Ένας καταιγισμός επιβολής δασμών σε προϊόντα που εισάγονται στην αμερικάνικη αγορά από ξένες χώρες, κατά κύριο λόγο από την Κίνα αλλά και από την ΕΕ, τον Καναδά, το Μεξικό και χώρες που έχουν ισχυρές εμπορικές συναλλαγές με τις ΗΠΑ, βρίσκεται στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής που έθεσε σε εφαρμογή ο Τραμπ με την ανάληψη για δεύτερης προεδρικής θητείας του στο Λευκό Οίκο. Η τέτοιας έκτασης επιβολή δασμών ισοδυναμεί με την κήρυξη ενός εμπορικού πολέμου ενάντια στους βασικούς οικονομικούς ανταγωνιστές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην παγκόσμια αγορά και πρωταρχικά ενάντια στην Κίνα που βρίσκεται πολύ κοντά στο να πάρει την παγκόσμια οικονομική πρωτοκαθεδρία από τις ΗΠΑ. Αποτελεί αντίδραση της αμερικάνικης ηγεσίας στη μεταβολή των παγκόσμιων συσχετισμών κρατικής οικονομικής δύναμης στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, που έχει συντελεσθεί κάτω από την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης των κεφαλαιοκρατικών χωρών την περίοδο του ιμπεριαλισμού. Μια μεταβολή που μίκρυνε το παγκόσμιο οικονομικό προβάδισμα των ΗΠΑ και έχει διαμορφώσει ένα νέο «καθεστώς» κατανομής κρατικής οικονομικής δύναμης μέσα στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά.

Καθόλου «αρεστό» στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, που επιδιώκει τώρα να το ανατρέψει και με κρατικές δασμολογικές επιθέσεις στους κύριους αντιπάλους της. Ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Τραμπ Μάρκο Ρούμπιο, σε πρόσφατη συνέντευξή του στο αμερικάνικο τηλεοπτικό δίκτυο CBS), εξηγώντας γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλλουν δασμούς στους εμπορικούς εταίρους τους, το είπε πεντακάθαρα: «Δεν μας αρέσει το status quo. Θα δημιουργήσουμε ένα νέο status quo και μετά μπορούμε να διαπραγματευτούμε κάτι, αν το θέλουν (τα άλλα έθνη)». «Αυτό που έχουμε τώρα δεν μπορεί να συνεχιστεί».

Η αμερικάνικη πολιτική επιβολής δασμών στους οικονομικούς ανταγωνιστές της άρχισε να παίρνει διαστάσεις από την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ.

Από τότε διακηρύχθηκε ως βασικό οικονομικό συστατικό του εθνικιστικού Τραμπικού δόγματος «η Αμερική πρώτα». Από τότε άρχισαν να επιβάλλονται δασμοί σε μια σειρά ξένα προϊόντα, κύρια της Κίνας. Την πολιτική αυτή τη συνέχισε και την επέκτεινε και η κυβέρνηση Μπάιντεν, διατηρώντας τους δασμούς της πρώτης θητείας του Τραμπ (βασικά το άρθρο 301 για τα κινέζικα εισαγόμενα προϊόντα) αλλά και επιβάλλοντας το 2024 πρόσθετους αυξημένους δασμούς στα κινέζικα εισαγόμενα (25%-100% για τα ηλεκτρικά οχήματα, 25%-50% για τους ημιαγωγούς και τα φωτοβολταϊκά κύτταρα, έως 25% για κρίσιμα μέταλλα και προϊόντα χάλυβα/αλουμινίου). Από τον Ιανουάριο του 2025 που ξεκίνησε τη νέα προεδρική θητεία του ο Τραμπ κλιμακώνει τις δασμολογικές επιθέσεις. Αυτές περιέλαβαν σε πρώτο πλάνο τα εισαγόμενα αγαθά από την Κίνα, το Μεξικό και τον Καναδά, που αντιπροσώπευαν το 2024 περισσότερο από το 40% των εισαγόμενων στις ΗΠΑ προϊόντων, ενώ επεκτείνονται και στην ΕΕ. Ήδη ξεκίνησε την επιβολή δασμών 25% σε όλες τις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, ενώ αύξησε από 10% σε 20% τους δασμούς κινέζικων εισαγόμενων προϊόντων.

