Λίγες μόλις μέρες μετά τη συνάντηση Μπάιντεν – Πούτιν που υποτίθεται ότι τέθηκαν οι βάσεις για μια «προβλέψιμη» και «σταθερή» σχέση των αμερικανονατοϊκών με τη Ρωσία, η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και της Νότιας Ουκρανίας μυρίζει, εκ νέου, μπαρούτι.
Μπορεί να μπήκε προσωρινά στην άκρη, από τον Μπάιντεν, η υπόθεση της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ όμως στην περιοχή η αμερικανονατοϊκή επιθετικότητα κλιμακώνεται. Έτσι στην περιοχή έχουν μεταφερθεί μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις από 32 χώρες, από 6 ηπείρους, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, στο πλαίσιο της Νατοϊκής άσκησης «Sea Breeze 2021» που στοχεύει την Ρωσία, η οποία όπως είναι φυσικό δεν μένει με σταυρωμένα χέρια.
Η άσκηση εντάσσεται στα σχέδια περικύκλωσης της Ρωσίας και αποτυπώνει τους σχεδιασμούς για το «παγκόσμιο ΝΑΤΟ», το οποίο θα απλώνει τα δολοφονικά πλοκάμια του σε κάθε γωνία της υφηλίου.
Στην άσκηση που θα διαρκέσει ως τις 10 Ιουλίου συμμετέχουν 5.000 στρατιωτικοί του ΝΑΤΟ και άλλων «συμμάχων», 32 πολεμικά πλοία και 40 αεροσκάφη και 18 ομάδες ειδικών επιχειρήσεων και κατάδυσης. Η άσκηση περιλαμβάνει πολλαπλά επιθετικά σενάρια σε θάλασσα, αέρα και ξηρά με την ενοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων από την Αμερική, την Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία και την Αυστραλία όπως αναφέρει ανακοίνωση της διοίκησης του 6ου αμερικάνικου στόλου που επιχειρεί σε Ευρώπη και Αφρική.
Αντιδρώντας στην πραγματοποίηση των ασκήσεων η ρωσική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον ζήτησε να ματαιωθούν τα γυμνάσια υπογραμμίζοντας τη «μεγάλη κλίμακα και την επιθετική φύση» τους, που «αυξάνουν τον κίνδυνο ατυχημάτων» και «τις μιλιταριστικές φιλοδοξίες του Κιέβου». Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας δήλωσε πως θα αντιδράσει, αν είναι απαραίτητο, «για να προστατεύσει τη ρωσική εθνική ασφάλεια».
Η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ, Μαρία Ζαχάροβα, κατηγόρησε το ΝΑΤΟ ότι όλες οι ενέργειές του έχουν σκοπό τη διαρκή αποσταθεροποίηση περιμετρικά των ρωσικών συνόρων ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες προβοκάτσιας, με σκοπό «να εμφανίζεται ότι η Ρωσία είναι αυτή που επιτίθεται και όχι που αμύνεται».
Ως απάντηση ο ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας ανακοίνωσε ότι περίπου 20 αεροσκάφη και ελικόπτερα πραγματοποίησαν άσκηση με τα πυραυλικά συστήματα «S-400» και «Panzir» για να ελέγξουν την ετοιμότητα μάχης των συστημάτων επιφυλακής και αεράμυνας της Κριμαίας. Το Εθνικό Κέντρο Διαχείρισης Άμυνας ανέφερε πως ο στόλος «παρακολουθεί τις ενέργειες των πλοίων του ΝΑΤΟ και άλλων χωρών που συμμετέχουν στα γυμνάσια».
Επικίνδυνη προκλητική ενέργεια του βρετανικού πολεμικού ναυτικού στη Μαύρη Θάλασσα
Την αυλαία των στρατιωτικών προκλήσεων από τους δυτικούς και την ανταπάντηση της Μόσχας, είχε σηκώσει το επικίνδυνο στρατιωτικό επεισόδιο που συνέβη όταν ρωσικά πλοία έριξαν προειδοποιητικά πυρά και ρωσικό μαχητικό βόμβες στην πορεία πλεύσης του βρετανικού αντιτορπιλικού «HMS Defender». Το συγκεκριμένο πλοίο προέβηκε σε μια προσχεδιασμένη πρόκληση πλέοντας ανοιχτά των ακτών της Κριμαίας, με τον ισχυρισμό ότι βρίσκεται σε ουκρανικά και όχι ρωσικά ύδατα.
Η βρετανική κυβέρνηση μετά το Brexit επιδιώκει να κατοχυρώσει τον αυτόνομο διεθνή παρεμβατικό ρόλο του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο λειτούργησε ως η «εμπροσθοφυλακή» των νατοϊκών αν και αρχικά επιδίωξε να υποβαθμίσει το γεγονός.
Ανέφερε ότι «δεν υπήρξαν προειδοποιητικά πυρά», ούτε «βόμβες», παρά μόνο προειδοποιήσεις για ρωσικές στρατιωτικές ασκήσεις με αληθινά πυρά που γίνονται στην περιοχή. Στην πορεία όμως έγιναν ξεκάθαρα τα κίνητρα της ενέργειάς της. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπ. Τζόνσον, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «το σημαντικό σημείο είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας. Πρόκειται για ουκρανικά ύδατα και ήταν απολύτως σωστό να τα χρησιμοποιήσουμε».
