Κάτω το αντεργατικό
κυβερνητικό τερατούργημα
Εκτρωματικές αντεργατικές διατάξεις χαρακτηρίζουν το εργασιακό νομοσχέδιο που έθεσε σε «διαβούλευση» η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με στόχο τις επόμενες εβδομάδες να δρομολογήσει την ψήφισή του στη Βουλή.
Η κυοφορία του κράτησε μήνες στους κυβερνητικούς κόλπους, γεγονός που φανερώνει και το μεγάλο αντεργατικό βάρος που φέρνει. Τα κυβερνητικά επιτελεία προσπαθούν να το διαχειριστούν απέναντι στις πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις που δημιουργεί, με μια προπαγανδιστική εκστρατεία εξωραϊσμού του. Με μια προκλητική προπαγάνδα που διαφημίζει τη θέσπιση αυξημένων και απλήρωτων υπερωριών ως «όχι στις απλήρωτες υπερωρίες» και ως «ενίσχυση του εισοδήματος του εργαζόμενου». Τη διάλυση του κανονικού εργατικού ωραρίου ως «ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής». Τις εργασιακές «ρυθμίσεις» μεγαλύτερης εργατικής εκμετάλλευσης και το χτύπημα του εργατικού συνδικαλισμού και του δικαιώματος της απεργίας ως νομοθεσία που «δίνει δύναμη στον εργαζόμενο»!
Το κυβερνητικό νομοσχέδιο έρχεται να πέσει σαν λαιμητόμος πάνω σε μια σειρά βασικά εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα.
Επιδιώκει να επιβάλει:
-Την καταναγκαστική αύξηση του χρόνου εργασίας των εργαζόμενων με την «υπέρβαση των χρονικών ορίων εργασίας των μισθωτών απασχολουμένων» που μπορούν να ανέλθουν μέχρι και τις 11ωρες την ημέρα και 150 ώρες υπερωριακή απασχόληση το έτος. Υπέρβαση, που το νομοσχέδιο επιτρέπει να γίνει ακόμα μεγαλύτερη, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας. Με τη θέσπιση, επίσης, «υποχρέωσης» των εργαζόμενων μερικής απασχόλησης «να παρέχουν πρόσθετη εργασία αν παραστεί ανάγκη».
-Τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» με ατομική συμφωνία εργοδότη-εργαζόμενου.
-Την «εξαίρεση από την υποχρεωτική ανάπαυση κατά την Κυριακή και τις ημέρες αργίας» των μισθωτών απασχολούμενων ενός πολύ μεγάλου αριθμού κλάδων (επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων, υπηρεσιών).
-Την κατάργηση της επαναπρόσληψης των εργαζομένων στην περίπτωση που κριθεί δικαστικά ως παράνομη και άκυρη η απόλυσή τους και τη δυνατότητα να δίνουν οι εργοδότες στους απολυμένους μόνο μια μικρή πρόσθετη αποζημίωση.
-Τη νέα μορφή εργατικής εκμετάλλευσης, την τηλεργασία, μέσω ατομικής συμφωνίας εργοδότη-εργαζόμενου.
-Την υποχρεωτική εγγραφή των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε) μέσω του οποίου το Υπουργείο Εργασίας θα έχει «εποπτεία της αγοράς εργασίας» αλλά και «της άσκησης συνδικαλιστικών δικαιωμάτων», θα παρακολουθεί τις εκλογές των εργατικών συνδικάτων, θα ενημερώνεται για τη σύνθεση των διοικήσεών τους και θα ελέγχει τα οικονομικά μεγέθη και το είδος των εσόδων και δαπανών τους. Η εγγραφή στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε και «η πλήρης, έγκαιρη και προσήκουσα» ενημέρωσή του με όλα τα απαιτούμενα στοιχεία θα είναι «προϋπόθεση» για να μπορούν τα εργατικά συνδικάτα να κάνουν συλλογικές διαπραγματεύσεις και να ασκούν το δικαίωμα της απεργίας και κάθε άλλο συνδικαλιστικό δικαίωμά τους και να έχουν «την προστασία συνδικαλιστικών στελεχών έναντι της απόλυσης και της μετάθεσης».
-Την αλλαγή των καταστατικών των σωματείων για να «προβλέπουν τους τρόπους εξ αποστάσεως συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση και ψήφου κάθε μέλους που επιθυμεί» γιατί οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει «υποχρεωτικά να παρέχουν στα μέλη τους τη δυνατότητα της ηλεκτρονικής εξ αποστάσεως ψηφοφορίας».
-Την πραγματοποίηση Γενικών Συνελεύσεων των σωματείων με τη φυσική αλλά και την «εξ αποστάσεως παρουσία» μελών.
