Εδώ και αρκετό καιρό η χώρα βρίσκεται σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Από το Λονδίνο -«εξ Εσπερίας»- σημειολογικά, κήρυξε την «επίσημη» έναρξη ο Κυρ. Μητσοτάκης, όπου παρουσίασε τα «επιτεύγματα» της κυβέρνησής του, την ώρα που τα λαϊκά νοικοκυριά βιώνουν τις επιπτώσεις από αυτά τα «επιτεύγματα»: τη φτώχεια, την ανεργία, την ακρίβεια, τους φόρους και τους χαμηλούς μισθούς, το θάνατο έξω από τις ΜΕΘ.
Πανηγυρίζει μάλιστα για μια «ανάπτυξη», που εκείνος βλέπει, την ώρα που ο λαός «στενάζει» από τη φτώχεια. Εκείνο το οποίο τον ανησυχεί και στο οποίο επέστησε την προσοχή ήταν ότι «δεν θα πρέπει το ενδεχόμενο διπλών εκλογών να ανησυχήσει τους επενδυτές».(…) Στη συνέχεια ο Μητσοτάκης ξεκίνησε την περιοδεία του σε όλη τη χώρα, ακολουθώντας τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, που εδώ και καιρό έχει πάρει σβάρνα πόλεις και χωριά, σε μια νέα «επαφή» και «επικοινωνία» τού «ηγέτη» με το λαό, μιμούμενος ή αντιγράφοντας παλαιότερα πρότυπα.
Το προεκλογικό κλίμα εντείνεται και θυμίζει προεκλογικούς «σκυλοκαυγάδες» του παρελθόντος. Όλα τα κόμματα έχουν πέσει με τα μούτρα για να προετοιμάσουν τις καμπάνιες τους. Οι δημοσκοπήσεις και τα δημοσιεύματα πυκνώνουν για την «εκλογική συμπεριφορά» και την επιρροή των αστικών κομμάτων. Το κλίμα είναι ήδη πολωμένο και η πόλωση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ διευρύνεται περαιτέρω, έτσι ώστε να ενισχύεται ο δικομματισμός. Με τα διλήμματα «Μητσοτάκης ή χάος» και «Μητσοτάκης ή δημοκρατία», θέλουν συμπιέσουν τα εκλογικά ποσοστά των μικρότερων κομμάτων και να υφαρπάξουν τις ψήφους των. Προς μεγαλύτερη «άγραν» ψήφων έχουν επιδοθεί σε ένα κυνήγι επώνυμων υποψηφίων (ποδοσφαιριστών, ηθοποιών, καλλιτεχνών κλπ).
Το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο και τα φερέφωνά τους (ΜΜΕ), βλέποντας τη φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, σαν αποτέλεσμα της αντιλαϊκής της πολιτικής, αναζητούν πολιτικά σχήματα, εφεδρείες και δεκανίκια, που να διαχειρίζονται και να απορροφούν την ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και να εξασφαλίζουν έτσι, με σταθερότητα και για κάποια διάρκεια, την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Στα πλαίσια αυτά έγινε και η εκτίναξη των ποσοστών του Ανδρουλάκη, η προβολή του Βελόπουλου, ακόμη και η «ψιθυρολογία» για τον Κασιδιάρη. Ακόμη και η επανεμφάνιση των πρώην πρωθυπουργών, Κ. Καραμανλή και Αντ. Σαμαρά, ρίχνει «νερό στο μύλο» των διεργασιών σε αυτή την κατεύθυνση.
Η ΝΔ και ο Μητσοτάκης προσπαθούν «άρον, άρον» να κλείσουν ζητήματα «αγκάθια», όπως αυτά των υποκλοπών, με την κατάθεση σχετικού νομοσχεδίου, γνωρίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να πάει στις εκλογές με αυτό, ως ένα από τα κύρια όπλα του.
Παρά τις βροντερές αντικυβερνητικές κορώνες, ο Τσίπρας ζητάει την «πολιτική αλλαγή» για τον ίδιο ακριβώς σκοπό, ως «αναγκαιότητα (…) για να αποκατασταθεί η πολιτική σταθερότητα, που αποτελεί προϋπόθεση της οικονομικής σταθερότητας».
