Μετά την πλατιά λαϊκή αποδοκιμασία της πολιτικής τους
«Τα 50 χρόνια από την Μεταπολίτευση βρίσκουν τους πολιτικούς αρχηγούς και τα κόμματά τους σε μια πρωτόγνωρη εσωτερική αναταραχή» έγραφε, πριν μερικές μέρες, σε άρθρο της μια από τις «ναυαρχίδες» του αστικού Τύπου. Αυτή η «εκ των έσω» του αστικού πολιτικού συστήματος διαπίστωση απεικονίζει σε ποια κατάσταση έχουν περιέλθει τα τρία βασικά κόμματα που έχουν κυβερνήσει μεταπολιτευτικά τη χώρα, μετά το πρόσφατο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Η εκλογική καθίζηση και των τριών αυτών κομμάτων ενεργοποίησε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εσωτερικό τους.
Το πολιτικό σκηνικό που παρατηρείται και στη ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ έχει εγείρει θέμα στα βαθύτερα επιτελεία της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης για το πώς θα διαμορφωθεί η μέλλουσα διακυβέρνηση της χώρας για να μπορέσει να διατηρηθεί η συνέχιση της εφαρμοζόμενης αντιλαϊκής πολιτικής που υπαγορεύουν τα συμφέροντά της. Αν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έδειξε ότι εξασθενεί η επανάληψη ενός ενδεχομένου κυβερνητικής αυτοδυναμίας της ΝΔ, τι μπορεί να συμβεί;
Θα δρομολογηθούν οι πολιτικές εξελίξεις σε μια κατεύθυνση επανάκτησης της αυτοδυναμίας της ΝΔ ή σε μια εκδοχή κυβερνητικής συνεργασίας της με άλλο κόμμα (του «κέντρου» ή της ακροδεξιάς) ή σε μια εναλλαγή εξουσίας με τα κόμματα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, σε μια αναβίωση ενός νέου «δικομματισμού», κάτι που σήμερα, με την κατάσταση που επικρατεί στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο;
Αυτές οι εκδοχές καθορίζουν και τις παρεμβάσεις τους στις εσωτερικές εξελίξεις των τριών κομμάτων, το ποιες πτέρυγες ή υποψηφιότητες για την ηγεσία στηρίζουν κ.ο.κ. Ο σχετικός προβληματισμός ξεδιπλώνεται στα εσώτερα των αστικών επιτελείων, όπως φαίνεται και από άρθρα και λεγόμενα στα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, από δημοσκοπήσεις που βγαίνουν στην επιφάνεια, από διαρρέοντα σενάρια νέας αλλαγής του εκλογικού νόμου και εκλογών πριν το 2027, ένα από τα οποία συνδέεται και με τις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν το 2025. Αυτά τα ζητήματα εμπλέκονται και στις έντονες εσωκομματικές τριβές της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.
Η ηγεσία της ΝΔ, μετά τις ευρωεκλογές, βρίσκεται αντιμέτωπη με το διπλό πρόβλημα της εκλογικής φθοράς της και της εσωκομματικής αποδυνάμωσής της. Η μεγάλη απώλεια ψήφων της έχει ανοίξει το θέμα ότι διακυβεύεται η κυβερνητική εξουσία της ΝΔ στις επόμενες εθνικές κάλπες. Η ανάκτηση ψήφων ξανά σε ύψος που να της φέρει αυτοδυναμία ομολογείται ότι έχει μεγάλη δυσκολία, όχι μόνο γιατί η εκλογική δύναμη της ΝΔ καταποντίστηκε στο χαμηλότερο εκλογικό ύψος που είχε ποτέ μεταπολιτευτικά, αλλά και γιατί η πολιτική της που έδιωξε ψηφοφόρους της θα συνεχισθεί και αναμένεται να εμπεδώσει ή και να συσσωρεύσει μεγαλύτερη δυσαρέσκεια σε αυτούς. Ειδικά για τα οικονομικά προβλήματα, όπου το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ που θα ισχύσει από το 2025, προεξοφλεί σκληρότερους αντιλαϊκούς προϋπολογισμούς από τη νέα χρονιά.