-Τη λήψη απόφασης Γενικής Συνέλευσης και με ψήφους «εξ αποστάσεως». Ειδικότερα «απαγορεύεται η λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας χωρίς την παροχή πραγματικής δυνατότητας εξ αποστάσεως συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση και ψήφου». Το νομοσχέδιο ενσωματώνει και την αντιαπεργιακή ρύθμιση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και την προσαρμόζει ανάλογα με τη διατύπωση: «ειδικά για τη συζήτηση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται φυσική ή εξ αποστάσεως ψήφος τουλάχιστον του ενός δευτέρου (½) των οικονομικώς τακτοποιημένων μελών».
-Την αποδυνάμωση των διευκολύνσεων για συνδικαλιστική δραστηριότητα (συνδικαλιστικές άδειες), ιδιαίτερα των συνδικαλιστών σε πρωτοβάθμια σωματεία.
-Την υπονόμευση των απεργιών με τον εξαναγκασμό να ορίζεται στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας προσωπικό ασφαλείας κατά τη διάρκεια της απεργίας που να καλύπτει «ως τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας» (και όχι όπως προβλέπεται μέχρι σήμερα, που ο αριθμός του προσωπικού ασφαλείας ορίζεται μετά από ειδική συμφωνία της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων και της διοίκησης της επιχείρησης). Το νομοσχέδιο επεκτείνει τον κατάλογο των επιχειρήσεων που η μέχρι σήμερα νομοθεσία είχε εντάξει σε αυτήν την κατηγορία. Δίνει ακόμα τη δυνατότητα να καθορίζεται προσωπικό ασφαλείας στη διάρκεια απεργίας «για όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως του δημόσιου ή μη χαρακτήρα τους και του χαρακτηρισμού τους ή μη κοινής ωφέλειας».
-Την απαγόρευση του δικαιώματος περιφρούρησης της απεργίας και την επιβολή «υποχρέωσης» στις συνδικαλιστικές οργανώσεις όταν κηρύσσουν απεργία «να προστατεύουν το δικαίωμα των εργαζομένων, που δε συμμετέχουν στην απεργία, να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτήν χωρίς εμπόδιο».
Από τις βαθιά αντεργατικές και αντισυνδικαλιστικές διατάξεις του κυβερνητικού νομοσχεδίου γίνεται ολοφάνερο πως οι στόχοι του είναι να προσφέρει στην εργοδοσία, στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, ένα θεσμικό πλαίσιο με το οποίο:
–Να απομυζά πρόσθετη και φθηνότερη εργασία από τους εργαζόμενους μέσα από το συνδυασμό της διευθέτησης του εργατικού χρόνου εργασίας, της μεγάλης υπέρβασης των χρονικών ορίων εργασίας και των απλήρωτων υπερωριών, της εκτεταμένης κατάργησης της Κυριακάτικης αργίας και άλλων αργιών σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, την προώθηση νέων μορφών εργατικής εκμετάλλευσης.
–Να αντικαθιστά τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ατομικές συμφωνίες εργασίας, που τοποθετούν τον εργαζόμενο σε πολύ πιο αδύναμη θέση όταν διαπραγματεύεται με τον εργοδότη.
–Να είναι πιο απελευθερωμένες οι απολύσεις, καθώς ούτε δικαστικές αποφάσεις θα μπορούν να τις ανακαλούν.
–Να μπουν υπό έλεγχο η δράση και οι αποφάσεις των εργατικών συνδικάτων με την καθιέρωση της εξ αποστάσεως συμμετοχής και ψήφου, την κρατική εποπτεία της λειτουργίας τους και την εξάρτηση της άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων τους από το κράτος.
–Να υπονομευθούν και να εμποδιστούν η λήψη απόφασης και η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας.
Η προώθηση του κυβερνητικού νομοσχεδίου χτυπάει δυνατά τον κώδωνα κινδύνου για τα εργασιακά, οικονομικά, συνδικαλιστικά, και απεργιακά δικαιώματα. Έναν κώδωνα, ο οποίος πρέπει να θέσει τώρα σε γενικό αγωνιστικό συναγερμό την εργατική τάξη.
Οι επόμενες μέρες πρέπει να είναι μέρες συγκεντρώσεων και συνελεύσεων στους χώρους δουλειάς και στα σωματεία, για να ξεκινήσουν άμεσα μαζικές αποφασιστικές κινητοποιήσεις για την απόκρουση του νομοσχεδίου.
Πρέπει να είναι μέρες αγωνιστικού συντονισμού των σωματείων για το ξεδίπλωμα της μαζικής εργατικής πάλης κατά του νομοσχεδίου.
Πρέπει να είναι μέρες ισχυρής πίεσης στις ανώτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις να οργανώσουν πανεργατικούς απεργιακούς αγώνες, μαζικά συλλαλητήρια και διαδηλώσεις.
Η εργατική τάξη, για να υπερασπίσει τα δικαιώματά της, καλείται με τον πανεργατικό μαζικό αγώνα της να φράξει το δρόμο στο αντεργατικό νομοσχέδιο.