Αύξηση της κερδοφορίας του εφοπλιστικού κεφαλαίουστις πλάτες των εργαζομένων
Μετά τις υπέρογκες αυξήσεις των τελευταίων ετών στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, οι ακτοπλοϊκές εταιρείες συνεχίζουν και φέτος -και μάλιστα εν μέσω καλοκαιριού- να αυξάνουν τις τιμές. Πέρα από τις καλοκαιρινές διακοπές που έχουν μετατραπεί πλέον σε είδος πολυτελείας, η αισχροκέρδεια των εφοπλιστών και ακτοπλόων πλήττει τη μετακίνηση δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της νησιωτικής Ελλάδας, που χρειάζεται να μετακινούνται στην Αθήνα είτε για ιατρική περίθαλψη είτε για μία σειρά άλλες υποχρεώσεις και ανάγκες που δεν μπορούν να καλυφτούν στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους.
Είναι ενδεικτικό ότι για ένα ταξίδι στην Πάρο δύο άτομα με ΙΧ θα χρειαστεί να πληρώσουν μετ’ επιστροφής 432 ευρώ, για τη Νάξο 440 ευρώ, ενώ το πλοίο προς Χίο θα κοστίσει 404 ευρώ. Την ίδια ώρα, μια τετραμελής οικογένεια για να πάει Ηράκλειο με ΙΧ θα ξοδέψει 650 ευρώ ενώ για Ρόδο θα πρέπει να καταβάλλει το εξωπραγματικό ποσό των 1.000 ευρώ.
Συνολικά, την τελευταία πενταετία η αύξηση εισιτηρίων για προορισμούς όπως η Σάμος, η Ικαρία, τα Χανιά, η Κεφαλλονιά κλπ έχουν ξεπεράσει το 45%.
Ειδικότερα φέτος, με βάση έρευνα της πλατφόρμας Vivanoda, διαπιστώνεται ότι οι αυξήσεις φτάνουν έως το 101%, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις μετακινήσεις Πάρος-Σύρος και Λέρος-Λειψοί. Τα ταχύπλοα -τόσο σε κύριες γραμμές όσο και σε ενδονησιωτικές- ανεβοκατεβάζουν τις τιμές ανάλογα με το πόσα ταχύπλοα διαφορετικών εταιρειών συμπίπτουν τις ίδιες ημέρες στις γραμμές. Παράλληλα, διαφορά στις τιμές καταγράφονται σε ορισμένες περιπτώσεις μεταξύ και των διαφορετικών ταχύπλοων της ίδιας εταιρείας.
Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν εκπρόσωποι των ακτοπλοϊκών εταιρειών για να δικαιολογήσουν τις αυξήσεις, είναι τουλάχιστον αστεία. Κάνουν λόγο για την αύξηση των καυσίμων, για τον υψηλό ΦΠΑ για το γεγονός ότι «δεν έχουν την δυνατότητα πχ των τρένων που μπορούν σε περιόδους χαμηλής κερδοφορίας να μειώνουν βαγόνια» και φτάνουν στο σημείο να μιλάνε ακόμα και για την αύξηση των μισθών των ναυτεργατών που τους «αναγκάζει» να προχωρήσουν σε αυξήσεις των εισιτηρίων.
Στην πραγματικότητα τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να δικαιολογήσει το παιχνίδι κερδοφορίας που στήνεται με τις τσέπες των επιβατών. Να θυμίσουμε ότι οι ακτοπλοϊκές εταιρείες απολαμβάνουν αφορολόγητο πετρέλαιο, ενώ επιπλέον επιδοτούνται με κρατική χρηματοδότηση για ενδονησιωτικές και άγονες γραμμές. Στα χρόνια της εκτίναξης των τιμών -που οι εφοπλιστές παρουσιάζουν ως «αναγκαστική» επιλογή την εκτίναξη των εισιτηρίων- τα κέρδη αυτών των εταιρειών όχι απλά δεν πέφτουν, όχι απλά δεν μένουν σταθερά, αλλά αυξάνονται.
