Η συγχρονισμένη πραγματοποίηση των συνόδων κορυφής του ΝΑΤΟ, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των αρχηγών κρατών της ΕΕ και της G7 (Ομάδα των 7 αρχηγών κρατών: ΗΠΑ, Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Καναδάς, Ιαπωνία) στις 24 Μάρτη στις Βρυξέλλες, ημερομηνία που συμπληρωνόταν ένας μήνας από τη ρώσικη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, αποτύπωσε την πυρετώδη κινητοποίηση του δυτικού στρατοπέδου να συντονίσει τις ενέργειες και να αναθεωρήσει κατευθύνσεις των κέντρων του σε στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά και ενεργειακά ζητήματα, στη νέα διεθνή κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Η παρουσία του Τζ. Μπάιντεν όχι μόνο στη σύνοδο του ΝΑΤΟ και της G7 αλλά και στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έδωσε το στίγμα των επιδιώξεων που προωθούν οι ΗΠΑ σε αυτή νέα συγκυρία. Ο Τζ. Μπάιντεν θέλησε να ενισχύσει την αμερικανοευρωπαϊκή συμπαράταξη που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και να βάλει σε αυτήν τη σφραγίδα τής ηγεμονίας των ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για «ολιστική και πλήρη ενότητα των δημοκρατιών απέναντι στα ισχυρά αυταρχικά καθεστώτα». Για το σκοπό αυτό έδωσε ψυχροπολεμικό τόνο στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία, φτάνοντας ως το σημείο να ζητήσει αποβολή της Ρωσίας από το διακυβερνητικό φόρουμ των ισχυρότερων κρατών, από τη λεγόμενη ομάδα των G20. Ακόμα περισσότερο προχώρησε σε δήλωση ότι ο Πούτιν «δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία», δήλωση που έθεσε ζήτημα ανατροπής του Ρώσου προέδρου, ανεβάζοντας την ψυχροπολεμική ένταση σε τέτοιο ύψος που υποχρέωσε τον Λευκό Οίκο να κάνει εκ των υστέρων «διορθωτικό» σχόλιο και την ΕΕ να πάρει αποστάσεις δηλώνοντας, μέσω του ύπατου εκπροσώπου της στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας Ζ. Μπορέλ, ότι δεν επιδιώκει αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία και τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν να ζητά να μην γίνεται «κλιμάκωση λόγων ή πράξεων».

Στόχος, επίσης, του Μπάιντεν ήταν ακόμη -τώρα που η ΕΕ θέλει ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία- να προωθήσει μια μεγάλη συμφωνία προμήθειας της ΕΕ με αμερικάνικο φυσικό αέριο.


Οι ανακοινώσεις των συνόδων του ΝΑΤΟ, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της G7 ευθυγραμμίστηκαν σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις:
Πρώτο, στο να συνεχίσουν την οικονομική πίεση και τις οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία. Το κοινό ανακοινωθέν του ΝΑΤΟ αναφέρει ότι «θα συνεχίσουμε να επιβάλλουμε πρωτοφανές κόστος στη Ρωσία». Η κοινή δήλωση του Συμβουλίου της ΕΕ επαναλαμβάνει ότι «θα επιβάλουν οικονομικό κόστος στη Ρωσία και τη Λευκορωσία» και τονίζει ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ενισχύσει και ευθυγραμμίσει τα καθεστώτα κυρώσεών τους, μαζί με ομοϊδεάτες εταίρους σε όλο τον κόσμο. Επιπλέον, θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες για τον συντονισμό των αντιδράσεων κατά της παράκαμψης των κυρώσεων».

Η G7 δηλώνει ότι «θα επιβάλουμε σοβαρές συνέπειες στη Ρωσία, μεταξύ άλλων με την πλήρη εφαρμογή των οικονομικών και δημοσιονομικών μέτρων που έχουμε ήδη επιβάλει. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε στενά, μεταξύ άλλων, εμπλέκοντας άλλες κυβερνήσεις στην υιοθέτηση παρόμοιων περιοριστικών μέτρων με αυτά που έχουν ήδη επιβληθεί από τα μέλη της G7 και στην αποχή από την υπεκφυγή, την παράκαμψη που επιδιώκουν να υπονομεύσουν ή να μετριάσουν τα αποτελέσματα των κυρώσεών μας».

