Σίγουρα η 28η Φλεβάρη αποτέλεσε γεγονός που διαμορφώνει δυναμικές στην κοινωνία και αντικειμενικά -ακόμη και αν τώρα δεν είναι άμεσα ορατά ή προβλέψιμα- παράγει και θα παράξει αποτελέσματα. Μία από τις πλευρές που κυριάρχησαν στη δημόσια συζήτηση πριν και -πολύ περισσότερο- μετά τα παλλαϊκά συλλαλητήρια ήταν αυτή που αφορούσε το θέμα της κυβερνητικής εναλλαγής. Δηλαδή των πρόωρων εκλογών και μιας «διεξόδου» που μπορεί να έρθει με την πτώση του Μητσοτάκη, χωρίς βέβαια σε αυτό το ρευστό πολιτικό σκηνικό να προσδιορίζει κανείς αυτή τη «διέξοδο».
Άλλωστε, αυτή τη «διέξοδο» επιδιώκουν και προτείνουν σταθερά στο δημοκρατικό κόσμο της χώρας και όλα τα κόμματα-συντρίμια της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτής της ξεπεσμένης σοσιαλδημοκρατίας, που τελευταία της έργα ήταν η ένταξη της Ελλάδας στα μνημόνια το 2010 με τον Παπανδρέου, η συμμετοχή στις μνημονιακές κυβερνήσεις Παπαδήμου, Σαμαρά και το φιάσκο (3ο μνημόνιο) του ΣΥΡΙΖΑ το 2015-19. Σε αυτά τα οδυνηρά για τον ελληνικό λαό χρόνια, όλες οι εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας βρέθηκαν στη θέση του διαχειριστή είτε μόνοι τους, είτε από κοινού με την ΝΔ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Καμμένου, στηρίζοντας και ψηφίζοντας την επιβολή του συνόλου της αντιδραστικής μνημονιακής πολιτικής, που βύθισε ακόμη περισσότερο τη χώρα στο βούρκο της εξάρτησης και οδήγησε το λαό στις σημερινές συνθήκες της ακραίας φτώχειας, του ξεπουλήματος και της συντριβής των δικαιωμάτων του και τελικά… των Τεμπών.
Κυβερνητική εναλλαγή ζητούν
τα ξέφτια της σοσιαλδημοκρατίας
Αυτοί λοιπόν, που στο τέλος αυτής της πορείας έχουν μετατραπεί σε ένα άθροισμα κομμάτων που κατά βάση το άκουσμά τους προκαλεί ειρωνικά σχόλια, προσπαθούν να καβαλήσουν το κύμα της λαϊκής οργής και να παρουσιαστούν ως αναγεννημένοι και νεόκοποι πολιτικοί χώροι, επειδή φόρεσαν παλιές και νέες ταμπέλες στα μαγαζιά τους. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Ανδρουλάκης την επομένη των μεγάλων απεργιακών συγκεντρώσεων «Βρίσκονται (σ.σ. εννοεί τη ΝΔ) σε δεινή θέση, γιατί πλέον οι πολίτες έχουν σοβαρή εναλλακτική επιλογή». Σύμφωνα με τον ίδιο, η σοβαρή εναλλακτική επιλογή είναι το ΠΑΣΟΚ, θέση όμως που για όλους τους παραπάνω λόγους, οι πολίτες μάλλον δεν ενστερνίζονται, αφού οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν μαζί με τη ΝΔ να πέφτουν ταυτόχρονα και τα ποσοστά αυτών των κομμάτων.
