€ μικτά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μεριά του μέχρι το Δεκέμβρη διατύπωνε την εξαγγελία για αύξηση του κατώτατου στα 800 και ο Τσίπρας στην ομιλία του το Δεκέμβριο για τον προϋπολογισμό στη βουλή, φουλάροντας προς το προεκλογικό παζάρι, εξήγγειλε: «… εφαρμογή της Ετήσιας Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής στους μισθούς, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα, που σημαίνει αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023, μαζί με την αναπροσαρμογή, στα 880 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα…».
Πώς όμως στέκεται απέναντι στο κρίσιμο ζήτημα του κατώτατου μισθού το ΚΚΕ, ένα κόμμα που μιλάει στο όνομα του κομμουνιστικού κινήματος και που, όπως λέει, αποτελεί την ταξική πτέρυγα του κινήματος; Και τι αίτημα προβάλλει στο εργατικό κίνημα για να συσπειρωθεί, να κινητοποιηθεί, να παλέψει και να διεκδικήσει τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων;
Πριν από λίγες μέρες, στις 14 του Γενάρη, διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη όπου προβάλλονται οι διεκδικήσεις του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ: «Γι’ αυτό και οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να πάνε ούτε βήμα πίσω από την απαίτηση να ξηλωθεί όλο αυτό το αντεργατικό πλαίσιο το οποίο από παντού πολιορκεί το εργατικό εισόδημα. Αντίθετα, πρέπει να διεκδικήσουν επαναφορά βασικών εργασιακών δικαιωμάτων (ξεπάγωμα τριετιών, υποχρεωτικότητα ΣΣΕ κ.λπ.) και κατώτατο μισθό 825 ευρώ, ως αφετηρία διαπραγμάτευσης για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας».
Η πρόταση του ΚΚΕ λοιπόν στο εργατικό κίνημα, για να αγωνιστεί, να παλέψει, να απεργήσει, να συγκρουστεί με το κεφάλαιο -όπως κάθε μέρα γράφει ο Ριζοσπάστης- είναι να διεκδικήσει αύξηση στα 825 (μικτά), λίγο πιο πάνω από τις κυβερνητικές εξαγγελίες, και σαφώς πιο κάτω από τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, που πολύ πιο εύκολα, χωρίς αγώνες, κόπους και βάσανα, με μια ψήφο μόνο μπορεί κανείς να …εισπράξει.
Τα αστικά κόμματα, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις διαφορές που μπορεί να έχουν σε επουσιώδη για το λαό ζητήματα, ασκούν την πολιτική τους, πρώτα και κύρια με βάση τις άμεσες και μακροπρόθεσμες ανάγκες του κεφαλαίου, ξένου και ντόπιου, σε αυτό δίνουν εξετάσεις, σε αυτό παραδίδουν τα διαπιστευτήριά τους, σε αυτό λογοδοτούν και από αυτό αντλούν στήριξη. Και οι εξαγγελίες τους, αν από τη μια προορίζονται για την εξαπάτηση του λαού και των ψηφοφόρων, από την άλλη είναι κοστολογημένες με βάση τις «αντοχές της οικονομίας», όπως λένε, με βάση δηλαδή, τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.
Τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, πρώτα-πρώτα εξασφαλίζουν τις δεσμεύσεις τους απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο και μόνο κάτω από αυτό το πλαίσιο τάζουν και μοιράζουν, για λόγους προεκλογικούς και για λόγους εκτόνωσης της κοινωνικής πίεσης, ορισμένα ψίχουλα στην κοινωνία, που διογκώνονται και μεγαλοποιούνται από τα μέσα και παίζονται ξανά και ξανά.
Χωρίς να υποτιμάται η οποιαδήποτε αύξηση, το οποιοδήποτε επίδομα που μπορεί να πάρει ο λαός που δοκιμάζεται από τη φτώχεια και την εκρηκτική ακρίβεια, οι εξαγγελίες και οι αυξήσεις αυτές δεν αποτελούν παρά κοροϊδία και εμπαιγμό.
