Σε τροχιά συνεδρίου κινείται ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς φαίνεται πως κλείδωσε για τα τέλη του Μάρτη η πραγματοποίησή του, μια διαδικασία που αναμένεται να φέρει σημαντικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το συνέδριο θα πραγματοποιηθεί μέσα στις πολιτικές συνθήκες που διαμόρφωσε τα τελευταία δυόμισι χρόνια η κυβέρνηση της ΝΔ, εκμεταλλευόμενη και την πανδημία. Οι συνθήκες αυτές αλλά κυρίως η αντιπολιτευτική γραμμή ουράς στην κυβέρνηση που χάραξε ο ΣΥΡΙΖΑ όλο αυτό το διάστημα, τον έφεραν στη σημερινή του κατάσταση σχεδόν ξεδοντιασμένο και σίγουρα ανίκανο να εκμεταλλευτεί την διευρυμένη λαϊκή δυσαρέσκεια που φέρνει η πολιτική της ΝΔ. Οι εκατόμβες των νεκρών από την πανδημία, το διαλυμένο ΕΣΥ, η καλπάζουσα ανεργία, η φτώχεια και η εκτίναξη της ακρίβειας, ο αυταρχισμός και η καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό κοινωνικό κλίμα. Αυτό ακριβώς αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι βέβαια προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων ή για να εφαρμόσει μια πολιτική με φιλολαϊκά χαρακτηριστικά, αλλά για να εγκλωβίσει την κοινωνική δυσαρέσκεια ανάμεσα στις συμπληγάδες των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος, να περιορίσει τις φυγόκεντρες τάσεις που μπορεί να προκαλέσουν πολιτική αστάθεια, διασφαλίζοντας την αδιατάρακτη συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής με τους λιγότερους κραδασμούς για λογαριασμό της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης. Μέσα λοιπόν σε αυτές τις συνθήκες και με δεδομένη την προσπάθεια μερίδας της αστικής τάξης να αναστηλώσει το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αναζητά διέξοδο και τρόπο για να βγει από το τέλμα και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο χώρο της λεγόμενης κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας.
Σε αυτή την προσπάθεια, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα η λεγόμενη πτέρυγα των «προεδρικών», γύρω από τον Τσίπρα, θέλει να απαλλαχθεί μια και καλή από τις φωνές της εσωτερικής του αντιπολίτευσης (ομάδα των 53, «ομπρέλα» κλπ), να αποτινάξει τα «αριστερά» βαρίδια του παρελθόντος πετώντας τα οριστικά στον κάλαθο της ιστορίας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τον μετασχηματισμό του σε ένα καθαρόαιμο αστικό, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο Τσίπρας κατέθεσε στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής προτάσεις για καταστατικές αλλαγές, που μάλιστα χαιρετίστηκαν ως «ρηξικέλευθες» και «ριζοσπαστικές» από μια σημαντική μερίδα των εγχώριων ΜΜΕ. Βασική τομή, που προκαλεί αντιδράσεις στο εσωτερικό από κεντρικά στελέχη όπως ο Φίλης, ο Τσακαλώτος και ο Βούτσης, είναι η εκλογή του προέδρου και των μελών της ΚΕ απευθείας από τη «βάση» του κόμματος, την οποία επιδιώκει να διευρύνει απλοποιώντας τις εγγραφές νέων μελών, παρακάμπτοντας παράλληλα το Συνέδριο του κόμματος. Οι αλλαγές που προτείνει ο Τσίπρας, οι οποίες σημειωτέον έγιναν αποδεκτές από την ΚΕ με μεγάλη πλειοψηφία, αποτελούν μια σχεδόν πιστή παραλλαγή του μοντέλου που υιοθέτησε πρόσφατα το ΚΙΝΑΛ και παλιότερα το ΠΑΣΟΚ στις δικές του διαδικασίες.
Ο Τσίπρας επιδιώκει με αυτό τον τρόπο να περιορίσει πολιτικά τις εσωτερικές αντιπολιτευτικές πτέρυγες, να ισχυροποιηθεί ακόμα περισσότερο πολιτικά και να αναδειχθεί ως αδιαμφησβήτητος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ παράλληλα θέλει να δώσει περισσότερο χώρο στους λεγόμενους πασοκογενείς, δηλαδή στη μερίδα εκείνη που μετακόμισε στο ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη περίοδο. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η δήλωσή του ήδη από το 2019, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές, πως «οι ψήφοι του 31,7% είναι δανεικές, άρα χρειάζεται προσπάθεια για να παραμείνουν». Στις σημερινές συνθήκες, που είναι σε εξέλιξη η προσπάθεια ανασυγκρότησης του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, αυτή η δήλωση του Τσίπρα φανερώνει την προσπάθεια που ξεκίνησε από το λεγόμενο μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε «ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία», να συγκρατήσει τις δυνάμεις αυτές τόσο σε επίπεδο ψηφοφόρων όσο και σε επίπεδο στελεχών.
Έχουμε μπει πλέον σε μια προεκλογική περίοδο με απροσδιόριστη -προς το παρόν- διάρκεια. Η πορεία της πλήρους μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα καθαρά σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με αποτιναγμένα τα βαρίδια του παρελθόντος και πλήρως προσαρμοσμένου στις επιταγές της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και των ξένων αφεντικών της, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Όλα αυτά είναι ξένα προς τα πραγματικά λαϊκά προβλήματα, όπως η ακρίβεια που γιγαντώνεται, η φτώχεια που διευρύνεται ολοένα και σε πλατύτερα εργατολαϊκά στρώματα, το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ο λαός απέναντι στην πανδημία, η ανεργία που απειλεί καθημερινά. Οι εξελίξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τις δημαγωγικές αντιπολιτευτικές κορώνες, τις καθημερινές καταγγελίες απέναντι στην κυβέρνηση, τις χρεοκοπημένες προτάσεις για εκλογές, αφορούν μόνο την ενίσχυσή του, την εξαπάτηση και τον εγκλωβισμό της λαϊκής οργής και αγανάκτησης στις μυλόπετρες του αστικού δίπολου. Καμία λύση στα καυτά προβλήματα δεν μπορεί να περιμένει ο λαός από το ΣΥΡΙΖΑ, παρά μόνο μέσα από το μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα, απαλλαγμένο από κάθε είδους αυταπάτες.