Αυτή η προοπτική του παραβάν και της κυβερνητικής εναλλαγής υπηρετήθηκε και με την πρόταση μομφής που κατατέθηκε αμέσως μετά τις 28/2 από το σύνολο της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ-ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ) και την Πλεύση Ελευθερίας. Κόμματα που, αν και προϊόντα διασπάσεων και διαρκών μετονομασιών, έχουν την ίδια ακριβώς πολιτική μήτρα, κοινό πολιτικό παρελθόν και κοινές ιστορικές ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Για αυτό και ο πολιτικός λόγος τους -χωρίς σε καμία περίπτωση να αμφισβητεί τα βάθρα αυτής της πολιτικής- στρέφεται και «βολεύεται» στα ζητήματα της διαφθοράς και της διαφάνειας, της «απορρόφησης» των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλα τέτοιου είδους ζητήματα. Στο αποπροσανατολιστικό θέατρο της «πρότασης μομφής» άλλωστε, βρήκαν πολλούς συνοδοιπόρους ειδικά από τους ακροδεξιούς κήρυκες εντός της βουλής, αλλά και «αριστερές» αυταπάτες από κόμματα όπως το ΚΚΕ που εκείνες τις μέρες ακριβώς οργάνωναν αλλεπάλληλα συλλαλητήρια έξω από το κοινοβούλιο. Συλλαλητήρια που παρά τους πύρινους λόγους και τους όρκους στους λαϊκούς αγώνες επικοινωνούσαν με το «κάτω η κυβέρνηση» που παιζόταν εντός της βουλής.
«Κάτω η κυβέρνηση» και
από τους «εξωκοινοβουλευτικούς»
Από άλλες αφετηρίες και με διαφορετικές προθέσεις, αλλά τελικά με το ίδιο πολιτικό αποτέλεσμα, σε πτώση της κυβέρνησης καλούν και πολλές δυνάμεις που εντάσσονται στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Από το ΣΕΚ μέχρι το ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και από τους «έκπτωτους» της ΛΑΕ και του Βαρουφάκη μέχρι τις συνδικαλιστικές παρατάξεις όλων αυτών των δυνάμεων, το σύνθημα που προτάσσουν ειδικά την περίοδο των μεγάλων συλλαλητηρίων είναι σταθερά το «κάτω η κυβέρνηση». Σύνθημα, το περιεχόμενο του οποίου -ανεξάρτητα με το πώς το «εννοούν» ή πώς το χωροθετούν με προσδιορισμούς του τύπου «από τα κάτω και από αριστερά»- είναι ένα. Κυβερνητική εναλλαγή! Στην Ελλάδα του 2025, η εκφορά του συνθήματος «κάτω η κυβέρνηση» αντικειμενικά παίρνει το περιεχόμενό της από τις συνθήκες στις οποίες διατυπώνεται. Αντικειμενικά, σήμερα όποιος ακούει το «κάτω ο Μητσοτάκης» (συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που το διατυπώνουν) αυτό που καταλαβαίνει είναι εκλογές. Είναι ένα σύνθημα που προσανατολίζει τον κόσμο στα αδιέξοδα του παραβάν και των κοινοβουλευτικών αυταπατών. Είναι ένα σύνθημα που, αντικειμενικά, στην εκτός δεξιάς πολιτική γεωγραφία μπορεί να το αξιοποιήσουν μόνο οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού. Και ως τέτοιο μόνο αρνητικά μπορεί να επιδράσει στο κίνημα και την πάλη του λαού.
Ανάγκη να απαντηθεί
η «απελπισία» του παραβάν
Σίγουρα οι σημερινές συνθήκες, όμως, δεν θυμίζουν σε τίποτα όλα τα χρόνια πριν το 2015. Αυτοί που αντικειμενικά αξιοποιούσαν αυτές τις πολιτικές θέσεις ως αντίπαλο δέος της δεξιάς στην Ελλάδα, σήμερα βρίσκονται σε κατάσταση παρακμής και, όσο και αν προσπαθούν κυρίαρχοι κύκλοι να τους καλλωπίσουν και να τους παρουσιάσουν ως εναλλακτική «λύση», αυτό μέχρι στιγμής φαίνεται πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Άλλωστε, στον ρευστό πολιτικό στίβο πλέον καραδοκούν και τα διάφορα αθροίσματα της ακροδεξιάς.
Σε κάθε περίπτωση, σε ένα μεγάλο τμήμα του δημοκρατικού κόσμου, ακόμη και μετά τα πρωτόγνωρα συλλαλητήρια, κυριαρχεί η αντίληψη ότι «δεν γίνεται τίποτα». Και αυτό το «δε γίνεται τίποτα» έχει στον πυρήνα του την «απελπισία του παραβάν». Δηλαδή την ανυπαρξία επί της ουσίας μιας εναλλακτικής σοσιαλδημοκρατικής αυταπάτης που ενδεχομένως υπήρχε παλιότερα. Και σε αυτή την απελπισία η απάντηση -από όπου και αν προέρχεται- δεν είναι το «κάτω ο Μητσοτάκης».