Για τα έτη 2021 και 2022 ο όμιλος Grimaldi (Minoan Lines) είχε 80,6 και 222,2 εκατ. ευρώ κέρδη αντίστοιχα, ενώ η Attica Group αύξησε τα κέρδη της κατά 38%, αποκομίζοντας καθαρά κέρδη 17,5 εκατ. ευρώ».
Από το 2010 έως και το 2024 η συνολική αύξηση γι’ αυτά τα 15 χρόνια των μισθών των ναυτικών είναι 20,5%. Επιπλέον οι ναυτικοί εργάζονται πέραν του 8ώρου σε όλα τα πλοία όλων των εταιρειών και πολλές από αυτές τις υπερωρίες δεν τις πληρώνονται. Οι αυξήσεις στις ΣΣΕ ακτοπλοΐας από το 2020 έως το 2024 είναι 14,6%. Αυτές είναι οι «αυξήσεις» μισθών των ναυτεργατών, οι οποίοι μαζί με όλους τους εργαζόμενους της χώρας πρέπει πλέον να καταβάλουν από έναν μισθό και πάνω για να κάνουν διακοπές.
Και επειδή οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων δεν αφορούν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες και την ανάγκη των διακοπών, ας αναλογιστούμε τι ποσό πρέπει να καταβάλει ένας κάτοικος νησιού ο οποίος πρέπει να μετακινείται στην Αθήνα για χημειοθεραπείες, αιμοκαθάρσεις, ιατρικές εξετάσεις, επεμβάσεις, τι ποσό πρέπει να καταβάλει ένας εκπαιδευτικός ενός νησιού που κατάγεται από άλλον τόπο, ένας φοιτητής που σπουδάζει στην Αθήνα ή σε κάποια μεγάλη πόλη, αλλά κατάγεται από νησί, και γενικότερα ένας κάτοικος νησιού που θέλει να μετακινηθεί για εκπαιδευτικούς, προσωπικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους.
Η κυβέρνηση και το υπουργείο Ναυτιλίας παρακολουθούν ως θεατές το «όργιο της αισχροκέρδειας στις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων».
Στις αρχές Ιουνίου και ενώ το θέμα των τιμών των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων είχε «φουντώσει», ο κ. Στυλιανίδης μιλώντας στην ΕΡΤ είχε αναφέρει ότι το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει, γιατί η αγορά είναι ελεύθερη. Είχε χαρακτηρίσει, μάλιστα, λάθος μια τέτοια παρέμβαση. «Εάν επιβάλλαμε τιμές και αγνοούσαμε το πώς κινείται η αγορά και ο ανταγωνισμός, τελικά θα καταλήγαμε να μην είχαμε πλοία» είχε πει.
Το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει στο εφοπλιστικό κεφάλαιο και τις ακτοπλοϊκές εταιρείες τις οποίες, όμως, (ιδιωτικές εταιρείες) μπορεί να επιδοτεί με κρατικό χρήμα για να εκτελούν δρομολόγια (από τα οποία βγάζουν κέρδος) ή για να ανανεώνουν τον στόλο τους. Μπορεί επίσης να τις φοροαπαλλάσσει από μία σειρά φόρους που όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρομεσαίοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν.
Ο κ. Στυλιανίδης φρόντισε βέβαια να ενημερώσει ότι στο υπουργείο λειτουργεί Παρατηρητήριο Τιμών, μέσω του οποίου ελέγχουν τις τιμές των εισιτηρίων, κάνουν συστάσεις στις ακτοπλοϊκές εταιρείες και εάν χρειαστεί θα καταλήξουν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Μάλιστα ο Κ. Στυλιανίδης ζήτησε τελικά την παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με την οποία στην καλύτερη περίπτωση θα ενεργοποιηθούν κάποια πακέτα προσφορών που ήδη έχουν στα συρτάρια τους οι εταιρείες, στην χειρότερη θα μας ενημερώσει ότι όλα βαίνουν με νόμιμο τρόπο.