Το τι διαστάσεις έχουν πάρει και θα πάρουν οι αμερικάνικοι δασμοί στα προϊόντα που εισάγονται από την Κίνα το δείχνει και το μέγεθός τους το 2024, που έφτασαν σε 350 δισ. δολάρια ετησίως, ενώ τώρα ο Τραμπ προσθέτει άλλα 50 δισ. δολάρια. Το αντίστοιχο μέγεθος για τους αμερικάνικους δασμούς στην ΕΕ το 2024 ήταν κοντά στα 12 δισ. δολάρια και η απειλή του Τραμπ είναι να επιβάλει τώρα άλλα 26 δισ. ευρώ. Εκτιμήσεις, επίσης, αναφέρουν πως αθροιστικά οι δασμοί των ΗΠΑ στην Κίνα, στο Μεξικό και στον Καναδά μπορούν να μεταφραστούν, την επόμενη δεκαετία, σε πρόσθετο κόστος για τους εισαγωγείς των ΗΠΑ 1,1 τρισ. δολαρίων. Η πολιτική του Τραμπ υπολογίζεται, επίσης, να αυξήσει τους αμερικάνικους δασμούς το 2025 κατά 110 δισ. δολάρια.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ με το Μεξικό και τον Καναδά, που ο Τραμπ τους επιβάλλει τώρα δασμούς, έχουν συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών, την USMCA ή (νέα) NAFTA η οποία δεσμεύει τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτήν να μειώσουν τους δασμολογικούς συντελεστές τους στο ελάχιστο έως και το μηδέν. Παρόμοιες συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών έχουν οι ΗΠΑ με 20 εμπορικούς εταίρους-κράτη σε όλο τον κόσμο. Ενώ, ως μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, οι ΗΠΑ δεσμεύονται από κανόνες που περιλαμβάνουν περιορισμούς στη χρήση επιδοτήσεων, καθώς και εμπορικούς φραγμούς, όπως δασμούς και ποσοστώσεις. Όλα αυτά έρχεται τώρα ο Τραμπ να τα καταπατήσει. Με τη επιβολή δασμών και και με την απειλή συνέχισής τους, οι ΗΠΑ επιδιώκουν, παράλληλα, την αχρήστευση διεθνών συμφωνιών εμπορικών συναλλαγών που είχαν συνάψει με άλλα κράτη είτε την επαναδιαπραγμάτευσή τους για να τις αναμορφώσουν προς όφελος της αμερικάνικης οικονομίας.

Οι τραμπικές δασμολογικές επιθέσεις δεν μένουν αναπάντητες. Η Κίνα προχώρησε σε αντίποινα για τους νέους δασμούς αξίας 34 δισ. δολαρίων που, ήδη, επέβαλε ο Τραμπ στα προϊόντα της, επιβάλλοντας φόρους, επίσης, 34 δισ. δολαρίων. Παράλληλα ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας ανακοίνωσε ότι η χώρα του θα λάβει «όλα τα απαραίτητα μέτρα» προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντά της, τονίζοντας ότι οι αμερικανικοί δασμοί παραβιάζουν τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Η ΕΕ ανακοίνωσε, επίσης, ανταποδοτικούς δασμούς 26 δισ. ευρώ και ο Καναδάς ύψους 28,9 δισ. δολαρίων.

Το ερώτημα που υπάρχει είναι γιατί οι ΗΠΑ έχουν προχωρήσει στην εφαρμογή μιας πολιτικής που με μεγάλους και εκτεταμένους δασμούς υψώνουν φραγμούς στην εισαγωγή ξένων προϊόντων στην αγορά της. Το ερώτημα αυτό γίνεται πιο έντονο και από το γεγονός ότι όλοι γνωρίζουν πως οι ΗΠΑ μέχρι σήμερα εμφανίζονταν σαν κήρυκας του ελεύθερου εμπορίου, της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων στην παγκόσμια αγορά και πρωτοστατούσαν στο ξήλωμα δασμών και άλλων προστατευτικών μέτρων κρατικών οικονομιών σε όλη την υφήλιο, εκβιάζοντας και πιέζοντας ασφυκτικά πολλά κράτη να τα καταργήσουν. Έκφραση αυτής της πολιτικής τους αποτέλεσε η πολιτική της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» που προώθησαν με ένταση από την αρχή της δεκαετίας του 1990. Η πολιτική της «παγκοσμιοποίησης», γκρεμίζοντας τα προστατευτικά μέτρα κρατικών οικονομιών σε όλη την υφήλιο, αποτέλεσε το όχημα για την διεύρυνση της οικονομικής διείσδυσης και κυριαρχίας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αλλά και των άλλων μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στις οικονομίες των πιο αδύνατων οικονομικά κρατών.

