Η δολοφονία-εκτέλεση από την αστυνομία με τίτλο ΔΙΑΣ του 18χρονου Ρομά Νίκου Σαμπάνη στο Πέραμα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις για μια σειρά πράγματα.
Παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το πράσινο φως που άνοιξε η δεξιά-ακροδεξιά στην κυβέρνηση έφερε -εκτός των άλλων- τα δάχτυλα των αστυνομικών κοντύτερα στη σκανδάλη των όπλων. Όταν η ΝΔ-κυβέρνηση, η Ελληνική Λύση, τα απόνερα του φασισμού δε βρίσκουν λόγια για να εκθειάζουν τα σώματα ασφαλείας, τότε το στήθος των επίδοξων δολοφόνων φουσκώνει επικίνδυνα. Άλλωστε η περίφημη «ασφάλεια του πολίτη» φαίνεται ότι είναι γερό χαρτί της κυβέρνησης και η απομάκρυνση του σερίφη Χρυσοχοΐδη περισσότερο ακουμπάει στις φωτιές, πάρα στις επιχειρήσεις σκούπες. Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μας οι κορώνες του βαθειού κράτους πως θα καθαρίσουν τις πόλεις από τ’ αποβράσματα. Ας μην αφήσουμε ασχολίαστο πως η τηλεόραση (κρατική-ιδιωτική) βρίθει έργων με αστυνομικό περιεχόμενο, όπου φωτοστεφανώνεται η κρατική βία, ανάλογα έργα από το Χόλιγουντ ξεχύνονται στις αίθουσες κινηματογράφου σ’ όλο τον κόσμο, τα παιδικά παιχνίδια εφάπτονται του άλογου και εύκολου σκοτωμού. Η κοινωνία εθίζεται στην αδιέξοδη βία, ο μιθριδατισμός βασιλεύει, στη σκιά παραμονεύει ο χωροφύλακας.
Το δεύτερο ζήτημα που γεννιέται από το Πέραμα είναι η λεγόμενη παραβατικότητα. Δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτά σύνορα για την παραβατικότητα, δηλαδή την παραβίαση ενιαίων κανόνων ζωής. Δεν ανήκουμε, ούτε στηρίζουμε τον φλύαρο αριστερισμό που διατυμπανίζει πως κάθε αστικό μέτρο πρέπει να απορριφθεί. Πρόκειται για μια ανοησία που φωνάζει. Αν ήταν έτσι θα οδηγούσαμε στ’ αριστερά του δρόμου κι όποιον πάρει ο χάρος! Υπάρχουν μέτρα και μέτρα. Η παραβίαση των αστικών νόμων αρχίζει από την πολιτική αντιπαλότητα και φτάνει στο «βενζίνη και μπουκάλι». Εξαρτάται λοιπόν από το τι λέμε, πού το λέμε, ποιοι, πότε και γιατί. Διότι τα πράγματα δεν είναι ουδέτερα, ψυχρά και άχρωμα. (Τώρα τα λυκόρνια δε δίνουν τάφο για τον Ν. Σαμπάνη στον Ασπρόπυργο).
Η όποια παραβατικότητα-υπέρβαση-αντίρρηση από τους χώρους των Ρομά εξαρτάται από τις συνθήκες που ορίζουν τους ανθρώπους και όχι από το DNA και το αίμα των ανθρώπων. Όταν άνθρωποι ζουν στις σκηνές, κάνουν δουλειές του ποδαριού, στέλνονται στα φανάρια των δρόμων, δεν πλένονται, δεν πάνε σχολείο, δεν ονειρεύονται, δεν πάνε διακοπές, είναι εξηγήσιμο πως θα σαλτάρουν στο διπλανό μπαλκόνι και δε θα συμπληρώσουν αίτηση για το… Χάρβαρντ. Ο ρατσισμός γεννιέται. (Ανοίγουμε μια παρένθεση. Η ονομασία Ρομά και όχι Τσιγγάνοι δεν έχει να κάνει με αστικό εκσυγχρονισμό. Εμάς δε μας αφορά η εικόνα, αλλά η ουσία. Η ΕΕ έχει δώσει πακτωλούς χρημάτων για την αλλαγή ονομάτων, ώστε να εμφανιστεί δημοκρατική και αξιόπιστη. Αλλά πρέπει να εστιάζουμε όχι στην ονοματοδοσία, αλλά στις συνθήκες ζωής, ύπαρξης, εργασίας, υγείας, παιδείας κλπ). Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με τη γνωστή παράθεση του Μπ. Μπρεχτ. Αυτοί που κλέβουν το βιβλίο από το παιδί, το κατηγορούν για αμορφωσιά. Οι άνθρωποι του κράτους, δηλαδή οι αστυνομικοί, έριξαν σχεδόν 40 σφαίρες σ’ έναν απλό νέο, που καταδίωκαν απηνώς. Αυτόν που γεννήθηκε με το στίγμα του παρία, ενδεχομένως χωρίς σπίτι και σχολείο, που σπούδασε στα σχολεία των δρόμων και ντύθηκε την κλοπή σαν καθημερινό ρούχο. Δε δικαιολογούμε κανέναν! Αλλά σκεφτόμαστε ότι ο Β. Ουγκώ δε θα ’χε γράψει τους θαυμάσιους «Άθλιους» χωρίς να δείχνει ότι τον Γιάννη Αγιάννη τον γέννησε η φτώχεια και η καταφρόνηση. Αυτό σημαίνει να δώσουμε το πορτοφόλι μας στον πρώτο τυχόντα; Όχι βέβαια. Αλλά αν δε βλέπουμε τις βαθιές αιτίες και αιτιώδεις συνάφειες, θα καταλήξουμε να χειροκροτάμε τον «μπάτσο της γειτονιάς».
Η δολοφονία του Ν. Σαμπάνη στο Πέραμα έβγαλε στην επιφάνεια κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Θά ’μαστε αρχάριοι και άχρηστοι αν δε βγάζαμε δύο δράμια συμπεράσματα από τα δρώμενα. Ποιος θα μας προστατεύσει από τους «προστάτες»;