Η πανεργατική απεργία που προκήρυξαν για τις 6 Απρίλη η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ θα πραγματοποιηθεί σε μια χρονική περίοδο όπου τα εργατικά και λαϊκά προβλήματα γνωρίζουν μια τεράστια όξυνση.
Θα πραγματοποιηθεί μέσα στη δραματική συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία, η οποία συσσωρεύει νέες βαριές οικονομικές συνέπειες, η αντιμετώπιση των οποίων μετασχηματίζεται από την ΕΕ, την κυβέρνηση και το κεφάλαιο σε μια πολιτική ακόμα πιο διευρυμένης οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής των εργαζομένων.
Θα πραγματοποιηθεί ύστερα από μια μακρά περίοδο σχεδόν ενός χρόνου, όπου -παρά τα συνεχή αντεργατικά χτυπήματα της κυβέρνησης- οι ηγεσίες των ανώτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων αρνούνταν να οργανώσουν απεργιακές κινητοποιήσεις απόκρουσης της κυβερνητικής πολιτικής.
Θα πραγματοποιηθεί κάτω από το βάρος της αφόρητης κατάστασης που ζει η πλατιά μάζα των εργαζομένων, κάτω από την πίεση που αυτή ασκεί στα συνδικάτα γιατί θέλει να αντιδράσει και να προβάλει την αντίστασή της στην αντεργατική λαίλαπα που τη θερίζει.
Γι’ αυτό και αποκτά ιδιαίτερη σημασία η επιτυχία της πανεργατικής απεργίας της 6ης Απρίλη.
Θα πρέπει να γίνει μέρα πλατιάς κινητοποίησης της εργατικής τάξης και καθολικής συμμετοχής στην 24ωρη απεργία, ώστε να ακινητοποιήσει τις οικονομικές λειτουργίες και να ασκήσει ισχυρή πίεση στην κυβέρνηση και την εργοδοσία.
Θα πρέπει να γίνει μέρα μαζικών εργατοϋπαλληλικών διαδηλώσεων για τη διεκδίκηση των εργατικών αιτημάτων και την υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων.
Η μεγάλη όξυνση των εργατικών προβλημάτων προέρχεται από πολλές συνιστώσες. Πρώτα απ’ όλα, οφείλεται στη βαθιά αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη των τελευταίων 2,5 χρόνων, που υπηρετεί χωρίς περιστροφές τα συμφέροντα της εργοδοσίας, νομοθετεί υπέρ των πιο εκμεταλλευτικών σχέσεων εργασίας (εδραίωση ελαστικών σχέσεων εργασίας, απλήρωτες υπερωρίες,10ωρα, πληρωμή σε ρεπό, τηλεργασία, ατομικές συμβάσεις εργασίας κτλ) και ενισχύει ένα κύμα μαζικών εργατικών απολύσεων (Πετρέλαια Καβάλας, ΛΑΡΚΟ, απειλή απολύσεων χιλιάδων υγειονομικών κλπ). Δεύτερον, οφείλεται στα συσσωρευμένα αντεργατικά μέτρα των 12 χρόνων μνημονίων και σκληρής εποπτείας της ΕΕ, που έχουν επιβάλει μεγάλη αύξηση φορολογίας, βαθιές περικοπές μισθών, επιδομάτων, παροχών κτλ. Τρίτο, στα απανωτά κυβερνητικά μέτρα των δύο χρόνων πανδημίας που έχουν οδηγήσει σε διάλυση του δημόσιου συστήματος υγείας και πρόνοιας, των κοινωνικών παροχών, των ταμείων, αλλά και σε αναστολές εργασίας. Τέταρτο, στις οικονομικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία που οδηγεί σε μια άνευ προηγουμένου εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και των ειδών πρώτης ανάγκης.
Οι εργαζόμενοι βάλλονται καθημερινά και χωρίς σταματημό. Η ακρίβεια τσακίζει κόκαλα και μαζί με τη βαριά φορολογία σαρώνει το λαϊκό εισόδημα.
Όσο οι τιμές ανεβαίνουν και όσο μένουν στάσιμοι οι μισθοί, τόσο μειώνεται δραματικά η αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων, με αποτέλεσμα να φτωχοποιούνται όλο και περισσότερα νοικοκυριά. Είναι γεγονός ότι οι μισθοί έχουν καθηλωθεί και η πρόσφατη αύξηση της τάξης του 2% στον κατώτατο μισθό (ούτε λόγος για τους υπόλοιπους μισθούς) είναι καθαρός εμπαιγμός μπροστά στα διψήφια και τριψήφια ποσοστά αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου, του πετρελαίου θέρμανσης και της βενζίνης. Όπως προκλητική κοροϊδία είναι και τα «μέτρα στήριξης» για την ακρίβεια που ανακοίνωσε στις 16/3 ο Κυρ. Μητσοτάκης, τα οποία πέρα από το ότι είναι ψίχουλα σε σχέση με το ύψος των ανατιμήσεων, στην πραγματικότητα, σιγοντάρουν και την αισχροκέρδεια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κατώτατος μισθός παραμένει χαμηλότερος απ’ ό,τι ήταν 12 χρόνια πριν και βρίσκεται ανάμεσα στους χαμηλότερους της ΕΕ.