Τι συνέβη λοιπόν και οι ΗΠΑ, από εκεί που εμφανίζονταν ως υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου, της ελεύθερης αγοράς και της άρσης των κρατικών προστατευτικών μέτρων για την οικονομία, έχουν υιοθετήσει, τώρα, μια ανάστροφη πολιτική προστατευτισμού για την οικονομία τους, επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα;

Η εξήγηση που προβάλλει ο Τραμπ είναι, από τη μια, ψεύτικοι και εντελώς φαιδροί ισχυρισμοί πως οι φόροι στις εισαγωγές είναι αναγκαίοι για να «προστατεύσουν» τις ΗΠΑ, τάχα, από την παράνομη μετανάστευση και για να… «καταπολεμήσουν τη μάστιγα της φαιντανύλης» (ενός ισχυρού φαρμάκου το οποίο προκαλεί δεκάδες χιλιάδες θανάτους από υπερβολική δόση στις ΗΠΑ κάθε χρόνο) που προέρχεται από την Κίνα και από καρτέλ του Μεξικό που έχουν εργαστήρια φαιντανύλης στον Καναδά!

Από την άλλη, επιχειρήματα ότι οι δασμοί θα ενισχύσουν την αμερικανική μεταποίηση και θα προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας, ότι θα αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα και θα συμβάλουν στη μείωση του τεράστιου εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ. Αυτά αποτελούν, ωστόσο, ανοικτή ομολογία της εξασθένισης της αμερικάνικης οικονομίας. Παραδοχή ότι οι αμερικάνικες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν επιχειρήσεις του εξωτερικού, πρώτα απ’ όλα της Κίνας, και χρειάζονται την προστασία του αμερικανικού κράτους για να αντεπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό και να διατηρήσουν τη θέση τους όχι μόνο στην παγκόσμια αλλά και στην εγχώρια οικονομία.

Είναι γνωστό πως οι δασμοί είναι ειδικοί κρατικοί φόροι, έμμεσοι. Επιβάλλονται στα διάφορα εμπορεύματα κατά την εισαγωγή τους σε μια χώρα για να προστατεύσουν και τονώσουν την εγχώρια παραγωγή. Βασικός στόχος τους είναι τα εισαγόμενα προϊόντα να καταστούν ακριβότερα από τα εγχώρια για τους καταναλωτές. Έτσι ώστε οι τελευταίοι να πάψουν να αγοράζουν εισαγόμενα προϊόντα και να αρχίζουν να αγοράζουν τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.

Ταυτόχρονα οι δασμοί είναι πηγή αυξημένων εσόδων του κράτους, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κρατικών ελλειμμάτων.

Οι δασμοί είναι ένα βασικό μέτρο του οικονομικού προστατευτισμού. Δηλαδή της οικονομικής πολιτικής που ασκείται από ένα κράτος, όταν αυτό θέλει να στηρίξει την εθνική παραγωγή έναντι του ξένου ανταγωνισμού, περιορίζοντας τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από άλλες χώρες Αποτελούν έναν οικονομικό μηχανισμό κυβερνητικής παρέμβασης στην αγορά που καθορίζει τις τιμές των εμπορευμάτων κατά τρόπο που να ευνοείται η εγχώρια παραγωγή.