Γιατί ακριβώς πάνω στις μνημονιακές ράγες που έστρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ προχώρησε την τετραετία αυτή σε έναν ορυμαγδό αντιλαϊκών μέτρων, κάτω από την αυστηρή εποπτεία των μανδαρίνων της ΕΕ.
Οι αντεργατικοί νόμοι Βρούτση-Χατζηδάκη αποτελούν συνέχεια των κατάπτυστων νόμων Αχτσιόγλου για τον καθορισμό των μισθών με υπουργική απόφαση, για την κήρυξη της απεργίας, για το ελαστικό ωράριο και την εργασία τις Κυριακές.
Τώρα ο Τσίπρας μιλάει για «επανακρατικοποίηση» της ΔΕΗ, όταν η «απελευθερωμένη» ενέργεια, η ενέργεια-εμπόρευμα φέρνει και τη δική του υπογραφή.
Επί των ημερών του μειώθηκε η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη, με δικό του νόμο ξεκίνησε η λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και η κυβέρνησή του μείωσε κατά 17% την κρατική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ. Τέτοιου είδους επανακρατικοποιήσεις (που επί ΠΑΣΟΚ είχαν ονομαστεί κοινωνικοποιήσεις), δεν αποτελούν φιλολαϊκή πολιτική, αλλά μεταφορά των ζημιών των χρεοκοπημένων από τους μετόχους των επιχειρήσεων στις πλάτες των φορολογούμενων – εργαζομένων.
Αλλά και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, σαν δυο σταγόνες μοιάζουν οι πολιτικές υποτέλειας των δυο διεκδικητών της κρατικής εξουσίας, αφού ο Μητσοτάκης υπέγραψε την Ελληνοαμερικάνικη Αμυντική Συμφωνία, όπως την είχε ξεκινήσει και ολοκληρώσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τον «διαβολικά καλό Πρόεδρο Τράμπ», ενώ οι νέες Βάσεις (Αλεξανδρούπολη, Σούδα 2, Στεφανοβίκειο, Λάρισα, Άκτιο, Ανδραβίδα κλπ) οριστικοποιήθηκαν, όπως τις είχε προτείνει η κυβέρνησή του. Παρόμοια είναι η στάση τους και στο Ουκρανικό.
Προκύπτει λοιπόν με σαφήνεια ότι η αντιπαράθεση ανάμεσα σε ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, πίσω από την οποία βρίσκονται και οι ανταγωνισμοί διαφόρων μερίδων του κεφαλαίου, δεν αφορά την ουσία της σημερινής αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά ποιος θα εξασφαλίζει «σταθερότητα» στο αστικό πολιτικό σύστημα, ποιος θα μπορέσει να διαχειριστεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ποιος θα έχει την κουτάλα της εξουσίας και το «πάνω χέρι» στην συγκρότηση της επόμενης κυβέρνησης, που θα κληθεί να συνεχίσει και να επεκτείνει αυτήν την πολιτική. Τα υπόλοιπα είναι για το «θεαθήναι», για τον αποπροσανατολισμό του λαού και τον εγκλωβισμό του σε ψεύτικα διλήμματα.
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι συντεταγμένα και τα υπόλοιπα κόμματα, ακόμη και αυτά της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Ο Ανδρουλάκης του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που με την καταγγελία της παρακολούθησής του άνοιξε το χορό των υποκλοπών και που θεωρούσε ότι με αυτό θα ενισχύσει κι άλλο τα «φουσκωμένα», από τα ΜΜΕ και τα διάφορα κέντρα, ποσοστά του βλέπει τώρα ότι το ζήτημα αυτό -που έχει μεγαλύτερο βάθος, όπως ήταν σίγουρο- γίνεται αντικείμενο κόντρας μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων και ο ίδιος μένει παραπίσω και προσφεύγει στα όργανα της ΕΕ!
