Πραγματοποιήθηκε 5-6 Οκτώβρη η διήμερη Σύνοδος Κορυφής των 27 κρατών-μελών της ΕΕ στη Σλοβενία, με θέματα τη συνεργασία της ΕΕ με τα δυτικά Βαλκάνια (Σερβία, Κόσοβο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία), την αύξηση των τιμών της ενέργειας, τις ανατιμήσεις, την αύξηση του κόστους μεταφοράς κ.ά. Ωστόσο, το ουσιαστικό ζήτημα που απασχόλησε στο «δείπνο εργασίας» των 27 κρατών-μελών ήταν η σύναψη του Συμφώνου στρατιωτικής συνεργασίας που υπέγραψε η ΗΠΑ με την Αυστραλία και τη Βρετανία (AUKUS), καθώς και το ζήτημα της μονομερούς άρον-άρον αποχώρησης των αμερικάνικων στρατιωτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, που οπωσδήποτε σηματοδοτεί εξελίξεις και μέσα στην ΕΕ. Στην επιστολή-πρόσκλησή του στους «27», ο πρόεδρος του ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ τονίζει ότι: «…Πρέπει να ακολουθήσουμε μια στρατηγική πορεία δράσης και να αυξήσουμε την ικανότητά μας να ενεργούμε αυτόνομα για να προστατεύσουμε τα συμφέροντά μας, να υποστηρίξουμε τις αξίες και τον τρόπο ζωής μας και να βοηθήσουμε στη διαμόρφωση του παγκόσμιου μέλλοντος (…) Οι στόχοι μας από αυτή την άποψη δεν έχουν αλλάξει, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις απαιτούν από εμάς να σκεφτούμε πώς να τους επιτύχουμε καλύτερα (…) Θα εξεταστούν τρόποι περαιτέρω εμβάθυνσης του πολιτικού μας διαλόγου, της συνεργασίας μας για την ασφάλεια και της στρατηγικής δραστηριοποίησής μας».
Γίνεται απολύτως κατανοητό πως η AUKUS ήδη λειτουργεί σαν καταλύτης για την αναδιάταξη των ιμπεριαλιστικών κρατών, για την εκτίμηση της στρατιωτικής ισχύος τους, για τις δυνατότητες παρέμβασής τους, για τη συγκρότηση μετώπων και συμμαχιών, για τον οικονομικό και εμπορικό ανταγωνισμό, για τη διατήρηση των σφαιρών επιρροής τους. Με λίγα λόγια δημιουργούνται συνθήκες και όροι μεγάλων παγκόσμιων γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Η μετατόπιση της αμερικάνικης στρατηγικής προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού αποτελεί μία πολυεπίπεδη κλιμάκωση, στην οποία ο αγγλοσαξονικός άξονας (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία) μαζί με την Ιαπωνία και Ινδία επιχειρούν να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο. Κάτι τέτοιο οδηγεί την Ευρώπη σε αναστάτωση και σύγχυση. Η μεταπολεμική οικονομική της στήριξη από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό (Σχέδιο Μάρσαλ), η σύσταση του ΝΑΤΟ, ο ψυχρός πόλεμος, το δόγμα της «τρομοκρατίας», η «αντιπυραυλική ασπίδα» κατά της Ρωσίας, οι στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ, που δημιούργησαν μία σχέση-εξάρτηση κάτω από την ηγεμονία των ΗΠΑ, μεταβάλλονται. Η σχεδόν 70χρονη δημιουργία της ΕΟΚ, της Ευρατόμ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης Άνθρακα και Χάλυβα, που συγκροτήθηκαν αργότερα σε ΕΕ, αποτελούσαν προσπάθειες απεξάρτησης από τον στενό έλεγχο της Ουάσιγκτον, με τον γερμανογαλλικό άξονα να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Αν οι αμερικανικές ενδοαστικές αντιθέσεις αποτελούν σημείο τριβής στην αμερικάνικη πολιτική, οι αντιπαραθέσεις και τα συμφέροντα των επιμέρους αστικών τάξεων της ΕΕ, κινούνται σε πολλαπλάσιο ρυθμό -καθώς η ΕΕ δεν αποτελεί ενιαίο έθνος- και οδηγούν σχεδόν πάντα σε ένα μίνιμουμ Συμφωνιών, Κανονισμών και Συνθηκών, οι οποίες μπροστά σε κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις αθετούνται ή παρακάμπτονται. Τα δύο σταθερά σημεία παραμένουν πάντα ο αντικομμουνισμός και ο εχθρός – λαός.
Οι χρόνιες αντιθέσεις της -σε ό,τι αφορά την «ομοσπονδιοποίηση», τον ευρωστρατό, το Σύμφωνο Σταθερότητας, το ευρωσύνταγμα, τα ευρωομόλογα, την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», τον ακολουθητισμό στις αμερικανοΝΑΤΟικές αποφάσεις, την αμερικανική επιρροή σε πολλά κράτη-μέλη κλπ- βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια, προκαλώντας σοβαρές ρωγμές στο ήδη αποδιοργανωμένο, μετά την έξοδο της Βρετανίας, ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα. Παράλληλα, αναδεικνύεται και η αδυναμία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να κρατήσει κάτω από τη στρατιωτική του ισχύ, τόσο περιοχές της Μέσης Ανατολής, όσο και της Ν.Δ.Ασίας και να διευθύνει με τη μπαγκέτα του το γερμανογαλλικό άξονα, του οποίου οι αντιθέσεις με τη ΝΑΤΟική πολιτική παίρνουν οξύτερο χαρακτήρα. Ο μέχρι σήμερα ενιαίος Δυτικός ιμπεριαλισμός, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ ρηγματώνεται, αναπροσαρμόζεται, αναδιατάσσεται, εξ αιτίας των μεγάλων πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών και κοινωνικών αποκλίσεων. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία ρευστή κατάσταση σοβαρών και επικίνδυνων ανακατατάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο, στις οποίες το προοδευτικό, αριστερό, κομμουνιστικό κίνημα, βρίσκεται σε υποχώρηση, αδύναμο να πάρει πρωτοβουλίες.
Η Γαλλία -πέρα από την ακύρωση της συμφωνίας για την αγορά 16 υποβρυχίων ύψους 56 δισ. δολαρίων- θεωρεί ότι οι αποικιοκρατικές της επαφές στην περιοχή του Ειρηνικού παρακάμφθηκαν με απαξιωτικό τρόπο από τις ΗΠΑ, και μαζί της ολόκληρη η ΕΕ. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θεωρεί αγγλοσαξονική υπόθεση το πλευροκόπημα της Κίνας, αγνοώντας τις εκρηκτικές δηλώσεις Μακρόν ή ακόμα και τις τυχόν επιπτώσεις των ευρωπαϊκών αντιδράσεων ή και τα ρήγματα που μπορεί να υπάρξουν στο ΝΑΤΟ. Αυτό δείχνει την οριστική απόφαση των ΗΠΑ να αναπροσανατολίσουν τις οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές βλέψεις προς τον Ινδο-Ειρηνικό. Το γεγονός ότι η μεταπολεμική Ευρώπη σύρθηκε στις αμερικανικές οικονομικές και στρατιωτικές επιλογές αποτελεί σημείο τριβής και κριτικής στη Σύνοδο Κορυφής της Σλοβενίας. Εξάλλου η άμεση συγκρότηση του «ευρωστρατού» αποτελεί -τουλάχιστον για τη Γαλλία- την πλέον βασική προτεραιότητα της Ευρώπης. Από τη Συνθήκη της Νίκαιας (2000) που επικύρωσε την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και έβαλε στο τραπέζι το ζήτημα της «στρατηγικής αυτονομίας», η απόφαση παραμένει εν υπνώσει. Μπορεί κατά καιρούς η Γερμανία και η Γαλλία να απειλούσαν μέσα στο ΝΑΤΟ, όμως αυτό ήταν που κάτω από την κυριαρχία των ΗΠΑ σφράγιζε και συνεχίζει να σφραγίζει τις τύχες των χωρών της ΕΕ. Το μέλλον θα δείξει αν και κατά πόσο μπορεί να μετατοπιστεί προς την πλευρά των ευρωπαίων ο ΝΑΤΟικός άξονας σε ό,τι αφορά την πολιτική ασφάλειας της Ευρώπης.