Αν όμως οι προεκλογικές εξαγγελίες των αστικών κομμάτων είναι η μια όψη του νομίσματος, η άλλη είναι οι διεκδικήσεις που προβάλλει το εργατικό κίνημα και στη συνέχεια οι αγώνες που κάνει για να τις πετύχει. Οι διεκδικήσεις και τα αιτήματα που προβάλλει, για να αποτελέσουν στόχους πάλης, εργαλεία συσπείρωσης, αιτήματα αγωνιστικής στάσης και πρακτικής.
Η διεκδίκηση που προβάλλει το ΚΚΕ των 825 παραπέμπει σε κοστολογημένες εξαγγελίες αστικού κόμματος, ρεαλιστικής προσαρμογής, μέσα στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων, παρά σε αίτημα πάλης που προορίζεται για την αγωνιστική δράση των εργαζομένων. Που θα το αγκαλιάσουν, θα το πιστέψουν, που θα νιώσουν ότι αξίζει τον κόπο να αγωνιστούν συλλογικά, οργανωμένα και αποφασιστικά και με όποιες θυσίες απαιτούνται για να το κερδίσουν.
Λίγες μέρες πριν, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών του ΠΑΜΕ όπου τροποποιήθηκε η γραμμή για τον κατώτατο μισθό.
Στην κεντρική ομιλία του Τασούλα, κεντρικού στελέχους του ΚΚΕ, που δημοσιεύει ο Ριζοσπάστης στις 21 Γενάρη, όπου προβάλλεται το νέο πλαίσιο των διεκδικήσεων διαβάζουμε: «Η ΝΔ υπόσχεται ψίχουλα για τον κατώτατο μισθό. Τα ψίχουλα θα γίνουν καπνός από την ακρίβεια (…)».
Σωστά! Έτσι είναι! Οι προεκλογικές εξαγγελίες, μπροστά στο κύμα της ακρίβειας που έχει εξανεμίσει μέσα σε ένα χρόνο έως και το 30 % του εισοδήματος των εργαζομένων, αποτελούν ψίχουλα και γίνονται καπνός πριν καν δοθούν.
Και συνεχίζει το στέλεχος του ΚΚΕ, προβάλλοντας το αίτημα της παράταξής του: «Ρήτρα αναπροσαρμογής των μισθών με βάση τον πληθωρισμό και ονομαστική αύξηση του κατώτατου που ζητούν τα συνδικάτα και ξεπερνά τα 850 ευρώ με τα σημερινά δεδομένα…».
Αυτή είναι η διόρθωση που έκανε το ΚΚΕ στο αίτημα για τον κατώτατο μισθό.
Πόση διαφορά έχει η διεκδίκηση, ακόμη και σε επίπεδο διατύπωσης που προβάλλει το ΚΚΕ με την εξαγγελία του Τσίπρα στη Βουλή που παραθέσαμε πιο πάνω και λέει: «…εφαρμογή της Ετήσιας Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής στους μισθούς, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα, που σημαίνει αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023, μαζί με την αναπροσαρμογή, στα 880 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα»;
Μοιάζουν σα δυο σταγόνες νερό. Και η διεκδίκηση που προβάλλει το ΚΚΕ για αγώνες βρίσκεται πιο χαμηλά από του ΣΥΡΙΖΑ που …δε χρειάζεται αγώνες.
Εν κατακλείδι, η διεκδίκηση του ΚΚΕ συνιστά μια διεκδίκηση ελάχιστα πιο πάνω από τα κυβερνητικά ψίχουλα, που έτσι στην πραγματικότητα τα εξωραΐζει, πιο κάτω από του ΣΥΡΙΖΑ που έτσι τα ωραιοποιεί, ανοίγοντάς του το δρόμο και αποτελεί σαφώς υπονόμευση των αγώνων για πραγματικές αυξήσεις.
Οι υπεύθυνες προτάσεις
στην πανδημία
Οι διεκδικήσεις του ΚΚΕ τώρα θυμίζουν τις αντίστοιχες που πρόβαλε με το ξέσπασμα της πανδημίας και την έναρξη της καραντίνας, όταν διατύπωνε το πλαίσιό του το ΠΓ του ΚΚΕ στις 13 Μαρτίου του 2020.
