Η πειθαρχική δίωξη ενάντια στην αγωνίστρια εκπαιδευτικό Χρύσα Χοτζόγλου, ο οποία τέθηκε σε δυνητική αργία με απόφαση του Πιερρακάκη πρώην -πλέον- υπουργού Παιδείας, αποτελεί μια εξαιρετικά σοβαρή κλιμάκωση της κυβερνητικής επίθεσης με πολλαπλές στοχεύσεις. Από τη μια πλευρά μπαίνει στο στόχαστρο της κυβέρνησης η συνδικαλιστική δράση. Άλλωστε το «αδίκημα» της Χ.Χ. ήταν ότι υλοποιώντας τις συλλογικές αγωνιστικές αποφάσεις των εκπαιδευτικών σωματείων, ανάμεσά τους και η ΕΛΜΕ Πειραιά, συμμετείχε σε κινητοποίηση ενάντια στην αξιολόγηση. Η πρωτοφανής όσο και εξοργιστική απόφαση του Πιερρακάκη να θέσει την αγωνίστρια εκπαιδευτικό σε δυνητική αργία ήρθε έπειτα από την ομόφωνη αθωωτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου για το ίδιο «αδίκημα». Την ίδια στιγμή η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει στήσει μια κανονική βιομηχανία διώξεων νεοδιόριστων εκπαιδευτικών, σε μια λίστα που αριθμεί πάνω από 2000 δασκάλους και καθηγητές και ο κατάλογος διαρκώς μεγαλώνει. Το κοινό «έγκλημα» όλων των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών είναι πως και εκείνοι υλοποιούν τις συλλογικές αποφάσεις των ΟΛΜΕ – ΔΟΕ – ΑΔΕΔΥ και των πρωτοβάθμιων σωματείων, συμμετέχοντας στην απεργία-αποχή από την ατομική αξιολόγηση. Η κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκει να χτυπήσει το δημοκρατικό δικαίωμα στην απεργία. Να ποινικοποιήσει τη συνδικαλιστική δράση με στόχο να κάμψει τις σημαντικές αγωνιστικές αντιστάσεις που εκδηλώνονται στην εκπαίδευση ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική. Παράλληλα θέλει να στείλει ευρύτερα το μήνυμα πως τα συνδικαλιστικά αλλά και δημοκρατικά δικαιώματα αμφισβητούνται ευθέως και ανοιχτά.
Από την άλλη μεριά, μόλις ελάχιστες ημέρες μετά την ιστορικών διαστάσεων γενική απεργία στις 28/2, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης -παριστάνοντας πως δεν κατάλαβε τίποτα και πως τάχα «πήρε το μήνυμα»- ανακοίνωσε από το βήμα της βουλής ότι προωθεί άμεσα τη συνταγματική αναθεώρηση με σκοπό την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο. Από την εποχή των μνημονιακών κυβερνήσεων και από τη θέση του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ο Μητσοτάκης δεν είχε κρύψει ποτέ τις πάγιες αντιδραστικές θέσεις του για την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο. Σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ θεωρεί ότι έχει την «χρυσή ευκαιρία» να βάλει βόμβα στα θεμέλια των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο, υλοποιώντας μια πάγια απαίτηση τόσο της εγχώριας ολιγαρχίας όσο και των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών.
Τα επιχειρήματα του Μητσοτάκη με τα οποία θέλει να προωθήσει την άρση της μονιμότητας αλλά και η συγκυρία στην οποία τα προβάλλει συνιστούν μια κανονική αθλιότητα. Δύο χρόνια μετά το έγκλημα στα Τέμπη -και ενώ τα αποκαλυπτικά στοιχεία που δείχνουν το μέγεθος της κυβερνητικής συγκάλυψης και του μπαζώματος διαδέχονται το ένα το άλλο αφήνοντας έκθετη την κυβέρνηση- ο Μητσοτάκης με θράσος τολμά και μιλά για αξιολόγηση. Διαχωρίζει τους εργαζόμενους στο Δημόσιο ανάμεσα στους «ικανούς» και τους «ανίκανους», τους «συνεπείς» και τους «ασυνεπείς» για να τους δείξει την πόρτα της εξόδου από την εργασία, ανοίγοντας το δρόμο στις απολύσεις.
Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη έχει κηρύξει τον πόλεμο με τους εργαζόμενους στο Δημόσιο τομέα. Η δυνητική αργία της Χ.Χ αποτελεί την κυβερνητική τροχιοδεικτική βολή. Η υπεράσπισή της, η επαναφορά της στην εργασία και η απαλλαγή της από όλες τις ανυπόστατες κατηγορίες δεν αφορά μόνο τους εκπαιδευτικούς αλλά συνολικά το δημοσιοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα. Αφορά στην υπεράσπιση της σταθερής και μόνιμης εργασίας στο Δημόσιο.
Μέχρι τώρα η ηγεσία της ΟΛΜΕ (η Χ.Χ προέρχεται από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση) είναι εντελώς αναντίστοιχη απέναντι στην κρισιμότητα της κατάστασης. Οι γραφειοκράτες των ΔΑΚΕ (ΝΔ) – ΣΥΝΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ) – ΠΕΚ (ΠΑΣΟΚ) με την αρωγή της ΑΣΕ (ΠΑΜΕ/ΚΚΕ) κρατούν τακτική χαμηλών τόνων. Αντιμετωπίζουν την πρωτοφανή δίωξη της Χ.Χ με ξέπνοες και δειλές ανακοινώσεις λίγων αράδων, αρνούμενοι να αναλάβουν την ευθύνη της υπεράσπισης της αγωνίστριας εκπαιδευτικού με όρους μαζικούς και αγωνιστικούς. Κι αν για τον φιλοκυβερνητικό συνδικαλισμό (ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ – ΠΕΚ) αυτή η εξέλιξη είναι μια αναμενόμενη στάση, αλγεινή εντύπωση προκαλεί η στάση των δυνάμεων του ΠΑΜΕ που στο όνομα της «ενότητας του κλάδου» ταυτίζονται μαζί τους. Και είναι διπλά προκλητική η στάση του ΠΑΜΕ γιατί έχει ευθύνη για την υπονομευτική τους στάση εδώ και δύο σχεδόν χρόνια στην ΕΛΜΕ Πειραιά. Με τη στάση που κράτησε υπέσκαψε συστηματικά κάθε προσπάθεια να αναπτυχθεί ο αγώνας ενάντια στις διώξεις στην ΕΛΜΕ Πειραιά, μέλος της οποίας είναι και η Χ.Χ.
Η υπεράσπιση της αγωνίστριας εκπαιδευτικού πρέπει να γίνει υπόθεση των σωματείων τόσο στην εκπαίδευση όσο και ευρύτερα στο Δημόσιο Τομέα. Είναι λανθασμένη και επιζήμια η αντίληψη που θεωρεί πως τα σωματεία δεν μπορούν πλέον να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο γιατί ούτε λίγο-ούτε πολύ έχουν χρεοκοπήσει. Η εμπειρία της γενικής απεργίας στις 28/2 έδειξε ότι η μεγιστοποίηση της πίεσης μπορεί να φέρει αποτελέσματα ακόμα και στις πιο συμβιβασμένες και ξεπουλημένες ηγεσίες όπως αυτή της ΓΣΕΕ. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση τώρα, τα πρωτοβάθμια σωματεία και οι ταξικές δυνάμεις μέσα σε αυτά πρέπει να αναδείξουν ως κεφαλαιώδες ζήτημα τη συνδικαλιστική δίωξη, ως προπομπό για απολύσεις στο Δημόσιο τομέα. Επιπλέον να ασκήσουν τη μέγιστη πίεση προς τις Ομοσπονδίες αλλά και την ΑΔΕΔΥ ώστε να αναπτυχθεί ο αναγκαίος αγώνας για να παρθεί τώρα πίσω η δίωξη της Χ.Χ αλλά και να μην περάσει η πολιτική της άρσης της μονιμότητας στο Δημόσιο.