Η ανάκτηση των εκλογικών απωλειών αναζωπύρωσε διαφωνίες μέσα στη ΝΔ όσον αφορά μερικά σημεία της πολιτικής της ηγεσίας Μητσοτάκη (για τα εθνικά θέματα, το νόμο για τα ομόφυλα κλπ) τα οποία συνδέονται και με αντιθέσεις στο εσωτερικό της για την τακτική με την οποία πρέπει να επιδιωχθεί αυτή η ανάκτηση: Με μια τακτική επαναπατρισμού των ψήφων που έφυγαν στα ακροδεξιά κόμματα; Άποψη που υποστηρίζει μια πτέρυγά της, όπως ο Α. Σαμαράς, ο οποίος επικαλέσθηκε το «ρεύμα» της ακροδεξιάς στην Ευρώπη για να πει ότι η πολιτική της ΝΔ πρέπει να κοιτάξει ακροδεξιά; Ή προς το «κέντρο» με ενσωμάτωση δυνάμεων πχ προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ, όπως έκανε -εν μέρει- ο Κυρ. Μητσοτάκης με τους Χρυσοχοΐδη, Φλωρίδη κλπ, και τώρα κατηγορείται για αποτυχία αυτής της τακτικής;
Η σοβαρή εκλογική φθορά της ΝΔ είχε σαν παράγωγό της το δεύτερο πρόβλημά της. Δηλαδή ότι εντάθηκαν υποβόσκουσες εσωτερικές αντιπαραθέσεις της, που εκδηλώθηκαν με βολές από εσωκομματικούς παράγοντες και βουλευτές προς την ηγεσία Μητσοτάκη και έλαβαν την πιο έντονη μορφή τους στην κοινή εμφάνιση και στις ομιλίες των δυο πρώην αρχηγών της, του Κ. Καραμανλή και Α. Σαμαρά, σε μια επί τούτου διοργανωμένη πολιτική εκδήλωση. Ο Κυρ. Μητσοτάκης γνωρίζει την πιο ισχυρή αμφισβήτησή του από τότε που ανέλαβε αρχηγός της ΝΔ και υποχρεώνεται από πιο δύσκολη θέση να την διαχειριστεί.
Ωστόσο, η ΝΔ του Μητσοτάκη εισπράττει τις παρενέργειες του ευρωεκλογικού αποτελέσματός της με μικρότερες άμεσες πολιτικές συνέπειες για την κυβερνητική θέση της, εξαιτίας της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ μετά τις ευρωεκλογές:
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια πορεία διασπάσεων και αποχωρήσεων μετά την ανάληψη της αρχηγίας του από τον Στ. Κασσελάκη και, μετά τις ευρωεκλογές, βιώνει ένα πρωτόγνωρο σχέδιο κατεδάφισης της προγενέστερης κομματικής υπόστασής του που προωθεί ο νέος αρχηγός του σε πολλά επίπεδα, μη διστάζοντας γι’ αυτό να διαβάλει και ηθικά τον προγενέστερο ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα, κάνοντας αποκαλύψεις για «μαύρα χρήματα» στα ταμεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κασσελάκης, που την πόρτα στον ΣΥΡΙΖΑ του την άνοιξε ο Αλ.Τσίπρας, τώρα δηλώνει πως «με τον Τσίπρα τελειώσαμε…δεν υπάρχει περιθώριο συμπόρευσης». Όλα αυτά συνοδεύονται και από ένα άγνωστο παρασκήνιο, από έναν Τσίπρα που μένει «περίεργα» σιωπηλός παρά τις βαριές Κασσελακικές κατηγορίες για το ΣΥΡΙΖΑ την εποχή που ήταν αρχηγός του, από ασύστολες καιροσκοπικές συναλλαγές σαν κι αυτή που αποτύπωσε στις 16/7/2024 η τελευταία απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία μετά από το όργιο κατηγοριών της νέας ηγεσίας του για «μαύρο χρήμα» στο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα…«συμφώνησε» πως «σε αντίθεση με άλλα κόμματα, όπως η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διαχρονικά πορεύεται, τόσο επί Τσίπρα όσο και επί Κασσελάκη, με διαφάνεια στα οικονομικά του χωρίς άδηλους πόρους και σχέσεις “δούναι και λαβείν” με επιχειρηματικά συμφέροντα, όπως αναμφισβήτητα αποδείχθηκε και κατά τη διακυβέρνησή του την περίοδο 2015-2019»!
Με τον άλλοτε ΣΥΡΙΖΑ να έχει γίνει κομμάτια, με τον εναπομείναντα να αποδομείται από το νέο αρχηγό του και το άλλοτε εκλογικό ακροατήριό του να έχει δραματικά συρρικνωθεί, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ οδηγείται από τον Στ. Κασσελάκη και όσους τον στηρίζουν σε μια δεξιότερη διαδρομή που μένει να φανεί ποια θα είναι η κατάληξή της. Μέχρι τούτο να φανεί, παραμένει ανοιχτό για το ποια θέση θα πάρει, τελικά, στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα.