Ο Βρετανός υπουργός Άμυνας, Μπ. Γουάλας, δήλωσε ότι το βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό «θα τηρεί πάντοτε το διεθνές δίκαιο και δεν θα δεχθεί παράνομη παρέμβαση σε “αβλαβείς διελεύσεις”».
Αντίστοιχο περιστατικό με την εμπλοκή φρεγάτας της χώρας του και ρώσικων μαχητικών, το οποίο έγινε μια μέρα μετά, κατήγγειλε και ο υπουργός άμυνας της Ολλανδίας, ο οποίος έκανε λόγω για «καταστρατήγηση του δικαιώματος ελεύθερης ναυσιπλοΐας».
Ο Ουκρανός ΥΠΕΞ, Ντμ. Κουλέμπα, χαρακτήρισε το περιστατικό ως «εκδήλωση της επιθετικής και προκλητικής πολιτικής της Ρωσίας» στη Μαύρη Θάλασσα και την Αζοφική Θάλασσα. Κατηγόρησε τη Μόσχα πως αποτελεί «μια συνεχή απειλή για την Ουκρανία και τους συμμάχους» και κάλεσε σε μια «ποιοτικά νέα» συνεργασία του ΝΑΤΟ με την Ουκρανία στην περιοχή.
Απαντώντας στις βρετανικές προκλήσεις ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Ριάμπκοφ προειδοποίησε πως: «Μπορούμε να βομβαρδίσουμε όχι μόνο προς την κατεύθυνση (σ.σ. του πλοίου), αλλά και στο στόχο, εάν στο όνομα της ελεύθερης πλοήγησης γίνεται παραβίαση των κρατικών συνόρων της Ρωσίας» καλώντας όλους να απέχουν από τέτοιες «προκλητικές κινήσεις».
Στο θέμα αναφέρθηκε σε συνέντευξη του με Ρώσους πολίτες και ο Βλ. Πούτιν κάνοντας λόγο για «ολοφάνερη προβοκάτσια» και μάλιστα «συνδυαστική», που πραγματοποιήθηκε όχι μόνο από Βρετανούς, αλλά και Αμερικανούς. Για τον κίνδυνο επικίνδυνης κλιμάκωσης εκτίμησε ότι: «Ακόμη κι αν βυθίζαμε αυτό το πλοίο, θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε ότι ο κόσμος θα έφθανε στο χείλος ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου, διότι εκείνοι, που τα πράττουν αυτά, γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να βγουν νικητές από τον πόλεμο αυτό».
Στην ίδια συνέντευξη ο Ρώσος πρόεδρος αναφέρθηκε στην απώλεια ηγεμονίας των ΗΠΑ στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Οι ΗΠΑ κατανοούν ότι ο κόσμος αλλάζει, αλλά εξακολουθούν να θέλουν να διατηρήσουν μια δεσπόζουσα θέση, τόνισε ο Βλ. Πούτιν, απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
Ωστόσο, όπως παρατήρησε, «αυτή η στάση δεν ικανοποιεί τους συμμάχους των ΗΠΑ».
Θυμίζουμε ότι η Ρωσία, ανακοίνωσε στις 24 Απρίλη ότι αναστέλλεται η διέλευση από τα χωρικά της ύδατα για ξένα πολεμικά πλοία και άλλα κρατικά σκάφη σε τρεις θαλάσσιες ζώνες της Μαύρης Θάλασσας έως τις 31 Οκτώβρη, ως απάντηση στις επιθετικές ενέργειες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
«Στρατηγική σταθερότητα» και κλιμάκωση της όξυνσης οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος
Παρά την κλιμακούμενη αντιπαράθεση, ΗΠΑ και Ρωσία αναμένεται να ξεκινήσουν συζητήσεις για τη «στρατηγική σταθερότητα» και τον έλεγχο των εξοπλισμών, στο πλαίσιο των συμφωνιών Μπαίντεν-Πούτιν.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ ανακοίνωσε ότι στα μέσα Ιουλίου αναμένεται συνάντηση ρωσικών και αμερικανικών αντιπροσωπειών με αντικείμενο τη στρατηγική σταθερότητα.
Η Ρωσία είναι έτοιμη να αναζητήσει μία ισορροπία συμφερόντων με τις ΗΠΑ και όχι μόνο στο ζήτημα της στρατηγικής σταθερότητας, συμπλήρωσε μετά από συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του.
«Είμαστε έτοιμοι να βρούμε μία τέτοια ισορροπία, ελπίζω ότι οι Αμερικανοί θα ωριμάσουν πριν από αυτό και θα αναζητήσουν μία τέτοια ισορροπία, όχι μόνο στη σφαίρα της στρατηγικής σταθερότητας αλλά επιπλέον και σε άλλους τομείς που έχουμε προβλήματα, και υπάρχουν πολλά από αυτά», τόνισε.
