Σχεδόν 5 ώρες κράτησε η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Κίνας, στο περιθώριο της Συνόδου των ΥΠΕΞ του G20 στο Μπαλί της Ινδονησίας.
Τη συζήτηση μονοπώλησε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αντιπαράθεση γύρω από την Ταϊβάν, την οποία χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ ως μοχλό πίεσης κατά του Πεκίνου.
Με τoν ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο χωρών να χτυπάει «κόκκινο», οι δύο υπουργοί δεν μάσησαν τα λόγια τους στις δηλώσεις που έκαναν μετά τη συνάντηση.
Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Αντ. Μπλίνκεν, δήλωσε πως «μοιράστηκα ξανά τις ανησυχίες μας για την ευθυγράμμιση της Κίνας με τη Ρωσία». Ο ανώτατος διπλωμάτης του αιματοβαμμένου αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που είναι υπεύθυνος για δεκάδες επεμβάσεις και πολέμους, τόνισε υποκριτικά πως «είναι πολύ δύσκολο να είναι κανείς ουδέτερος όταν πρόκειται για τέτοια επίθεση».
Σχολίασε πως το Πεκίνο δεν εμπλέκεται στον πόλεμο «με τρόπο που συνιστά ουδετερότητα. Στήριξε τη Ρωσία στον ΟΗΕ. Συνεχίζει να το κάνει. Διευρύνει τη ρωσική προπαγάνδα. Ακόμα και ενώ η Ρωσία ενίσχυε τις δυνάμεις της, ο Πρόεδρος Σι διάλεγε να ανακοινώσει την “εταιρική σχέση χωρίς όρια” με τον Πρόεδρο Πούτιν».
Κατηγόρησε την Κίνα ότι παρέχει προστασία στη Ρωσία στον ΟΗΕ και τους διεθνείς οργανισμούς, ότι αποφεύγει την ευθύνη της ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και κάνει ακόμα και κοινές ασκήσεις μαζί της.
Αναφερόμενος στην κατάσταση στην Ταϊβάν, εξέφρασε τις «βαθιές ανησυχίες των ΗΠΑ για την αυξανόμενη προκλητική ρητορική και δραστηριότητα του Πεκίνου προς την Ταϊβάν». Την ώρα που στην Αμερική εντάσσονται στο νομικό πλαίσιο μεσαιωνικές αντιλήψεις για τις αμβλώσεις και η χώρα συνταράσσεται από μαζικές δολοφονίες με ρατσιστικά κίνητρα, κατηγόρησε το Πεκίνο για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αναφέρθηκε στην «καταπίεση της ελευθερίας, την καταναγκαστική εργασία στο Χονγκ Κονγκ, τη μεταχείριση των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων στο Θιβέτ και τη γενοκτονία στη Σιντζιάνγκ».
Από τη μεριά του ο Κινέζος ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, κόντρα στην επιθετική ρητορική των ΗΠΑ, επεδίωξε να εμφανίσει τη χώρα του ως μια δύναμη ειρήνης και σταθερότητας που επιδιώκει την πολυμέρεια και τη συνεργασία. Επανέλαβε τις γνωστές θέσεις του Πεκίνου σχετικά με την ανάγκη προσήλωσης στις αρχές του «αμοιβαίου σεβασμού», της «ειρηνικής συνύπαρξης» και της «win-win συνεργασίας». Αυτό, είπε, «εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δύο χωρών και των δύο λαών. Είναι επίσης η κοινή φιλοδοξία της διεθνούς κοινότητας».
Δεν παρέλειψε, όμως, να τονίσει ότι «στην παρούσα φάση οι διμερείς δεσμοί εξακολουθούν να είναι κολλημένοι ακόμα στη δύσκολη θέση που δημιούργησε η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ και αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες προκλήσεις».
Πρόσθεσε ότι «οι ΗΠΑ υποφέρουν από μια εντεινόμενη “Κινοφοβία” και αν αυτή η “απειλή πληθωρισμού” αφεθεί ανεξέλεγκτη, η πολιτική τους απέναντι στην Κίνα θα αντιμετωπίσει αδιέξοδο».
Σε ότι αφορά την Ταϊβάν προειδοποίησε την αμερικανική πλευρά να είναι προσεκτική στα λόγια και τις πράξεις της και να μη στέλνει λαθεμένα μηνύματα στις λεγόμενες «δυνάμεις ανεξαρτητοποίησης». Κάλεσε την Ουάσιγκτον να μην υποτιμά τη σθεναρή απόφαση του κινεζικού λαού να διαφυλάξει την εδαφική του ακεραιότητα και να μην κάνει ανατρεπτικά λάθη που μπορεί να καταστρέψουν την ειρήνη στα Στενά της Ταϊβάν.
Ακόμη, στη συνάντηση του G20, ο Γουάγνκ έθεσε εμμέσως τη βασική αρχή ασφαλείας που στηρίζει η Κίνα και ταυτίζεται με το επιχείρημα της Μόσχας για την τροποποίηση του καθεστώτος ασφαλείας στην Ευρώπη σε αντιπαράθεση με τους αμερικανονατοϊκούς. Είπε πως: «Το να θέτει κανείς τη δική του ασφάλεια πάνω από την ασφάλεια των άλλων και να εντείνει τα στρατιωτικά μπλοκ, μόνο θα διχάσει τη διεθνή κοινότητα και θα κάνει τον εαυτό του λιγότερο ασφαλή».
Αν και σύμφωνα με την κρατική κινεζική εφημερίδα Global Times, οι συνεχείς επαφές μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον αποτελούν ένδειξη «της κοινής επιθυμίας των δύο πλευρών να αποφύγουν μια κλιμάκωση», η ρητορική ένθεν κακείθεν μάλλον για το αντίθετο προϊδεάζει.
Συνάντηση Λαβρόφ – Γι στη σύνοδο των G20
Ξεχωριστής σημασίας ήταν η διμερής συνάντηση μεταξύ των ΥΠΕΞ Ρωσίας και Κίνας.
Σύμφωνα με το ρωσικό ΥΠΕΞ, ο Σ. Λαβρόφ ενημέρωσε τον Γουάνγκ Γι για τις εξελίξεις στην Ουκρανία και στο στρατιωτικό επίπεδο, ενώ οι δύο άντρες «συμφώνησαν ότι η επιβολή μονομερών κυρώσεων που καταστρατηγεί τον ΟΗΕ είναι απαράδεκτη».
Σχετική ανακοίνωση ανέφερε πως «οι δύο υπουργοί έδωσαν έμφαση στο ότι Ρωσία και Κίνα συνέχισαν να ενισχύουν τη στρατηγική τους αλληλεπίδραση εν μέσω μιας δύσκολης γεωπολιτικής κατάστασης, λαμβάνοντας ίδιες ή παρόμοιες θέσεις στην τεράστια πλειοψηφία των θεμάτων που συζητιούνται. Επιβεβαίωσαν δε την ετοιμότητά τους να συνεχίσουν να βαθαίνουν τον συντονισμό στην εξωτερική πολιτική».
Ο Λαβρόφ αναφέρθηκε στον συντονισμό των δύο χωρών για να αντιμετωπίσουν «την πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ και οι δορυφόροι τους».
Τόνισε πως η στάση των δύο χωρών «κερδίζει στήριξη και εκτίμηση μεταξύ των συμμετεχόντων στις διεθνείς σχέσεις» σε αντίθεση «με την ανοιχτά επιθετική πολιτική της Δύσης, που αναζητεί τη διατήρηση της προνομιακής της θέσης και ηγεμονίας στις παγκόσμιες σχέσεις».