Η οικονομική ιστορία έχει δείξει πως ένα οικονομικά αναπτυγμένο κράτος καταφεύγει στο σύστημα του προστατευτισμού όταν εξασθενεί η οικονομία του. Η εξασθένισή της βρίσκει την έκφρασή της σε σημαντικούς οικονομικούς δείκτες, όπως είναι το εμπορικό ισοζύγιο και το δημόσιο χρέος. Και οι δείκτες αυτοί έχουν μεγάλη επιδείνωση στις ΗΠΑ. Το εμπορικό έλλειμμά τους ανέρχεται στο τεράστιο ποσό των 1,2 τρισ. δολαρίων. Το δημόσιο χρέος ξεπερνά τα 36 τρισ. δολάρια.

Οι αμερικανικοί δασμοί, παρά τον επιθετικό και διευρυμένο χαρακτήρα που τους δίνει ο Τραμπ, δεν είναι, λοιπόν, έκφραση ευρωστίας της αμερικάνικης οικονομίας. Το αντίθετο. Η πολιτική του προστατευτισμού και των υψηλών δασμών δείχνει μια αμερικάνικη ηγεσία που ψάχνει να βρει το αντίδοτο για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της αμερικάνικης οικονομίας που έχουν κάνει τις αμερικανικές επιχειρήσεις να χάνουν έδαφος και στην εγχώρια αγορά.

Ο Τραμπ θεωρεί πως με την ύψωση δασμολογικών τειχών, με το να πλήξει με δασμούς τη γοργά ανερχόμενη και πολύ ισχυροποιημένη, πλέον, οικονομία της Κίνας, ακόμα και στενούς οικονομικούς εταίρους των ΗΠΑ, θα μπορέσει μετά από μια «σύντομη μεταβατική περίοδο αναταράξεων» να ενισχύσει την αμερικάνικη βιομηχανία, να ξαναφέρει εταιρείες να παράγουν στις ΗΠΑ, να αυξήσουν τα κρατικά φορολογικά έσοδα και έτσι να αναπτύξουν την εγχώρια οικονομία, να μειώσουν το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα και το κολοσσιαίο δημόσιο χρέος. Όπως είπε ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Χάουαρντ Λούτνικ, οι δασμοί «αξίζουν τον κόπο» ακόμη και αν οδηγήσουν σε ύφεση την αμερικάνικη οικονομία.

Η δήλωση αυτή δείχνει και τι κινδύνους εμπεριέχει και πόσο αβέβαιο είναι ότι η πολιτική σαρωτικών δασμών του Τραμπ θα πετύχει τους στόχους που λέει. Το ποιο θα είναι το αποτέλεσμά της ήδη έχει ξεσηκώσει έντονες και φορτισμένες συζητήσεις, από την Γουόλ Στρητ ως την Ουάσιγκτον και σε όλα τα μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπου εξελίσσεται μια σχετική αρθρογραφία επικρίσεων και προειδοποιήσεων για το πού ενδέχεται να οδηγήσει η οικονομική προστατευτική πολιτική του Τραμπ. Επισημαίνεται ότι οι αμερικάνικες επιχειρήσεις, που εισάγουν προϊόντα από το εξωτερικό και θα καταβάλουν το δασμολογικό φόρο, θα μετακυλήσουν αυτόν στους καταναλωτές. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική άνοδο των τιμών που πληρώνουν οι καταναλωτές τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη. Ότι οι αμερικάνικες επιχειρήσεις που αγοράζουν βιομηχανικές πρώτες ύλες, ημιτελή προϊόντα, ανταλλακτικά από ξένες χώρες για την παραγωγή τους, θα πληρώσουν και αυτές δασμούς. Θα υπάρξει έτσι αύξηση του κόστους παραγωγής τους και για να μη μειωθούν τα κέρδη τους «θα περάσουν» αυτή την αύξηση στους αγοραστές των προϊόντων τους. Μέσα από αυτή την αλυσίδα αύξησης των τιμών, που θα πυροδοτήσουν οι δασμοί, θα ανέβει ο πληθωρισμός. Θα μειωθεί η αγοραστική δύναμη των αμερικάνων πολιτών και κατ’ επέκταση η ζήτηση προϊόντων που μπορεί να φέρει μείωση της παραγωγής και ως παραπέρα συνέπεια όχι αύξηση των θέσεων εργασίας, όπως ισχυρίζεται ο Τραμπ, αλλά, πιθανά, λιγόστεμά τους. Από τα δασμολογικά αντίποινα, που ήδη ανακοινώνουν ή σκοπεύουν να πάρουν οι χώρες στις οποίες ο Τραμπ επέβαλε ή θα επιβάλει δασμούς, θα επιταθούν οι προαναφερόμενες επιπτώσεις στις τιμές, στον πληθωρισμό, στη ζήτηση προϊόντων, στην παραγωγή, στις θέσεις εργασίας.

