Κατατέθηκε πριν από λίγες μέρες στη Βουλή το νομοσχέδιο και έχει ξεκινήσει ήδη στην αρμόδια Επιτροπή η συζήτηση για τον αυτοματοποιημένο προσδιορισμό του κατώτατου μισθού μέσω μαθηματικού τύπου αρχής γενομένης το 2028, μέτρο που προωθεί πιστά η κυβέρνηση και υποστηρίζει σθεναρά η Υπουργός Εργασίας, Ν. Κεραμέως, ως «ασπίδα προστασίας για όλους τους εργαζόμενους». Υπενθυμίζουμε ότι το νομοσχέδιο προβλέπει την αναπροσαρμογή (αύξηση) ή το πάγωμα του κατώτατου μισθού με βάση «αντικειμενικά κριτήρια», δηλαδή οικονομικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Εκτός από κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω αυτού του τεχνοκρατικού και μονομερούς προσδιορισμού των εισοδημάτων των εργαζομένων, το νομοσχέδιο προβλέπει και τους επτά (!) παράγοντες που είναι ικανοί για να παγώσουν τα εισοδήματα: «(1) όταν η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση, (2) όταν υπάρχει σημαντική απόκλιση του εθνικού πληθωρισμού (Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, (3) όταν υπάρχει σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, (4) όταν υπάρχει σημαντική αύξηση του ποσοστού ανεργίας, (5) όταν η αύξηση δεν συνάδει με τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της ή την απόκλιση του κατώτατου μισθού από το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού, (6) όταν υπερβαίνει τις δημοσιονομικές δυνατότητες του κράτους, και, τέλος, (7) όταν υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις».

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο παρά πέντε η κυβέρνηση πρόσθεσε στο νομοσχέδιο και την παράμετρο της ανεργίας (δεν υπήρχε στο σχέδιο που έβγαλε στη διαβούλευση), δημιουργώντας επιπλέον προσκόμματα στην πιθανό­τητα αύξησης του κατώτατου μισθού: αρκεί να ισχύει ένας από τους παραπάνω λόγους για να παγώσει ο κατώτατος μισθός, και να συμπαρασύρει όλους τους υπόλοιπους μισθούς και επιδόματα. Άλλωστε, το «κριτήριο» της αύξησης της ανεργίας αξιοποιήθηκε κατά κόρον στα χρόνια των μνημονίων ως πρόσχημα για τη μείωση του κατώτατου μισθού, την κατάργηση των τριετιών και συνολικά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.

Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο αναφέρεται και στους κατώτατους μισθούς των εργαζομένων στο Δημόσιο, οι οποίοι θα ακολουθήσουν τον ίδιο μαθηματικό τύπο, τις ίδιες παραμέτρους και τους ίδιους περιορισμούς με αυτούς του ιδιωτικού τομέα. Έτσι, η κυβέρνηση με εύσχημο τρόπο θα μονιμοποιήσει τις μέχρι τώρα τεράστιες περικοπές στο Δημόσιο.

Εν ολίγοις, το παρόν νομοσχέδιο φιλοδοξεί να ευθυγραμμίσει τη χώρα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 «για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση» και αύξηση του αριθμού των συλλογικών συμβάσεων. Αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να καταλύσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να μονιμοποιήσει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την εκάστοτε κυβέρνηση, με μόνιμη συμπίεση των εισοδημάτων κατά τις βουλές των επιχειρήσεων. Όσο για τη μέριμνα για την αύξηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, αυτή μετατέθηκε στο απώτερο μέλλον (2030) μέσω ενός Σχεδίου Δράσης, που θεωρητικά απεργάζεται η κυβέρνηση και στόχο έχει την κάλυψη των εργαζομένων από ΣΣΕ μέσα από τους σκοπέλους όλων των αντεργατικών νόμων που έχουν ήδη ψηφίσει και εφαρμόσει…!

Μπροστά σ’ αυτό το χτύπημα των λαϊκών εισοδημάτων, τα ανώτατα συνδικαλιστικά όργανα παραμένουν σε ακινησία, ενώ ήδη συζητείται στη Βουλή το νομοσχέδιο, αποδεικνύοντας τη συνενοχή τους στο εγχείρημα της κυβέρνησης για τη μείωση του κόστους εργασίας και, τελικά, την δημιουργία «ασπίδας προστασίας» της εργοδοσίας από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων!