Κατέρρευσε ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία μετά την ανακοίνωση Σολτς ότι καθαιρεί τον υπουργό Οικονομικών και αρχηγό του Κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), Κρίστιαν Λίντνερ, λόγω των επίμονων -όπως υποστήριξε ο γερμανός καγκελάριος- διαφωνιών σχετικά με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με γερμανικά δημοσιεύματα ο Σολτς «πρόλαβε» τον αρχηγό του FDP, ο οποίος είχε σχεδιάσει να εγκαταλείψει την κυβέρνηση, να τερματίσει τη συμφωνία συνασπισμού με το SPD και τους Πράσινους και κατόπιν να αποσύρει τους υπουργούς του.
Η είδηση της πτώσης του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Επιβεβαιώνει τη βαθιά κρίση στην οποία βυθίζεται ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, η λεγόμενη «οικονομική ατμομηχανή» της ΕΕ. Μια κρίση οικονομική που έχει εξελιχθεί ταχύτητα σε πολιτική. Βασικό στοιχείο που σημάδεψε και σημαδεύει την τωρινή κατάσταση της Γερμανίας αποτελεί η εμπλοκή της στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η τροφοδότηση και η ενίσχυση αυτού του πολέμου, η στοίχιση πίσω από τις ΗΠΑ και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την ΕΕ στη Ρωσία σήμαναν το τέλος του φθηνού ρωσικού αερίου, που όλες τις προηγούμενες δεκαετίες τροφοδότησε τη γερμανική βιομηχανία.
Τώρα, το μέχρι πρότινος «οικονομικό θαύμα της ΕΕ» παραπαίει. Επί χρόνια είχαν χτίσει μια οικονομία που η παραγωγή της στηριζόταν στη φθηνή ρωσική ενέργεια που τώρα δεν υπάρχει και αντικαταστάθηκε από το πανάκριβο υγροποιημένο αέριο των ΗΠΑ. Οι πολυδιαφημισμένες κυρώσεις κατά της Ρωσίας έγιναν μπούμερανγκ, όχι μόνο για τη γερμανική οικονομία αλλά για το σύνολο της Ευρώπης, η οποία σύρθηκε από τις ΗΠΑ στη ρήξη με τη Ρωσία λόγω του ξεσπάσματος του πολέμου στην Ουκρανία.
Στην πραγματικότητα η Γερμανία πνίγεται από τη θηλιά της λιτότητας που η ίδια επέβαλε. Η οικονομία της βουλιάζει και αναμένεται να συρρικνωθεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, οι πτωχεύσεις καταγράφουν ρεκόρ 30ετίας, η βιομηχανία της ασθμαίνει, με μεγάλες βιομηχανίες να προχωρούν σε κλείσιμο εργοστασίων και μετεγκατάσταση σε τρίτες χώρες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας, η Volkswagen, εξετάζει για πρώτη φορά το ενδεχόμενο να κλείσει 3 εργοστάσιά της και να απολύσει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Σε αυτό το οικονομικό πλαίσιο έρχεται να προστεθεί και η εκλογή Τραμπ στην Αμερική, ο οποίος έχει εξαγγείλει δασμούς απέναντι σε χώρες της ΕΕ και τις βιομηχανίες τους, όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας. Έτσι η Γερμανία, μέσα στην οικονομική κρίση στην οποία παραδέρνει, περιμένει και την εκδήλωση ενός νέου εμπορικού πολέμου από τις ΗΠΑ.
Η οικονομική κρίση που σοβεί, μετατρέπεται λοιπόν σε πολιτική κρίση. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής κρίσης, άλλωστε, είναι η ενίσχυση της ακροδεξιάς (AfD) στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα κρατίδια της Γερμανίας πριν ένα-δυο μήνες και συγκεκριμένα στη Θουριγγία όπου αναδείχτηκε πρώτη δύναμη και στη Σαξονία δεύτερη, ελάχιστα πίσω από τους χριστιανοδημοκράτες. Στη βάση ακριβώς αυτής της ενίσχυσης της ακροδεξιάς ο πρώην τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός προχώρησε πριν λίγο καιρό στη μονομερή κατάργηση της συνθήκης Σένγκεν, που για δεκαετίες οι ιθύνοντες της ΕΕ την παρουσίαζαν ως ένα από τα πλέον σημαντικά επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως κύριο πυλώνα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Η επόμενη μέρα στη Γερμανία βρίσκει τους χριστιανοδημοκράτες να προβάλλουν αυτοί ως η επόμενη κυβέρνηση ή το βασικό κόμμα σε μια μελλοντική κυβέρνηση συνεργασίας, με τον αρχηγό τους Φρίντριχ Μερτς να είναι αυτός πιθανότατα ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας.
Την κατάσταση στη Γερμανία πάντως εξετάζει στενά και η πλευρά Τραμπ. Ενδεικτικά, άλλωστε, είναι τα ειρωνικά σχόλια απέναντι στο Σολτς του δισεκατομμυριούχου Μασκ, ο οποίος θα είναι υπουργός αποτελεσματικότητας στη νέα κυβέρνηση Τραμπ. Φαίνεται ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση επιθυμεί αλλαγή σκυτάλης στη Γερμανία και επαναδιαπραγμάτευση από μηδενική βάση της εμπορικής σχέσης μεταξύ τους.