Έγραφε η ανακοίνωση: «Σε αυτές τις δύσκολες ώρες το ΚΚΕ τοποθετείται με αίσθημα ευθύνης απέναντι στο λαό…» και συνεχίζε, διεκδικώντας: «… για όσο διάστημα χρειαστεί, να ανασταλούν προς το Δημόσιο, τις τράπεζες, τις ΔΕΚΟ όλοι οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις, κάθε είδους μέτρο αναγκαστικής είσπραξης, οι διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος και νερού για όλους τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, αλλά και για τους αυτοαπασχολούμενους, με προτεραιότητα σε όσους έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω των 12.000 ευρώ».
Να ανακοπούν οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις για όσο διάστημα χρειαστεί, έλεγε το ΚΚΕ και όχι να καταργηθούν, όπως πάλευε το λαϊκό κίνημα, και να ανακοπούν κατά προτεραιότητα για όσους έχουν εισόδημα μέχρι 12.000!
«…Να δοθεί επίδομα στους ελεύθερους επαγγελματίες, με ετήσιο εισόδημα μέχρι 12.000 ευρώ, που θα εξαναγκαστούν να διακόψουν τη λειτουργία της επιχείρησής τους». Όχι δηλαδή σε όσους έχουν εισόδημα πάνω από 12.000!
Και συνέχιζε το ΠΓ του ΚΚΕ: «… στους εργαζόμενους των επιχειρήσεων που αναστέλλουν τη λειτουργία τους να δοθεί το επίδομα έκτακτης ανάγκης, ύψους 715,68 ευρώ, για τις επόμενες 45 μέρες».
Λίγες μέρες μετά ο Μητσοτάκης εξήγγειλε διάφορα μέτρα, που φάνταζαν πλουσιοπάροχα σε σχέση με τα αιτήματα που πρόβαλλε το ΚΚΕ, εξαγγέλλοντας 800 ευρώ ενίσχυση αντί για 715,68! που έθετε το ΚΚΕ ως διεκδίκηση των εργαζομένων και των σωματείων και όχι για 45 μέρες που έλεγε το ΚΚΕ αλλά για ένα μήνα. Κάνοντας τα κυβερνητικά ψίχουλα να μοιάζουν με παντεσπάνι(!) υπονομεύοντας και παραλύοντας τη διαμόρφωση προϋποθέσεων για αγωνιστικές διεκδικήσεις.
Αυτό ακριβώς κάνει και τώρα το ΚΚΕ -υπεύθυνα- με τις διεκδικήσεις που προβάλλει. Κάνει τις εξαγγελίες των αστικών κομμάτων να μοιάζουν ρεαλιστικές για τους εργαζόμενους και να φαίνονται σαν αυτό που μπορεί να δοθεί!
Από τα 1400 στα 850!
Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι το αίτημα αυτό που προβάλλει τώρα το ΚΚΕ έρχεται μετά από 15 περίπου χρόνια, όπου το ίδιο κόμμα πρόβαλλε στο εργατικό κίνημα, ως αδιαπραγμάτευτο αίτημα συσπείρωσης δυνάμεων στα σωματεία και στο συνδικαλιστικό κίνημα, κατώτατο μισθό 1400€(!).
Να τι έγραφε στις 2/10/2008 σε ανακοίνωσή του το ΠΓ του ΚΚΕ: «Ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, στη βάση των σύγχρονων μεγάλων αναγκών της λαϊκής οικογένειας. Βασικό μισθό 1.400 ευρώ, 1.120 ευρώ κατώτερη σύνταξη, επίδομα ανεργίας 1.120 ευρώ (80% του βασικού μισθού) για όλο το διάστημα της ανεργίας…».
Και αν το 2008, δηλαδή πριν τα μνημόνια, πριν την πανδημία και πριν την οικονομική κρίση που ζούμε τώρα, με τις υπέρογκες αυξήσεις στην ενέργεια, στα καύσιμα και όλες τις τιμές, το ΚΚΕ διαπίστωνε «στη βάση των σύγχρονων αναγκών» ότι το εργατικό κίνημα πρέπει να διεκδικήσει μια αύξηση περίπου 100%, αφού ο κατώτατος μισθός τότε ήταν στα 751€, πώς τώρα οι σύγχρονες αυτές ανάγκες των εργαζομένων κατρακύλησαν στα 825 και 850;
Αυτό μόνο η οπορτουνιστική πολυγλωσσία και τα αλληλογρονθοκοπήματα της γραμμής της ηγεσίας του ΚΚΕ μπορούν να το εξηγήσουν.