Οι κατηγορηματικές επικρίσεις λένε καθαρά πως ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ θα φέρει υψηλότερες τιμές, χαμηλότερη ανάπτυξη, χαμένες θέσεις εργασίας και διαταραγμένες αλυσίδες εφοδιασμού -τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Και υπενθυμίζουν διαπιστώσεις που έγιναν παλιότερα, πως η εφαρμογή της πολιτικής των δασμών οδηγεί την εγχώρια βιομηχανία να βασίζεται στην προστασία του κράτους έναντι των ξένων αντίστοιχων βιομηχανιών και λειτουργεί αρνητικά για την ανταγωνιστικότητά τους και για τις επενδύσεις στην καινοτομία, που θεωρούνται αναγκαίες για να έχουν επιτυχία οι αμερικανικές επιχειρήσεις στις διεθνείς αγορές.

Όλες αυτές οι κριτικές δείχνουν το φαύλο κύκλο στον οποίο έχει περιέλθει η αμερικάνικη καπιταλιστική οικονομία, γεγονός που αποτυπώνεται και σε «καμπανάκια» -όπως γράφεται- που χτύπησαν «διεθνείς οίκοι» επιχειρηματικών και χρηματιστικών υπηρεσιών όπως η Moody’s και η JPMorgan Chase που αύξησαν κατά πολύ τις πιθανότητες ύφεσης της αμερικάνικης οικονομίας (απο 15% τον Ιανουάριο σε 35% και 40% αντίστοιχα ένα μήνα μετά), ενώ δημοσκόπηση του Reuters εκτίμησε πως αν ο Τραμπ δεν αλλάξει πορεία το φθινόπωρο η οικονομία των ΗΠΑ θα μπει σε ύφεση. Ο ίδιος ο Τραμπ, επίσης, παραδέχτηκε ότι με τους δασμούς θα υπάρχει κάποιος «πόνος» στην οικονομία βραχυπρόθεσμα και αυξήσεις των τιμών, ενώ δεν απέκλεισε και το ενδεχόμενο ύφεσης. Το «δεν υπάρχει κέρδος χωρίς πόνο» αναφέρεται, τώρα, ως νέο δόγμα της οικονομικής πολιτικής του. Το αποτέλεσμά της, ωστόσο, αμφισβητείται ακόμα και από ισχυρούς κύκλους της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ. Άλλωστε, στα πλαίσια του καπιταλισμού, η εθνική οικονομική ανταγωνιστική ικανότητα μιας χώρας εξαρτάται κύρια από το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας, που από ό,τι φαίνεται για τις ΗΠΑ έχει χάσει δρόμο έναντι του κύριου παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνιστή της, της Κίνας. Και αυτό το χάσιμο επιχειρεί ο Τραμπ τώρα να το αναπληρώσει με δασμολογικές επιθέσεις. Οι οποίες, όμως, θα ανοίξουν έναν άλλο κύκλο παρενεργειών στην αμερικάνικη οικονομία.

Ο παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος που πυροδοτεί η δασμολογική πολιτική του Τραμπ προκαλεί διεθνή οικονομική αναστάτωση, καθώς οι επιπτώσεις του δεν περιορίζονται μόνο στα κράτη που τα προϊόντα τους εμπλέκονται άμεσα στη δασμολογική σύγκρουση αλλά απλώνονται σε όλη την παγκόσμια οικονομία. Ωθεί σε ένα βάθεμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και σε μια μεγαλύτερη και πιο επικίνδυνη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπου εμπορικοί και οικονομικοί πόλεμοι έρχονται να συμπλεύσουν με στρατιωτικούς πολέμους.