Η προσέγγιση Μπάιντεν στη Σύνοδο ΕΕ-ΗΠΑ του Ιούνη με το «η Αμερική επέστρεψε», και το μετέπειτα «άδειασμα» της ΕΕ με τη Συμφωνία του ΑUKUS, αποτελεί στην πράξη την ενιαία γραμμή τού «Πρώτα η Αμερική» που εγκαινίασε ο Τραμπ, βλέποντας τη δυσκολία των ΗΠΑ να καθοδηγήσουν συγχρόνως τα δύο μέτωπα, Ευρώπης-Μέσης Ανατολής και Ειρηνικού. Η απόφαση των ΗΠΑ να επιλέξουν το δεύτερο, περικυκλώνοντας πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά την Κίνα, αφήνει την ΕΕ κυριολεκτικά στα «κρύα του λουτρού», πολύ περισσότερο και με τη σημαντική αποχώρηση της Βρετανίας. Αυτό το κενό καλούνται -στο μέτρο που τους αναλογεί- να αναπληρώσουν οι Ευρωπαίοι, με τη Γαλλία να αναλαμβάνει τις πρωτοβουλίες, για μία Σύνοδο Κορυφής (το Μάρτη) με αποκλειστικό θέμα την «ευρωπαϊκή άμυνα».
Εξάλλου, η σύναψη της συμφωνίας ασφάλειας AUKUS, χωρίς την οποιαδήποτε διαβούλευση με την ΕΕ, δημιουργεί δυσαρέσκεια στα περισσότερα κράτη-μέλη, με δεδομένες τις συμφέρουσες εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις τους με την Κίνα. Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τότε που η ΕΕ χαρακτήρισε το Πεκίνο «στρατηγικό αντίπαλο». Από τότε πολλά έχουν αλλάξει. Μάλιστα, μετά τα τελευταία γεγονότα, πολλά από τα κράτη-μέλη αναθεωρούν τη στάση τους, θεωρώντας προβληματική και πάντως ασύμφορη μία συμπαράταξη της ΕΕ με τις ΗΠΑ στη σύγκρουσή τους με την Κίνα. Η παρουσία της Μέρκελ στο «δείπνο εργασίας», έχει σαν στόχο τη βολιδοσκόπηση του Βερολίνου αν τελικά αλλάξει τη στάση του απέναντι στην Κίνα.
Κάτω από τις ραγδαίες εξελίξεις, η προσπάθεια προσεταιρισμού των χωρών των δυτικών Βαλκανίων, συνιστά μονόδρομο για την ΕΕ. Προς το παρόν βέβαια θέμα διεύρυνσης της ΕΕ δεν μπαίνει, καθώς η Γερμανία δεν έχει συγκροτήσει ακόμα κυβέρνηση, η δε Γαλλία βρίσκεται σε τροχιά προεκλογικής περιόδου. Αυτό που απασχολεί την ηγεσία των ισχυρών χωρών της ΕΕ δεν φαίνεται να είναι τόσο η άμεση διεύρυνση με νέες χώρες, όσο η αποχώρηση χωρών, καθώς μετά την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας, τώρα έχει ανοίξει συζήτηση και για την Πολωνία.
Για τους ευρωπαϊκούς λαούς προέχει το ξεσκέπασμα της αντιδραστικής προπαγάνδας γύρω από τα δήθεν «οφέλη» που προέκυψαν από την ένταξή τους στην ΕΕ και τους μελλοντικούς ιμπεριαλιστικούς της στόχους, που αποτέλεσαν και αποτελούν μοχλούς ιδεολογικοπολιτικής χειραγώγησης, ενσωμάτωσης και εξαπάτησης. Απέναντι σ’ αυτή τη χυδαία προπαγάνδα που γίνεται τάχα προς όφελος των Ευρωπαϊκών λαών, θα πρέπει να αντιταχθεί η πιο πλατιά κινητοποίηση των εργατολαϊκών δυνάμεων. Δεν χωρεί καμία αμφιβολία πως οι λαοί δεν επιθυμούν τις επιθετικές κατευθύνσεις, τις οποίες πλήρωσαν πολύ ακριβά στους δύο παγκόσμιους πολέμους που έγιναν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Τα λαϊκά συμφέροντα είναι ριζικά αντίθετα από την κατεύθυνση της «αυτόνομης στρατηγικής», και κατά συνέπεια την απορρίπτουν. Κι ακόμα παραπέρα, οι λαοί δεν έχουν καμία θέση μέσα στο αντιδραστικό οικοδόμημα της ΕΕ, όπου τους αφαιρούνται τα εθνικά κυριαρχικά τους δικαιώματα, το δικαίωμα να αποφασίζουν για όλα τα πολιτικά ζητήματα, τους χαλκεύονται πιο βαριά καπιταλιστικά δεσμά στην οικονομική ζωή, τους καθορίζεται με αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις η πορεία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, τους επιτάσσεται να σέρνονται στο άρμα των ιμπεριαλιστικών αποστολών, εκστρατειών και πολέμων.