Δεύτερο, στην ενίσχυση των στρατιωτικών εξοπλισμών με ανάλογη αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών. Η σύνοδος του ΝΑΤΟ, με περίβλημα τα προκλητικά ψεύδη ότι «διαδίδει τη δημοκρατία, την ελευθερία και την ευημερία» και ότι υπερασπίζεται το «θεμελιώδες δικαίωμα στην αυτοάμυνα» έδωσε νέα ώθηση στους επιθετικούς εξοπλισμούς του. Αποφάσισε «επιτάχυνση των προσπαθειών του για αμυντικές επενδύσεις» και ανάγγειλε ότι «η ασφάλεια δεν έρχεται δωρεάν. Και το να κάνουμε περισσότερα θα κοστίσει περισσότερο. Έτσι, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να διπλασιάσουν τις προσπάθειες για την εκπλήρωση της υπόσχεσης αμυντικών επενδύσεων που δώσαμε το 2014». Παράλληλα στο κοινό ανακοινωθέν πληροφορεί ότι «ενέκρινε τις τέσσερις νέες μάχιμες ομάδες του ΝΑΤΟ. Στη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία. Αυτές είναι επιπλέον των τεσσάρων που βρίσκονται ήδη στις χώρες της Βαλτικής και στην Πολωνία. Έτσι, έχουμε τώρα οκτώ πολυεθνικές μάχιμες ομάδες του ΝΑΤΟ. Από τη Βαλτική Θάλασσα μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Έχουμε 40.000 δυνάμεις υπό την άμεση διοίκηση του ΝΑΤΟ, κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Συμμαχίας. Σε όλη την Ευρώπη, υπάρχουν εκατό χιλιάδες στρατιώτες των ΗΠΑ που υποστηρίζουν τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ. Συμπεριλαμβανομένων πέντε πρωτοφανών ομάδων κρούσης αεροπλανοφόρων από τον υψηλό Βορρά έως τη Μεσόγειο». Οι ηγέτες του ΝΑΤΟ συμφώνησαν, τέλος, να «επαναπροσδιορίσουν» τα στρατιωτικά σχέδιά του στη σύνοδό τους στη Μαδρίτη τον Ιούνιο.

Η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου πήρε και αυτή αποφάσεις για τα στρατιωτικά σχέδια της ΕΕ, που τους έχει δοθεί ο τίτλος «Στρατηγική Πυξίδα». Το βασικό περιεχόμενό τους το περιέγραψε η δήλωση του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ Ζ. Μπορέλ οτι «η ΕΕ πρέπει να μάθει την γλώσσα της ισχύος». Σύμφωνα με αυτά η ΕΕ «θα ξοδεύει περισσότερα και αποδοτικότερα στην Άμυνα και θα βελτιώνει την ανάπτυξη και το σχεδιασμό των ικανοτήτων της για να αναπτύξει στρατιωτικές δυνατότητες αιχμής» και «θα ενισχύσει τη στρατιωτική κινητικότητα και θα ενδυναμώσει τις στρατιωτικές και μη στρατιωτικές αποστολές της ΕΕ». Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 2025, τη νέα Ευρωπαϊκή Δυνατότητα Ταχείας Ανάπτυξης, ένα ευρωπαϊκό στρατιωτικό σώμα με 5.000 άτομα.

Τρίτο, στη συνέχιση της επεκτατικής πολιτικής προς τα ανατολικά και προς τα σύνορα της Ρωσίας. Η σύνοδος του ΝΑΤΟ «επιβεβαίωσε την ισχυρή δέσμευσή της στην πολιτική ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ» ενώ η σύνοδος της ΕΕ «επιβεβαίωσε την αναγνώριση των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών και την ευρωπαϊκή επιλογή της Ουκρανίας», δηλαδή, την πολιτική ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στην ΕΕ.