Σε κάθε περίπτωση, η τακτική του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος δεν είναι ούτε τα απογειωμένα, μαξιμαλιστικά αιτήματα, που κανένας εργαζόμενος δεν μπορεί να πιστέψει ότι με τους αγώνες του μπορεί να τα κερδίσει, με αποτέλεσμα την ακύρωση κάθε αγωνιστικής μαζικής κινητοποίησης, ούτε οι προτάσεις της ρεαλιστικής προσαρμογής στα αστικά πλαίσια, που δεν αξίζουν κανέναν αγώνα και καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα από άλλο δρόμο.
Πλήρης ταύτιση με τη ΓΣΕΕ
Και μπορεί να καταγγέλλει το ΚΚΕ την ηγεσία της ΓΣΕΕ, όπως λέει στην ίδια ομιλία του ο Τασούλας, ότι «… λειτουργεί ως όπλο στα χέρια της εργοδοσίας για να ασκείται πίεση στους εργαζόμενους και να χαμηλώνει ο πήχης των διεκδικήσεων…», όμως πόσο μακριά είναι η διεκδίκηση που προβάλλει η ΓΣΕΕ από αυτή των ΚΚΕ-ΠΑΜΕ;
Η ΓΣΕΕ προβάλλει ως διεκδίκηση για το 2023, με έναν αλγόριθμο σπαζοκεφαλιά, το 60% του διάμεσου μισθού που υπολογίζεται περίπου στα 850.
Αν αυτή η διεκδίκηση που προβάλλει η ΓΣΕΕ «χαμηλώνει τον πήχη των διεκδικήσεων», τότε τα 850 που λέει το ΚΚΕ πώς γίνεται να τον ψηλώνουν;
Πράγματι, είναι χαμηλά ο πήχης των διεκδικήσεων της ΓΣΕΕ, όμως άλλο τόσο χαμηλά είναι και του ΚΚΕ που ταυτίζονται.
Η ηγεσία της ΓΣΕΕ με την ηγεσία του ΚΚΕ δεν ταυτίζονται μόνο στις ρεφορμιστικές διεκδικήσεις που προβάλλουν αλλά και στο πώς τις πρόβαλλαν όλο το προηγούμενο διάστημα.
Ταυτίστηκαν στη στάση της παραλυσίας και αφωνίας του εργατικού κινήματος.
Μέσα στην πανδημία, όταν υιοθέτησαν τη στάση τού «μετά θα λογαριαστούμε», συμμορφούμενοι στις κυβερνητικές απαγορεύσεις. Από κοινού αρνήθηκαν να καλέσουν σε συμμετοχή στην απεργία που κήρυξαν ΑΔΕΔΥ και ΕΚΑ στις 15 Δεκέμβρη του ’20. Μπροστά στην ψήφιση του νόμου Χατζηδάκη έσπευσαν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ να ακυρώσουν την απεργία στις 4 Ιούνη που είχαν κηρύξει, για να συμπέσει λίγες μέρες μετά με της ΓΣΕΕ, αντί να κλιμακώσουν το απεργιακό μέτωπο απέναντι στο τερατούργημα, όπως έλεγαν. Και από κοινού παρέλυσαν το εργατικό κίνημα, όταν -ιδιαίτερα μετά το περσυνό καλοκαίρι που σμπαραλιάζεται το λαϊκό εισόδημα- μαζί αποφάσισαν την κήρυξη μιας εθιμοτυπικής απεργίας στις 9 Νοέμβρη και μετά σιωπή…
Το μόνο εν τέλει στο οποίο δεν ταυτίζεται η ηγεσία του ΚΚΕ με τη ΓΣΕΕ, πέρα από τα συνέδρια που αλληλογρονθοκοπούνται και αλληλοκαταγγέλλονται για το μοίρασμα των συνδικαλιστικών εδρών, είναι οι διαφορετικές συγκεντρώσεις και η πάγια πρακτική διασπαστισμού και αποδυνάμωσης του εργατικού κινήματος και των απεργιακών δυνάμεων που υιοθετεί το ΚΚΕ.