Πάψε με ευχές να ελπίζεις
οι θεοί πως θα λυγίσουν

Τίποτα δεν είναι καινό, δηλαδή καινούργιο, και δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει ξαναειπωθεί. Δε θα πρωτοτυπήσουμε σήμερα, μιλώντας για Δικαιοσύνη και δικαστές. Σελίδες ολόκληρες στα λεξικά και στα βιβλία αποφθεγμάτων, στις λογοτεχνικές σελίδες των ταπεινών και καταφρονεμένων, για αυτά. Θα πάρουμε αγκαζέ τον Σωκράτη, όχι αυτόν που θανατώθηκε κατηγορούμενος ότι εισήγαγε «καινά δαιμόνια, τούς τε νέους διαφθείρων», δηλαδή νέους θεούς και δήλωνε πως είναι «καλύτερα να αδικιέσαι παρά να αδικείς», δίνοντας πάσα στο Χριστό να γυρίσει και το άλλο μάγουλο. Μα τον άλλο, τον Σωκράτη, του Βάρναλη, που όντας αρχαίος, αναλύει τα νέα, τα σημερινά, τα παγκόσμια, για να κάνουμε μια βόλτα στις γειτονιές του κόσμου, που στενάζει από το άδικο.

Πανάρχαια η αγωνία και οι αγώνες των ανθρώπων για να ζουν και να κρίνονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Και φτιάξανε τους Νόμους -κανόνες που να διαφεντεύουν τη ζωή, την τιμή και την περιουσία του καθένα, που τον ονόμασαν πολίτη. Όρισαν και αυτούς που θα επέβλεπαν την εφαρμογή των νόμων και θα τιμωρούσαν τους παραβάτες. Τους Δικαστές. Στην αρχή βάλανε δικαστές τους Θεούς. Ακόμα και τώρα λέμε «Θεία Δίκη»… Μα πρώτοι αυτοί άρχισαν να παραβιάζουν τους ίδιους τους νόμους, να πλακώνονται μεταξύ τους με τιτανομαχίες, γιγαντομαχίες, να τρων τα παιδιά τους και να σκοτώνουν τ’ αδέρφια τους, να ξενοκοιμιώνται.

Άβολες καταστάσεις και γι’ αυτό οι άνθρωποι ανέθεσαν στους «Άριστους» την εφαρμογή των νόμων και στους Κατήγορους να σέρνουν στα δικαστήρια τους πολίτες. «Κοιτάχτε τους Κατήγορους! Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία προσώπατα! Πατριώτες με πατέντα! Κοτζαμπάσηδες της Δημοκρατίας!», λέει στην «Αληθινή Απολογία» του ο Βαρνάλιος Σωκράτης, ακουμπώντας στο σήμερα. Μα η περιουσία των Άριστων αύξαινε και των πολιτών μειωνότανε, το δίκαιο και οι Νόμοι ερμηνεύονταν προς το συμφέρον των λίγων και παντοτινά «Άριστων». «Σκοπός των νόμων δεν είναι να τιμωρούνε τους φταίχτες, μα τους αδικημένους και να μποδίζουν τους κλεμμένους να κλέψουν κι αυτοί», συμπεραίνει αδυσώπητα, ο συνοδοιπόρος μας.

Τότε οι άνθρωποι σκέφτηκαν να αναθέσουν την εφαρμογή των νόμων στους πολίτες. Επιτέλους; Όχι! Διότι τότε εμφανίστηκαν οι σοφιστές, οι συκοφάντες, οι ρήτορες, που απευθύνονταν στον πολίτη που: «όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο μυαλωμένος κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λεύτερος»…

Νόμοι και «ερμηνείες» τους, ή κατάφωρες παραβιάσεις τους, μας έφεραν δεδικασμένα. Τον Προμηθέα, το Σωκράτη, το Χριστό, τον Ντρέυφους, την Έθελ και τον Τζούλιους Ρόζεμπεργκ, τους Σάκο και Βαντσέτι, τους χιλιάδες θανατωμένους και εξόριστους από τους Έλληνες Στρατοδίκες του εμφυλίου, τα εκατομμύρια των παράπλευρων απωλειών των πολέμων των Στρατηγών του ιμπεριαλισμού και του Νόμου του συμφέροντος της υπερπόντιας ιμπεριαλιστικής πατρίδας. «Είσαστε εσείς ο Νόμος -ο Νόμος χτες και σήμερα και αύριο» ξελαρυγγιάζεται ο Βαρνάλιος Σωκράτης. Νόμοι μας έφεραν τους αδικαίωτους νεκρούς αφροαμερικανούς στη …δημοκρατία των ΗΠΑ, τους αδικαίωτους νεκρούς Ρομά στη …δημοκρατική Ελλάδα. (Είναι πολιτικά σωστό να υπάρχει ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» του Παλαμά ή να τον μεταφράσουμε κι αυτόν σε δωδεκάλογο του Ρομά, τώρα που θα μιλάμε με το σεις και με το σας στην πολιτική ζωή;). Νόμοι έφεραν τους χιλιάδες ανώνυμους Αγιάννηδες, που σαπίζουν στις φυλακές του κόσμου για ένα καρβέλι ψωμί, τις 700.000 εξώσεις των ανέστιων Ελλήνων πτωχευμένων προς όφελος των «Άριστων» που αυξάνουν ξεδιάντροπα τις περιουσίες τους.

Ζούμε μια μαύρη μεσαιωνική περίοδο, όπου κάθε έννοια δικαιοσύνης έχει εξαφανιστεί. Νόμοι και δικαιοσύνη έχουν ταξικό πρόσημο (όπως συχνά και σωστά αναφέρει και η διπλανή στήλη). Όσο, δε, πιότερο σαπίζει ένα κοικωνικο-οικονομικό σύστημα, τόσο πιο θρασείς και βάναυσοι γίνονται οι στυλοβάτες του.

Δηλαδή τί; Να τα εγκαταλείψουμε όλα; Μα για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή. Και πάνω απ’ όλα θέλει να ακολουθήσουμε το πέταγμα των σπουργιτιών που παρατηρούσε ο Βαρνάλιος Σωκράτης. «Από την καβαλίνα του δρόμου στην κορφή της διπλανής ροδακινιάς». Αρκεί να πιστέψουμε πως η ροδακινιά είναι δίπλα.

Τάνια