Τέταρτο, στην άσκηση πίεσης στην Κίνα. Το κοινό ανακοινωθέν του ΝΑΤΟ καλεί την Κίνα «να χρησιμοποιήσει την επιρροή της στη Ρωσία», «να σταματήσει να ενισχύει τις ψευδείς αφηγήσεις του Κρεμλίνου, ιδίως όσον αφορά τον πόλεμο και το ΝΑΤΟ» και «να απέχει από την υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας της Ρωσίας με οποιονδήποτε τρόπο και να απέχει από κάθε ενέργεια που βοηθά τη Ρωσία να παρακάμψει τις κυρώσεις». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ασχολήθηκε με την Κίνα ως «συστηματικό αντίπαλο, οικονομικό ανταγωνιστή και εταίρο συνεργασίας», εκφράζοντας την «ανησυχία» του για την «εμπλοκή της Κίνας σε περιφερειακές εντάσεις» και για «το άνοιγμα της ψαλίδας του οικονομικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε Κίνα και ΕΕ».

Πέμπτο, στη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία. Οι ηγέτες της G7 στην κοινή δήλωσή τους «δεσμεύτηκαν να υποστηρίξουν ενεργά τις χώρες που επιθυμούν να μειώσουν σταδιακά την εξάρτησή τους από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα» και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με τη δική του κοινή δήλωση, επίσης, καλεί σε «μείωση της εξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και σε επιτάχυνση της μετάβασης σε καθαρή ενέργεια».

Ωστόσο, η επίλυση του μεγάλου ενεργειακού προβλήματος που έχει δημιουργηθεί με τον πόλεμο στην Ουκρανία αναδεικνύεται σε ένα καυτό πρόβλημα για την ΕΕ. Από τη μια, για την αντιμετώπισή του ανακοινώθηκε η συνεργασία ΕΕ και ΗΠΑ για να προμηθευτεί η πρώτη υγροποιημένο φυσικό αέριο από τη δεύτερη. Όμως αυτή δεν μπορεί να καλύψει παρά μόνο ένα μέρος της ενεργειακής προμήθειας που έκανε η Ρωσία και επί πλέον θα ανεβάσει σημαντικά το ενεργειακό κόστος στην Ευρώπη. Άμεση ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία δεν μπορεί να υπάρξει και η Ρωσία δεν παύει να εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση και να ασκεί τις δικές της πιέσεις στη Δύση, όπως έκανε με την πρότασή του ο Πούτιν ότι εφεξής η πληρωμή του ρώσικου αέριου θα γίνεται με ρούβλια. Η πρόταση απορρίφθηκε μεν από την G7, αλλά η ανταπάντηση του Κρεμλίνου ήταν ότι «προφανώς δεν πρόκειται να προμηθεύουμε αέριο δωρεάν. Δεν θα κάνουμε φιλανθρωπία» και ότι «η απόρριψη των ρωσικών υδρογονανθράκων θα οδηγήσει σε κολοσσιαίες συνέπειες… αν οι χώρες αρνηθούν να αγοράσουν φυσικό αέριο σε ρούβλια, τότε αυτό θα μετατραπεί σε κρίση μη πληρωμών».

Μπροστά στον ενεργειακό κόμπο έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται διχογνωμίες μέσα στην ΕΕ, μια από τις οποίες σημειώθηκε στην πρόταση για κοινή προμήθεια αερίου από την ΕΕ που στήριξαν η Γαλλία και χώρες της Νότιας Ευρώπης, ως μέσο αντιμετώπισης της ανόδου του ενεργειακού κόστους, αλλά αυτή προσέκρουσε στις αντιρρήσεις της Γερμανίας και χωρών της Βόρειας Ευρώπης. Αντιθέσεις εκδηλώθηκαν και σε προτάσεις για να τεθούν πλαφόν στις τιμές ενέργειας.

Τα συμπεράσματα των συνόδων κορυφής ΝΑΤΟ, ΕΕ, G7 πιστοποίησαν ότι με τον πόλεμο στην Ουκρανία άνοιξε μια περίοδος μεγαλύτερης όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, που γίνονται πιο επικίνδυνοι μέσα σε συνθήκες εντεινόμενης οικονομικής και ενεργειακής κρίσης, καθώς ενισχύονται με την αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών και την κλιμάκωση της στρατιωτικής δράσης.