Γιατί όποια και αν μπορεί να είναι η διάδοχη κατάσταση σήμερα, είτε σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης, είτε κυβέρνηση συνεργασίας αυτών με τη ΝΔ ή ακόμη και της ΝΔ με τα ακροδεξιά της, αυτό μόνο σε νέες απογοητεύσεις μπορεί να οδηγήσει.
Γιατί κάθε πρόταση σε αυτές τις συνθήκες που προσανατολίζει και οδηγεί στο εκλογικό παραβάν δεν αποτελεί λύση για το λαό αλλά για το σύστημα. Στις εκλογές, άλλωστε, προσφεύγει όποτε βρεθεί σε κρίση. Και είναι βέβαιο ότι μόλις η κυρίαρχη τάξη ετοιμάσει ένα νέο πυλώνα διαχείρισης των συμφερόντων της, κανένα πρόβλημα δεν θα έχει για αυτό. Αλλά ακόμη και χωρίς το νέο πυλώνα, είναι αρκετό να ετοιμάσει μια νέα εκδοχή διακυβέρνησης (ακόμη και συνεργασίας). Όλα αυτά τα σενάρια, όμως σήμερα, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να οδηγήσουν σε θετικές για το λαό εξελίξεις.
Στις συνθήκες που διαμορφώνονται στην Ελλάδα και τον κόσμο σήμερα, κάθε αυταπάτη για μια άλλη φιλολαϊκή διαχείριση του συστήματος της εξάρτησης, της υποτέλειας και της εκμετάλλευσης είναι μια ολέθρια αυταπάτη. Με όποια εκδοχή διακυβέρνησης.
Και αν ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου σήμερα καταλήγει στο πραγματικό συμπέρασμα ότι δεν βλέπει εκλογική διέξοδο, το χρέος των δυνάμεων της πραγματικής αριστεράς δεν είναι να ξεθάψουν τις εκλογικές αυταπάτες. Δεν είναι να συνταχτούν με την ευκολία και την πρόταση της σοσιαλδημοκρατίας τού «αρκεί να φύγουν αυτοί», για να οδηγηθεί ο κόσμος ξανά στο «δεν γίνεται τίποτα». Χρέος είναι να πατήσουν σε αυτή την παραδοχή και με το λόγο τους να βοηθήσουν να γίνει συνείδηση.
Γιατί είναι θετικό κάθε βήμα που γίνεται στην κατεύθυνση της κατανόησης της ανάγκης. Και σήμερα η ανάγκη είναι η πίστη και η προσήλωση στο δρόμο του εξωκοιβουλευτικού αγώνα. Τα σημαντικά επεισόδια (26/1 και 28/2) αυτού του αγώνα είναι που γέννησαν την ελπίδα. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Είναι ο δρόμος που μπορεί να πιέσει αυτή και κάθε άλλη κυβέρνηση και να την κάνει να υποχωρήσει από την επιβολή της βάρβαρης πολιτικής της. Είναι ο δρόμος που μπορεί να φέρει νίκες και στα αιτήματα του κινήματος των Τεμπών (ενάντια στην συγκάλυψη και την απονομή δικαιοσύνης -για ασφαλή τρένα κλπ) αλλά και σε όλα τα μικρά και μεγάλα αιτήματα της πάλης του λαού μας. Μόνο αυτοί οι αγώνες μπορούν να κυοφορήσουν νίκες και ελπίδα. Και να ανοίξουν το δρόμο για την πραγματική ανατροπή της πολιτικής της εξάρτισης, της υποτέλειας και της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Κάθε πρόταση, θέση και αίτημα που συμβάλλει στο να αποστρέφει ο κόσμος το βλέμμα του από τις καταδικασμένες κυβερνητικές εναλλαγές του εκλογικού παραβάν και να τον κατευθύνει να κοιτάξει πρώτα και κύρια σταθερά στο δρόμο του αγώνα μπορεί πραγματικά σήμερα να ενισχύσει σημαντικά το κίνημα και την προοπτική του. Κάθε τι άλλο, όχι.