Με τις πλάτες της κυβέρνησης
Μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο ο πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΘ ανακοίνωνε περιχαρής το ξεπάγωμα των τριετιών από 01-01-2024, ενώ όλο το υπόλοιπο διάστημα η κυβέρνηση καλλιεργούσε το φιλολαϊκό της προφίλ με παραδείγματα «αύξησης μισθών» και αναγνώρισης προϋπηρεσίας για τους εργαζόμενους. Για να φτάσουμε στον Μάρτιο και να δούμε ότι, παρά την ψήφιση του Ν. 5053/2023 και κόντρα στο κυβερνητικό αφήγημα, οι τριετίες δεν έχουν επανέλθει για χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ παράλληλα έχει στηθεί οργανωμένα και συντονισμένα από τις επιχειρήσεις, με την ανοχή της κυβέρνησης, μερικές ακόμα νέες πρακτικές εργασιακής εκμετάλλευσης και εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
Πλέον έχουν καταγραφεί σε σωματεία και συνδικάτα, αλλά και στην Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (Ο.Ι.Υ.Ε.), την μεγαλύτερη ομοσπονδία στον ιδιωτικό τομέα, εκατοντάδες καταγγελίες μελών τους για μη καταβολή των τριετιών με διάφορα τεχνάσματα. Μια σειρά από εταιρείες έχουν ήδη προχωρήσει σε αδικαιολόγητες απολύσεις εργαζομένων με εργασιακή προϋπηρεσία πριν το 2012, επειδή οι τελευταίοι ζήτησαν τις τριετίες τους..
Ωστόσο, το συχνότερο «τέχνασμα» είναι οι τροποποιήσεις των συμβάσεων εργασίας: εργαζόμενοι με προϋπηρεσία χρόνων υποχρεώνονται σε υπογραφή νέων ατομικών συμβάσεων, με αποτέλεσμα να μηδενίζονται οι χρόνοι υπηρεσίας τους και, κατ’ επέκταση, να παραγράφεται η υποχρέωση του εργοδότη για τις νόμιμες αυξήσεις. Έτσι, οι νέες συμβάσεις προβλέπουν τον κατώτατο μισθό χωρίς τριετίες, ενώ συχνά περιλαμβάνουν μια «πρόσθετη καταβολή» ως επιπλέον παροχή του εργοδότη, προκειμένου να φτάσει ο μισθός στα προηγούμενα επίπεδα. Ωστόσο, πρόκειται για μια μονομερή και περιστασιακή παροχή, ελεύθερα ανακλητή από τον εκάστοτε εργοδότη, που δεν υπόκειται σε καμία νόμιμη διάταξη και δεν μπορεί να συμψηφιστεί με οποιαδήποτε αύξηση αποδοχών ή επιδόματα. Τέλος, έχουν παρατηρηθεί και τροποποιήσεις ατομικών συμβάσεων με την προσθήκη όρων υποχρέωσης των εργαζομένων να μετακινούνται για δουλειά σε διαθέσιμες θέσεις εργασίας ανά τη χώρα, προσθέτοντας στον μακρύ κατάλογο έναν ακόμα εκβιαστικό τρόπο απόλυσης.
Μέσα στο κυβερνητικό αφήγημα των τελευταίων μηνών ήταν και η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας, που θα μπορούσε να χτυπάει ο εργαζόμενος κατά την έναρξη και λήξη της εργασίας του, ώστε να καταγράφονται επακριβώς οι πραγματικές ώρες εργασίας και να αμείβονται αναλόγως. Αλλά κι εκεί ξεκίνησαν από νωρίς τα παρατράγουδα… Η πιλοτική εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας έδωσε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις, στη βιομηχανία και στο εμπόριο να καταχωρούν τις αλλαγές στο ωράριο εργασίας και την υπερωριακή απασχόληση στο τέλος του μήνα, αφήνοντας πολλά περιθώρια για «μαγειρέματα». Αλλά και οι καθημερινές πρακτικές που υφίστανται χιλιάδες εργαζόμενοι, όσον αφορά το ωράριό τους, καταδεικνύουν μια ανεξέλεγκτη εκτεταμένη εργοδοτική ασυδοσία: εργαζόμενοι εξαναγκάζονται από τους εργοδότες να χτυπούν κάρτα πολύ μετά την άφιξή τους στον χώρο εργασίας ή να τη χτυπούν ώρες πριν εγκαταλείψουν το πόστο τους, ώστε να μην καταγράφεται το πραγματικό τους ωράριο. Έτσι, είναι εύκολο να μετατραπεί η δηλωμένη ημι-απασχόληση σε 8ωρη ή 12ωρη απασχόληση!
Αλλά και πλείστες άλλες παραβιάσεις ωραρίου: εταιρείες 24ωρης φύλαξης ή εταιρείες καθαριότητας εμφανίζουν εργαζόμενους με 8ωρη βάρδια καθημερινή (!), εργαζόμενοι που πιάνουν δουλειά στις 5 το πρωί εξαναγκάζονται να χτυπήσουν κάρτα στις 6 π.μ. για να μην καταγραφεί η μία ώρα νυχτερινής απασχόλησης, οδηγοί που τους ζητάνε να μην χτυπάνε καθόλου κάρτα, εφόσον βρίσκονται εκτός καταστήματος, αλλά και προϊστάμενοι που αναλαμβάνουν οι ίδιοι την υποχρέωση χτυπήματος της κάρτας…
Όσο και να προβάλλει το Υπουργείο Εργασίας τον κυβερνητικό στόχο για «καλύτερες και πιο καλοπληρωμένες δουλειές», η πραγματικότητα της όλο και πιο σκληρής εκμετάλλευσης έρχεται να τους διαψεύσει και να καταδείξει την υποκρισία τους. Με παντελή απουσία κυβερνητικού ελέγχου, οι εργοδότες προχωρούν ανενόχλητοι σε όργιο παραβάσεων. Μένει στους εργαζόμενους να βάλουν φρένο στις απαράδεκτες αυτές πρακτικές και, μέσα από τα σωματεία τους, συλλογικά και μαζικά, να απαιτήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους σε αξιοπρεπή εργασία και μισθό.