Αναφερόμενος στο θέμα ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, δήλωσε πως χρειάζεται χρόνος για να αισθανθούμε ηρεμία στις σχέσεις ανάμεσα στη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τη συνάντηση μεταξύ των δύο προέδρων.
«Πιθανώς, δεν μπορεί να αλλάξει κάτι στις σχέσεις Ρωσίας-Αμερικής μέσα σε δύο βδομάδες. Είναι σαν μια παραμελημένη ασθένεια, αρχίζετε να παίρνετε φάρμακο και το αποτέλεσμα έρχεται μόνο μετά από λίγες μέρες, το ίδιο ισχύει και εδώ. Πρέπει να περιμένετε έναν ορισμένο αριθμό μηνών και μόνο τότε θα αισθανθούμε όχι μόνο χαλάρωση, αλλά τουλάχιστον μια μέτρια τάση προς την εμφάνιση του κονστρουκτιβισμού στις διμερείς μας σχέσεις» δήλωσε ο Πεσκόφ στον τηλεοπτικό σταθμό «Rossiya 24».
Από την άλλη ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica», τόνισε πως η Ουάσινγκτον επιθυμεί πιο «σταθερές» και «επωφελείς» σχέσεις με τη Μόσχα, αλλά και ότι θα απαντήσει, «αν η Ρωσία συνεχίσει να επιτίθεται».
Την ίδια στιγμή η Ρωσία ενεργοποίησε το όπλο των οικονομικών «αντιμέτρων» σε απάντηση στις αντίστοιχες κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ από τις 14 Ιούνη. Το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι το μεγαλύτερο χρηματιστήριο της Ρωσίας, το «Moscow Exchange», από εδώ και πέρα θα απορρίπτει τις εντολές αγοράς ρωσικών ομολόγων (γνωστά ως OFZ), που προέρχονται από πελάτες με έδρα τις ΗΠΑ.
Πρόταση Μέρκελ και Μακρόν για σύνοδο κορυφής με τον Πούτιν
Μετά τη Σύνοδο Κορυφής ΗΠΑ – Ρωσίας, Μέρκελ και Μακρόν κατέθεσαν κοινή πρόταση στην ΕΕ για τη σύγκληση μιας Συνόδου Κορυφής ΕΕ – Ρωσίας με τη συμμετοχή του Ρώσου προέδρου.
Η κίνηση αυτή μπορεί να ιδωθεί με διπλή ματιά. Από τη μια αποτελεί μια κίνηση στο πλαίσιο της «προβλέψιμης σχέσης» με τη Ρωσία που επιδιώκει η Δύση, για την «απαγκίστρωση» της Μόσχας από τη στενή συνεργασία με το Πεκίνο. Από την άλλη εκφράζει τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του σκληρού πυρήνα του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού για μια αυτόνομη σχέση «στρατηγικής σταθερότητας» με τη Ρωσία (πχ. Nord Stream 2, Λιβύη, Συρία κλπ.) στο πλαίσιο του διεθνούς ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, ανεξάρτητα από τις κινήσεις των ΗΠΑ.
Μια τέτοια σύνοδος θα ήταν η πρώτη μετά την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014.
Ωστόσο η πρόταση αυτή δεν έγινε αποδεκτή στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, αφού απορρίφθηκε από ορισμένες χώρες, ειδικά της Βαλτικής.
Η γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε πως θα ήθελε «πιο τολμηρό» αποτέλεσμα, τονίζοντας παράλληλα ότι είναι «σημαντικό ο διάλογος να συνεχιστεί, και θα εργαστούμε για τη μορφή που θα πάρει».
Πιο πριν είχε τονίσει την ανάγκη «να επιδιώξουμε άμεση επαφή με τη Ρωσία και τον Ρώσο Πρόεδρο», παρά τις «προκλήσεις». Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν αρκεί ο Αμερικανός Πρόεδρος να μιλάει με τον Ρώσο Πρόεδρο, πρέπει και η ΕΕ να δημιουργήσει διαφορετικές μορφές συνομιλιών». Από την πλευρά του ο Εμ. Μακρόν, χαρακτήρισε τον «συντονισμένο» και «ενωτικό» διάλογο με τη Ρωσία «απαραίτητη» προϋπόθεση «για τη σταθερότητα της Ευρώπης» και για «να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας». Επίσης «κάρφωσε» τον Μπάιντεν πως «δεν ζήτησε τη γνώμη» των Ευρωπαίων για να συναντηθεί με τον Πούτιν.
Οι ηγέτες της ΕΕ εξουσιοδότησαν τον Ζ. Μπορέλ, να διερευνήσει τη δυνατότητα οργάνωσης διαλόγου με τη Ρωσία, αλλά και να εξετάσει τις επιλογές για επιπλέον κυρώσεις.
Από τη μεριά της η Ρωσία ανακοίνωσε ότι αξιολογεί θετικά τη γαλλογερμανική πρόταση. Εξέφρασε όμως τη λύπη της για την απόρριψη της πρότασης από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, όπως και για την απόφαση για ενδεχόμενες νέες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.