Αλλά και το ΚΚΕ, παρά τη δήθεν υπερεπαναστατική αριστερή λογοκοπία του, που κάποτε μάζευε υπογραφές για να τις καταθέσει στη Βουλή για να καταργηθούν τα Μνημόνια, καταθέτει προτάσεις νόμων και τροπολογίες και διαμαρτύρεται γιατί δεν τις ψηφίζουν τα άλλα κόμματα. Η εκλογολαγνεία και ψηφοθηρία από το τελευταίο σωματείο μέχρι την Βουλή βρίσκεται στο ρεφορμιστικό DNA του κόμματος αυτού, που στην πράξη σέρνεται πίσω από τη συμβιβαστική γραμμή ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, τις οποίες καθημερινά καταγγέλλει και που στις κρίσιμες μάχες των μεγάλων αγώνων (καθηγητές, δάσκαλοι), βρίσκει προσχήματα να διαφοροποιηθεί και να τους υπονομεύσει. Παρά τα μεγάλα λόγια (ρήξεις, ανατροπές και αλλεπάλληλες αντεπιθέσεις), το κόμμα αυτό πάντα το «μάγευαν» οι εκλογές και η αύξηση των ποσοστών, καλλιεργώντας έτσι απατηλά όνειρα και κοινοβουλευτικές αυταπάτες.
Αλλά και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά πάντα θέλγεται από τις εκλογές. Και τώρα, με την «απλή» αναλογική που δεν είναι εν τέλει απλή, την σαγηνεύει το 3% και οι ανάλογες βουλευτικές έδρες. Μάλιστα το ΣΕΚ, που συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τις χαρακτηρίζει «μεγάλη πρόκληση και μεγάλη ευκαιρία» και επιδιώκει μια επί της ουσίας εκλογική συνεργασία στις «επερχόμενες εκλογικές μάχες».
Για το σκοπό αυτό κατέθεσε ένα κείμενο-πρόσκληση με περισσότερους αποδέκτες (μέχρι και το ΚΚΕ και το «ΜέΡΑ 25» για κάποιους), αφού -όπως φαίνεται- δεν μπόρεσε ή έκρινε ότι δεν μπορεί να υιοθετηθεί το πολιτικό πλαίσιο από όλες τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ένα πλαίσιο που, με τη γνωστή «δοκιμασμένη» λογική της «παναριστεράς», έρχεται «να ρίξει ξανά νερό στο μύλο» του ΣΥΡΙΖΑ, που περιλαμβάνει το «μεταβατικό πρόγραμμα», με όλα τα συμπαρομαρτούντα (διαγραφή του χρέους, εθνικοποιήσεις, εργατικούς ελέγχους κλπ), που δεν γίνεται καμιά αναφορά στην εξάρτηση της χώρας και που καλεί εν τέλει για την «ανατροπή της ΝΔ», που είναι σχεδόν έτοιμη να «πέσει»!!! Για να έρθει άραγε ποιος;
Στην πρόταση αυτή ανταποκρίθηκαν δυνάμεις, όπως ΑΡΑΣ, ΝΑΡ, ΑΡΑΝ, Κ-Σχέδιο, Αναμέτρηση, ΔΕΑ, ΑΡΙΣ, ΑΠΟ, ΛΑΕ, με αλληλογρονθοκούμενες απόψεις και με πολλές εξ αυτών να ψηφίζουν κατά καιρούς αστικά (ΠΑΣΟΚ) ή ψευτοαριστερά κόμματα (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και το ΚΚΕ(μ-λ) το οποίο διευκρίνισε ότι «δεν είμαστε εμείς αυτοί που απορρίπτουν a priori πολιτικές συνεργασίες ακόμη και εκλογικές. Το παρελθόν μας είναι αρκετά πλούσιο ως προς αυτό», επαναφέροντας την πρότασή του προς τις δυνάμεις αυτές «για συντονισμό πάνω στα ζητήματα του πολέμου, της φτωχοποίησης και της φασιστικοποίησης, θεωρώντας τα ως αντικειμενική σημερινή βάση ανάπτυξης της πάλης των μαζών» και «ευχόμενο», «ας μη γίνει ένας ολόκληρος “χώρος” (αν υποθέσουμε ότι ένα ευρύτερο δυναμικό τον εκλαμβάνει εσφαλμένα ως “ενιαίο”), με τη σειρά του, στυλοβάτης της αστικής αντίληψης των πραγμάτων»!
Φαίνεται ότι η πρόταση αυτή του ΣΕΚ που καλλιεργεί κοινοβουλευτικές αυταπάτες και από αυτές τις «σούπερ» αριστερές δυνάμεις, έχει μακρύ και δύσβατο δρόμο και αποφασίστηκε μέσα στο Δεκέμβρη ή το Γενάρη να καλεστεί μια ανοιχτή εκδήλωση από όλους όσους συμφωνούν να προωθήσουν τη πρόταση. Ίδωμεν.