Παράλληλα η ανεργία παραμένει διογκωμένη, παρά τις κυβερνητικές δημαγωγίες περί επαναφοράς της οικονομίας στην «κανονικότητα». Οι μικρές επιχειρήσεις αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους, ενώ οι μεγάλες εταιρίες πιέζουν προς μια κατεύθυνση μεγιστοποίησης του κέρδους και δεν διστάζουν να προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις και να ασκήσουν τρομοκρατία. Στους μακροσκελείς καταλόγους των ανέργων προστίθεται ένας όλο και μεγαλύτερος κατάλογος των μερικώς και προσωρινώς απασχολούμενων, σε μια περίοδο που η επισφάλεια κυριαρχεί σε όλους τους κλάδους. Σε όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η εγκληματική κυβερνητική πολιτική, που όχι μόνο αδιαφορεί για την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζόμενου κόσμου, αλλά ενορχηστρώνει τη διάλυση κάθε δημόσιας υπηρεσίας στήριξής του: σε καιρό πανδημίας η υγεία υποχρηματοδοτείται συστηματικά, με απώτερο στόχο να ιδιωτικοποιηθεί πλήρως. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ασφαλιστικά ταμεία, όπου η επικουρική ασφάλιση ιδιωτικοποιήθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ενώ στον ίδιο δρόμο ωθείται και ο ΕΦΚΑ. Παράλληλα, ο ΟΑΕΔ «ανασυγκροτείται» προκειμένου να επιδοτεί συστηματικά τους εργοδότες παρά τους εργαζόμενους -ήδη προωθήθηκε νομοθέτηση με νέα εμπόδια στη χορήγηση επιδομάτων σε ανέργους.
Μπροστά σ’ αυτή την ασφυκτική κατάσταση για τους εργαζόμενους, απαιτείται η άμεση και μαζική συνδικαλιστική και εργατική κινητοποίηση, ώστε να μπει φρένο στις επιδιώξεις της κυβέρνησης και των εργοδοτών. Η συνδικαλιστική οργάνωση και η μαζική κινητοποίηση του εργατικού κόσμου είναι αυτή που μπορεί να σταματήσει την αντιλαϊκή-αντιδραστική πολιτική.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόσφατος νόμος Χατζηδάκη αποβλέπει ακριβώς αυτό να εμποδίσει. Βάζει πολλαπλά αναχώματα στην οργάνωση και ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος: με τη δημιουργία του Γενικού Μητρώου των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων που αποσκοπεί στην ενίσχυση του άμεσου κρατικού ελέγχου τους. Με την επιβολή των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών και των εξ αποστάσεως συνελεύσεων που αποσκοπούν στην εξασθένηση και στην υπονόμευση της ζωντανής λειτουργίας των σωματείων. Με το χτύπημα της απεργίας μέσα από νομοθετικές διατάξεις που εμποδίζουν την προκήρυξη και την πραγματοποίησή της και διευκολύνουν τη δικαστική ακύρωση και απαγόρευσή της. Απέναντί της και ενάντια στην προσπάθειά της να παλέψει για τα αιτήματά της έχει, επίσης, η εργατική τάξη το κυβερνητικό αντιδημοκρατικό νομοθέτημα της απαγόρευσης και του περιορισμού των διαδηλώσεων.
Ωστόσο, η μεγέθυνση των προβλημάτων και ο εντεινόμενος αναβρασμός που προκαλούν στους εργαζόμενους δυναμώνουν την πίεσή τους να αναπτυχθεί συνδικαλιστικός μαζικός αγώνας ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Αυτή η πίεση έφερε την κήρυξη πανεργατικής απεργίας από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ μετά από μακρό διάστημα απραξίας.
Οι εργαζόμενοι καλούνται να μετατρέψουν την πανεργατική απεργία σε ισχυρό αγώνα διεκδίκησης των αιτημάτων τους. Πρώτα απ’ όλα με την όσο το δυνατόν πιο μαζική συμμετοχή τους σε αυτήν και στα συλλαλητήρια που θα γίνουν. Πιέζοντας ταυτόχρονα να δοθεί συνέχεια στο μαζικό απεργιακό αγώνα και έχοντας σαν στόχο -λίγες εβδομάδες μετά- η Εργατική Πρωτομαγιά να γίνει μέρα ακόμα πιο μαζικής και ισχυρής πάλης ενάντια στην κυβερνητική πολιτική.
Οι αγωνιστικές δυνάμεις καλούνται από τώρα μέσα στα συνδικάτα και τους χώρους δουλειάς να κινηθούν δραστήρια για να ενημερώσουν τους εργαζόμενους για τη σημασία της συμμετοχής στην απεργία και στα συλλαλητήρια. Για να κάνουν έντονη και μαζική την παρουσία τους τα σωματεία τους στην απεργία.
Το Μ-Λ ΚΚΕ και η ΕΡΓ.Α.Σ. καλούν τους εργαζόμενους και τον υπόλοιπο αγωνιζόμενο λαό να συσπειρωθούν αγωνιστικά, να κατέβουν στο δρόμο και να στηρίξουν αποφασιστικά την απεργία της 6ης Απριλίου. Για να γίνει αυτή η απεργία ένα δυνατό αγωνιστικό βήμα προώθησης των αιτημάτων της εργατικής τάξης!