Το ζήτημα αυτό είχε τεθεί κατά τη διάρκεια της διετούς λαϊκής εξέγερσης εναντίον της κυβέρνησης του πρώην προέδρου Σεμπάστιαν Πινέρα. Όσο εξελισσόταν ο αγώνας λαμβάνοντας γενικότερα χαρακτηριστικά, αναδείχθηκε σε κορυφαίο ζήτημα. Η αναθεώρηση του Συντάγματος του Πινοσέτ και η απόρριψη της πολιτικής του κληρονομιάς θα ήταν, σύμφωνα με τη ρεφορμιστική λογική, επιστέγασμα και επιβεβαίωση της επιτυχίας του λαϊκού αγώνα.
Το 2020 σε δημοψήφισμα που διενεργήθηκε, περίπου το 80% των Χιλιανών ενέκριναν την έναρξη της διαδικασίας αλλαγής του Συντάγματος. Ενώ τον Μάιο του 2021 εξελέγη και η πολυμελής επιτροπή που θα έγραφε το νέο Σύνταγμα, στην οποία υπερίσχυσαν συντριπτικά οι γενικώς θεωρούμενοι ως αριστεροί και προοδευτικοί υποψήφιοι, σε δυσαρμονία με τους μέχρι τότε συσχετισμούς στη Βουλή.
Τον Δεκέμβριο του 2021 η εκλογή του Γκαμπριέλ Μπόριτς ως προέδρου θεωρήθηκε ως ένα ακόμη βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Μπόριτς ανέλαβε καθήκοντα τον Μάρτιο του 2022.
Ωστόσο, στις πέντε Σεπτεμβρίου αυτή η προσδοκία δεν επιβεβαιώθηκε. Ο λαός της Χιλής απέρριψε το νέο Σύνταγμα με ευρεία πλειοψηφία 62 %, έναντι 38% που το ενέκρινε. Η αρνητική αυτή εξέλιξη ξεπέρασε και τις πιο απαισιόδοξες δημοσκοπήσεις σχετικά με το θέμα.
Όπως ήταν φυσικό, η δεξιά αντίδραση στη Χιλή αναθάρρησε και θεωρεί ότι η κυβέρνηση του Μπόριτς δέχθηκε γερό πλήγμα. Ακόμη χειρότερα όμως διατυμπανίζουν ότι ο λαός …άλλαξε διάθεση και τώρα απορρίπτει αυτά που θεωρούνταν παλλαϊκά αιτήματα, προτιμώντας τη μαύρη πολιτική κληρονομιά του ισχύοντος Συντάγματος.
Στα διεθνή ΜΜΕ και διάφορες «δεξαμενές σκέψης», όπως για παράδειγμα το Foreign Affairs, επικρατεί μια ανάλογη άποψη. Ότι δηλαδή οι Χιλιανοί ήθελαν αλλαγή, όμως το προτεινόμενο νέο Σύνταγμα ήταν υπερβολικά «ριζοσπαστικό» για να το αποδεχθούν. Οπότε η νέα πρόταση θα πρέπει να είναι πιο μετριοπαθής.
Από τη μεριά του ο Μπόριτς, υπό την πίεση των γεγονότων, απέπεμψε ήδη πέντε υπουργούς, οι οποίοι συνδέονταν με το απορριφθέν νέο Σύνταγμα και χρεώνονται την αποτυχία. Σύμφωνα με τον πολιτικό σχολιασμό που επικρατεί, απομακρύνθηκαν ως υπερβολικά αριστεροί και θα αντικατασταθούν από πιο κεντρώους μετριοπαθείς πολιτικούς.
Επιβεβαιώνεται δηλαδή για άλλη μια φορά η διάθεση της κυβέρνησης Μπόριτς για συμβιβασμό έως και υπόκλιση στις πιέσεις της αντίδρασης. Άλλωστε, αυτό είχε φανεί από το βράδυ των εκλογών όταν μιλούσε για δημοσιονομική υπευθυνότητα.
Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που αν και αναφέρεται συχνά από πολλά μέσα δε συνδέεται με τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Η δημοτικότητα του Μπόριτς και της κυβέρνησής του έχει σημειώσει μεγάλη πτώση από τότε που ανέλαβε τον περασμένο Μάρτιο. Κατά γενική ομολογία αυτή οφείλεται στην απογοήτευση των πιο προοδευτικών ψηφοφόρων που σταδιακά διαπιστώνουν ότι η κυβέρνηση αυτή δεν πρόκειται να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους. Χάνοντας από τα αριστερά και τα δεξιά, ίσως να μην πρέπει να προκαλεί και τόση έκπληξη το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για το νέο Σύνταγμα…