Το ΠΑΣΟΚ μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έχει περιέπεσε σε μια εσωτερική δίνη, που το οδήγησε στην προκήρυξη εσωκομματικών εκλογών για την ανάδειξη ηγεσίας. Το ότι έχασε ξανά σημαντικό αριθμό ψήφων σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές και δεν πέτυχε το «στόχο» να υπερκεράσει το ΣΥΡΙΖΑ και να αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση έγινε πρόκριμα αμφισβήτησης της ηγεσίας Ανδρουλάκη και δημιουργίας εσωκομματικών πιέσεων σε βαθμό που η εκτόνωσή τους να παραπέμψει σε προσφυγή στην εσωκομματική κάλπη. Το φαινόμενο να αναμετρηθούν σε αυτήν εκτός του Ανδρουλάκη και άλλοι 7 υποψήφιοι, ένας ασυνήθιστα, δηλαδή, μεγάλος αριθμός, συνολικά 8 υποψηφίων, αντανακλά και την εσωτερική κατάσταση ομαδοποιήσεων και παραγοντικών διεκδικήσεων και ανταγωνισμών που επικρατεί στο ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, πίσω από αυτό το φαινόμενο, που ορισμένοι σχολιαστές των μεγάλων μέσων ενημέρωσης το ειρωνεύτηκαν ως «πασαρέλα υποψηφίων» θα πρέπει κανείς να δει όχι μόνο φιλοδοξίες στελεχών του ΠΑΣΟΚ για ηγετικά πόστα αλλά και τάσεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ ως προς τα πού να κινηθεί και τι ρόλους να παίξει στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα. Αν θα πάει προς μια κατεύθυνση διεκδίκησης «ηγετικού ρόλου» στη λεγόμενη «κεντροαριστερά», τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ περνάει κρίση, ή προς μια κατεύθυνση συνεργασίας με τη ΝΔ (που ήδη υπονοήθηκε και από μέσα από το ΠΑΣΟΚ ότι αντιπροσωπεύει πχ η υποψηφιότητα Διαμαντοπούλου), αν αυτή χάσει την κυβερνητική αυτοδυναμία. Το προς τα πού θα κινήσει το ΠΑΣΟΚ η νέα ηγεσία του, ασφαλώς, ενδιαφέρει τα κέντρα της οικονομικής ολιγαρχίας που δεν μένουν αμέτοχα στην εσωκομματική εκλογική αναμέτρησή του.
Δίπλα σε όλα αυτά που διαμείβονται τώρα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να σημειώσουμε και τις συζητήσεις και διεργασίες για την «ανασύνθεση της κεντροαριστεράς», που τροφοδοτεί η απόσταση που χωρίζει τις εκλογικές επιδόσεις τους από εκείνες της ΝΔ. Κάτω από τη θολή διατύπωση της «ανασύνθεσης του αριστερού και προοδευτικού χώρου» καλύπτεται η ιδέα συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ και των προερχόμενων από ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεων με το ΠΑΣΟΚ, που θεωρούν ότι μπορούν έτσι να ξαναφέρουν την «κεντροαριστερά» σε θέση αξιόμαχου αντιπάλου στη Δεξιά. Ιδέα που προωθείται από ορισμένες δυνάμεις (όπως η Πρωτοβουλία Τεμπονέρα, Κοτσακά και Τσιόκα) αλλά και πριμοδοτήθηκε από τον Αλ.Τσίπρα, με αφορμή τις εκλογές στη Γαλλία, με την τοποθέτησή του ότι «όταν οι προοδευτικές δυνάμεις παραμερίζουν το «εγώ», αφήνουν τη διαίρεση και βάζουν μπροστά το «εμείς» και το «μαζί», τότε μπορούν ανατρέψουν τα προγνωστικά και να πετύχουν μια ιστορική νίκη… Το Γαλλικό μάθημα δεν αφορά μόνο τη Γαλλία. Αφορά και την Ελλάδα, προφανώς».
Η ανασύσταση ενός «κεντροαριστερού πόλου», χρήσιμου για την επαναφορά του αστικού δικομματικού συστήματος, δεν είναι έξω από τα σενάρια των ντόπιων επιτελείων της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης. Ωστόσο, προς το παρόν παραμένει νεφελώδης η προοπτική του, τόσο λόγω της μεγάλης ρευστότητας που επικρατεί στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ισχυρού κομματικού ανταγωνισμού του ΠΑΣΟΚ με το ΣΥΡΙΖΑ για την ηγεμονία στο χώρο της κεντροαριστεράς.
Σε κάθε περίπτωση όλες οι παραπάνω εξελίξεις έχουν σαν υπόβαθρό τους την ευρεία εκλογική αποδοκιμασία που έχει εισπράξει η πολιτική τους. Μαρτυρούν μια αποδυνάμωση της εκλογικής κυριαρχίας των τριών αστικών κομμάτων, που έχει φέρει επιπτώσεις μέσα στις γραμμές τους αλλά και συνολικά στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα. Αλλά ταυτόχρονα δεν παύουν να αποτελούν διεργασίες για μια αναστροφή του πολιτικού κλίματος και για την επαναπαγίδευση του λαϊκού παράγοντα στην εκλογική στήριξη της πολιτικής τους. Αυτό πρέπει να αποτραπεί με προσπάθειες όχι μόνο να διατηρηθεί και να διευρυνθεί η εκφρασθείσα πλατιά λαϊκή εκλογική αποδοκιμασία για τα κυρίαρχα αστικά κόμματα αλλά και να μετασχηματιστεί σε ένα κίνημα σταθερής απόρριψής τους, ικανό να αποκρούσει και να ανατρέψει την αντιλαϊκή πολιτική τους.